Θηλυκή κυριαρχία αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες, με δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες στις οποίες πρωτοστατούν ενδιαφέρουσες γυναικείες προσωπικότητες
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Η Κυρία Σλόαν» («Miss Sloane», ΗΠΑ, 2016)
Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η Τζέσικα Τσαστέιν είναι το Α και το Ω στην «Κυρία Σλόαν» («Miss Sloane», ΗΠΑ, 2016) του Τζον Μάντεν, δημιουργού του «Ερωτευμένου Σαίξπηρ». Μάλιστα είναι εντυπωσιακό που η αμερικανίδα ηθοποιός, μία από τις καλύτερες της γενιάς της, δεν ήταν εφέτος υποψήφια για το Οσκαρ (ήταν όμως για τη Χρυσή Σφαίρα γυναικείας ερμηνείας σε δραματική ταινία). Η Τσαστέιν υποδύεται την ηρωίδα του τίτλου, μια δυναμική, ευφυή, σούπερ επιτυχημένη αλλά και σούπερ bitch εργαζόμενη στα υψηλά κλιμάκια των πολιτικών λόμπι της Ουάσιγκτον, η οποία ζει για τη δουλειά της και είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για αυτήν. Ωστόσο, η κυρία Σλόαν θα αρχίσει να βλέπει τον κόσμο με διαφορετικό μάτι όταν έρχεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας της: αρνείται να αναλάβει έναν πελάτη που θέλει να προωθήσει το lobbying των όπλων. Αλλάζει γραφείο, ο πόλεμος αρχίζει και για 132′ λεπτά δεν λέει να τελειώσει με τον θεατή πιασμένο γερά στη φάκα του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου του, Τζόναθαν Περέρα, που μάλιστα εδώ κάνει το ντεμπούτο του! Η καλύτερη ταινία του Μάντεν ξεχωρίζει για τους στακάτους διαλόγους της, τις εσωτερικές εντάσεις, ένα εξαίρετο καστ β’ ρόλων (Τζον Λίθγκοου, Μαρκ Στρονγκ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Σαμ Γουότερστον) και φυσικά την καρδιά της, μια καρδιά που χτυπά ασταμάτητα και λέγεται Τζέσικα Τσαστέιν. Η ταινία θυμίζει πολιτικό Χόλιγουντ στις πολύ καλές στιγμές του, αν και θα μπορούσε να είναι λίγο πιο σφιχτή και μικρότερη σε διάρκεια. Βαθμολογία: 3
«Ηρεμο πάθος» («A quite passion», Αγγλία, 2016)
Από έναν ευαίσθητο και τόσο «εσωτερικό» σκηνοθέτη όπως ο Τέρενς Ντέιβις («Το βαθύ μπλε του έρωτα». «Ενα τραγούδι για το ηλιοβασίλεμα») δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε μια συμβατική, ακαδημαϊκή βιογραφία για την παραγνωρισμένη όσο ζούσε ποιήτρια Εμιλι Ντίκινσον (1830 – 1886). Και πράγματι το «Ηρεμο πάθος» («A quite passion», Αγγλία, 2016) ελάχιστη σχέση έχει με τη συμβατικότητα. Ο Ντέιβις προσπαθεί να εισχωρήσει βαθιά στο μυαλό της συγγραφέως, να δώσει τη δική του ερμηνεία για το μυστηριώδες αυτό πρόσωπο, έτσι όπως περίπου είχε κάνει ο Στίβεν Ντάλντρεϊ στις «Ωρες» όπου κεντρικό πρόσωπο ήταν η Βιρτζίνια Γουλφ. Γεμάτη από πανέμορφα πλάνα-πίνακες που σε κάνουν να αισθάνεσαι όμορφα παρακολουθώντας την ταινία, ο σκηνοθέτης πλάθει το πορτρέτο μιας παθιασμένης φεμινίστριας, ενός πνεύματος αντιλογίας με άποψη για τα πάντα, μιας γυναίκας που δεν έπαψε ποτέ να υπερασπίζεται την ψυχή της που «είναι δική μου!» και όχι «του Θεού» (όπως της έλεγε ο πατέρας της). Η Ντίκινσον που βλέπουμε στην ταινία βέβαια και που υποδύεται άψογα η Σίνθια Νίξον (πολύ μακριά από το «Sex and the city») είναι επίσης ένα πλάσμα θύμα των εμμονών του: μια γυναίκα παθιασμένα (αν όχι αρρωστημένα) «κολλημένη» με την οικογένεια και το σπίτι της, καταθλιπτική για το γεγονός ότι η φύση δεν την είχε προικίσει με εξωτερικά χαρίσματα («Ω ελεεινό πλάσμα, δεν θα πετύχεις τίποτα!» φωνάζει υστερικά στον εαυτό της) και με σαράκι μεγάλο την αναγνώριση που δεν έζησε ποτέ (και που την ίδια ώρα δεν επιδίωξε ποτέ). Μια παράξενη προσωπικότητα σκιαγραφείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Βαθμολογία: 3
«Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» («Ma loute», Γαλλία, 2016)
Η «Οικογένεια Βαν Πέτεγκεμ» («Ma loute», Γαλλία, 2016) του Μπρουνό Ντιμόν είναι μια ιδιόρρυθμη «παρέλαση» από συμπαθητικές (ή όχι) καρικατούρες που μπορούν να σε παρασύρουν στον παράξενο κόσμο τους (όπως συνέβη με εμένα), ή να μη σε παρασύρουν. Σκηνοθέτης ακραίος, προκλητικός και πολύ σκληρός, ο Ντιμόν («29 φοίνικες», «Φλάνδρα») θέλησε να κάνει μια σκληρή σάτιρα πάνω στη διαφορά των τάξεων περασμένων εποχών (Καλέ, 1910) παρουσιάζοντας τη μεγαλοαστική τάξη ως κλόουν και τους προλετάριους κανίβαλους. Στην ταινία το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας έχουν οι πλούσιοι, με τον Φαμπρίς Λουκινί στον ρόλο του «ξεβιδωμένου» καμπούρη και ψευδού πάτερ φαμίλια και η Ζιλιέτ Μπινός σε εκείνον την φαντασμένης γυναίκας του που διαρκώς τσιρίζει και χασκογελά. Προσωπικά βρήκα διασκεδαστικό τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης χειρίζεται τις καταστάσεις σχολιάζοντας ενδεχομένως και την επικαιρότητα. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο ότι η ταινία μπορεί να ενοχλήσει με την αυθαιρεσία της. Αν κάτι σίγουρα θα αγαπήσουν όλοι είναι το ντουέτο των αστυνομικών, μια υπόκλιση του σκηνοθέτη στον Χοντρό και τον Λιγνό που την ίδια εποχή της δραματουργίας της ταινίας, μεσουρανούσαν. Βαθμολογία: 2 ½
«100 μέτρα» («100 metros», Ισπανία, 2016)
Μια ταινία που αφορά την αληθινή ιστορία ενός ανθρώπου που από τη μια μέρα στην άλλη βρέθηκε να πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, μια από τις χειρότερες εκφυλιστικές ασθένειες, δεν είναι βέβαια το πιο ευχάριστο θέμα του κόσμου. Μπορεί ωστόσο μια ταινία που ασχολείται μαζί του να γίνει σημαιοφόρος της ελπίδας και αυτό τελικά καταφέρνουν τα «100 μέτρα» («100 metros», Ισπανία, 2016) του Μαρσέλ Μπαρένα που εστιάζουν στην προσπάθεια του πάσχοντα (Ντάνι Ροβίρα) να δώσει τη μάχη και να νικήσει. Το αρχικό μαρτύριο του ήρωα (και του θεατή) δίνει τη θέση του στην κλιμακωτή ανύψωση καθώς, όπως λέει και ο προπονητής-πεθερός του (Κάρα Ελεχάλντε), «η παραίτηση δεν είναι επιλογή». Και ναι, σε ορισμένα θέματα, δεν πρέπει να είναι. Βαθμολογία: 2
«Η Βασίλισσα της Ισπανίας» («La reina de Espana», Ισπανία, 2016)
Ποτέ δεν θα περίμενα ότι μια ταινία που γίνεται από μόνη της αναφορά στον ίδιο τον κινηματογράφο θα με έκανε να πλήξω τόσο πολύ, όπως ακριβώς μου συνέβη με τη «Βασίλισσα της Ισπανίας» («La reina de Espana», Ισπανία, 2016) του Φερνάντο Τρουέμπα. Αναμειγνύοντας πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα, ο ισπανός σκηνοθέτης «επιστρέφει» στο παρελθόν και μιλά για τη δημιουργία μιας ταινίας «εποχής» στην Ισπανία με αμερικανό σκηνοθέτη (υποτίθεται ότι είναι ο Τζον Φορντ) και ισπανίδα πρωταγωνίστρια, τη βραβευμένη με Οσκαρ (τάχα μου δήθεν) Μακαρένα Γρανάδα (Πενέλοπε Κρους). Οπως όλες οι ταινίες, έτσι και αυτή θα είναι γεμάτη ειδύλλια, τρικλοποδιές και πισώπλατα μαχαιρώματα, με μια λέξη περιπέτεια. Με τη μόνη διαφορά όμως ότι τα όσα συμβαίνουν εδώ παρουσιάζονται τόσο πλαδαρά και αδιάφορα που δεν αφορούν, κυριολεκτικά, κανέναν. Βαθμολογία: 1
Επίσης στις αίθουσες
«Baywatch» (ΗΠΑ, 2017) του Σεθ Γκόρντον. Κινηματογραφική μεταφορά της ομότιτλης τηλεοπτικής σειράς με τους Ντουέιν Τζόνσον, Ζακ Εφρον, Αλεσάντρα Νταντάριο, Κέλι Ρόρμπαχ και Πριγιάνκα Τσόπρα. Βαθμολογία: –
«Για όνομα του θεού» («Mes tresors», Γαλλία, 2017) του Πασκάλ Μπουρβτιό με τον Ζαν Ρενό στον ρόλο ενός διεθνούς απατεώνα που αποφασίζει να βρεθεί για πρώτη φορά με τις κόρες του (Καμίλ Σαμού, Ριμ Κερισί) οι οποίες δεν γνωρίζουν ούτε τον ίδιο αλλά ούτε η μία την άλλη. Βαθμολογία: –
Eπανέκδοση
«Δαιμονισμένος άγγελος», («Angel heart», 1987)
Ο Αλαν Πάρκερ σκηνοθέτησε ένα ατμοσφαιρικότατο νεονουάρ μεταφυσικών διαθέσεων με τον Μίκι Ρουρκ (στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του) ιδιωτικό ντετέκτιβ που μετρά πτώματα στη Νέα Υόρκη και τη Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του 1950, μπλεγμένος σε μια εξαιρετικά παράξενη (και μπερδεμένη) υπόθεση. Η παράσταση όμως ανήκει σχεδόν ολοκληρωτικά στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που δίνει σατανική νοστιμιά στον εκκεντρικό ήρωά του, τον άνθρωπο ο οποίος προσέλαβε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ.Βαθμολογία: 4
Bαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στο http://www.tovima.gr/
Σχετικά