Εφτασα ώς την οδό Κρόνου για να δω από κοντά το σπίτι των δύο κοριτσιών, της Λουκίας και της Βαρβάρας. Είχα διαβάσει για το σπίτι αυτό στη διήγηση ενός παλιού Αθηναίου, που εξιστορούσε τη ζωή στην Κυψέλη από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’40.
του Νίκου Βατόπουλου
Βρήκα την Κρόνου στον χάρτη, όπως και τις επίσης μικρές και άσημες οδούς Πολυμνίας και Ερασμίας, δρομάκια μικρά, που πριν από 70 και 80 χρόνια, είχαν όλα μονώροφα σπίτια με λουλουδιασμένες αυλές.
Με συγκίνηση έφτασα στην οδό Κρόνου, όχι μόνο γιατί εκεί ήταν το δεύτερο σπίτι του εξαίρετου παλιού Αθηναίου Νίκου Αθανασιάδη, που μας κληροδότησε τις αναμνήσεις του από την Κυψέλη στο βιβλίο του «Τα πρώτα χρόνια» (Ηράκλειο Κρήτης, 2015) αλλά και γιατί είχα την περιγραφή του σημερινού ερειπίου, όπου κάποτε έμεναν οι γειτονοπούλες του.
«Από τα δυο παράθυρα του υπογείου», γράφει ο Νίκος Αθανασιάδης, «το ένα το ’χουν κτίσει και στ’ άλλο τα κλειστά παντζούρια του, ό,τι απόμεινε απ’ αυτά, τα ’χουν καρφώσει με σανίδες… από την όμορφη σιδεριά του μπαλκονιού του ισογείου με το τοξωτό περίγραμμα κρέμονται τώρα ξεχαρβαλωμένα, ακόμα και σήμερα, δύο ή τρία σίδερα».
Τα είδα όλα όπως στην περιγραφή και στάθηκα να περιεργαστώ το τοξωτό περίγραμμα που περιγράφει ο Νίκος Αθανασιάδης. Ποιο μεράκι τίνος τεχνίτη το είχε τραβήξει τοξωτό στον σοβά; Η αυλή στο πλάι γεμάτη ζιζάνια και σκουπίδια, και όλη η οδός Κρόνου, λίγες δεκάδες μέτρα όλη κι όλη, έμοιαζε βυθισμένη στη σιωπή.
Είναι πάνω από τη Σικίνου, και αν την προχωρήσεις στο τέρμα βγαίνεις στην οδό Ερασμίας. Στάθηκα, όμως, λίγο στον αριθμό 6 της οδού Κρόνου, ένα πολύ όμορφο σπίτι που θα πρέπει να χτίστηκε γύρω στο 1935. Είναι έρημο και κλειδαμπαρωμένο. Να είναι αυτό το σπίτι, που περιγράφει ο Νίκος Αθανασιάδης, όπου έμενε η μικρή Βάσω με τις μπούκλες και τον φιόγκο; Ο μπαμπάς της Βάσως ήταν ο κύριος Δήμος, που καθόταν συχνά στην ταράτσα και τακτοποιούσε τη συλλογή γραμματοσήμων του. Τον πήραν στα Δεκεμβριανά και χάθηκε. Δεν ήταν καν 30 ετών. Να ήταν αυτό το σπίτι τους, στον αριθμό 6;
Είναι τόσο μικρή οδός η Κρόνου που γρήγορα βγήκα στην Ερασμίας. Καθώς ο δρόμος αυτός κάνει μια καμπύλη προς την οδό Κύπρου, θαύμασα από μακριά τα σπίτια που έχουν μείνει από τότε. Ολα μονώροφα.
Τρία σπιτάκια στη σειρά. Ενα σε ώχρα, διπλομανταλωμένο, ένα σε ροζ χρώμα με λαδί παντζούρια, ζωντανό και όμορφο και ένα με καστανό αρτιφισιέλ, ακριβώς στη γωνία, με κήπο άγριο, έρημο και εγκαταλελειμμένο. Ζωντάνευαν μπροστά μου τον μικρόκοσμο της παλιάς Κυψέλης.
Πλησίασα το γωνιακό με τον κήπο, στη στροφή προς την οδό Κύπρου, και το περιεργάστηκα. Από την αυλόπορτα βλέπει κανείς την κυκλική βεράντα του ισογείου, με εσωτερική θέα στον κήπο και από τα ανοίγματα της αρ ντεκό εξώθυρας φωτογράφισα το χωλ, που οδηγούσε σε ωραία δίφυλλη πόρτα. Δεξιά, έβλεπα τρεις προπολεμικούς στρογγυλούς διακόπτες του ηλεκτρικού. Περιμετρικά, και στο μικρό αδιέξοδο στο πλάι, ανέβηκα από την πίσω είσοδο και φωτογράφισα το λουτρό. Είχα μπροστά μου ένα σπίτι φάντασμα που πριν από μερικά χρόνια θα είχε ζωή. Τι μέλλον έχουν αυτά τα σπίτια;
Σε αυτά τα στενά της Κυψέλης βλέπει κανείς το πρόβλημα καθημερινότητας της Αθήνας. Οσοι φροντίζουν τα σπίτια τους, και είδα πολλά λουλουδιασμένα μπαλκόνια, είναι ήρωες. Ηρωες χωρίς καμία υποστήριξη.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή