Σκέψεις και εικόνες από τη διασημότερη ελληνική πλατεία της Αθήνας, το 1980
του Φώντα Τρούσα-Φωτογραφίες Ανδρέας Μπέλιας
Ήταν Οκτώβριος του 1980 όταν κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οδυσσέας το βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου (1927-1985) «Ομόνοια 1980», με τις ωραίες ασπρόμαυρες φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια.
Ήταν κάπως της μόδας εκείνη την εποχή τα βιβλία με φωτογραφίες, που δεν λειτουργούσαν, όμως, ούτε ως φωτογραφικά λευκώματα, αλλά ούτε και ως «σκέτη» λογοτεχνία. Θυμάμαι π.χ. τις «Τελετές Μοτοσυκλέτας» (1981) του Γιώργου Χρονά, με τις έξοχες φωτογραφίες του Γιώργου Τουρκοβασίλη ξανά από τον Οδυσσέα, το «Εμπρός στον Έτσι που Χάραξε ο Τέτοιος» (1981) του Γιάννη Δημαρά, με φωτογραφίες του ίδιου, στον Κάκτο και άλλα διάφορα.
Κείμενο και φωτογραφία σε όλες αυτές τις περιπτώσεις πήγαιναν μαζί, δρώντας συμπληρωματικά ως προς τον αναγνώστη – κάπως σαν ένα είδος κοινωνικού ρεπορτάζ που απαιτούσε και την εικόνα, ώστε να μην μοιάζει απλώς μα και να είναι ολοκληρωμένο. Φυσικά, όταν από την μια μεριά υπήρχε η πένα ενός Γιώργου Ιωάννου το πράγμα ξέφευγε από μια τυπική «συνομιλία» γραπτού λόγου και εικόνας και μετατρεπόταν σε συναρπαστική λογοτεχνία (έστω και εικονογραφημένη).
Εδώ, θα μεταφέρουμε μερικά αποσπάσματα των κειμένων τού Ιωάννου για την Ομόνοια και τους ανθρώπους της (από το 1980), μαζί βεβαίως με κάποιες φωτογραφίες του Μπέλια.
«Κουβεντιάζοντας για την Ομόνοια τίθεται συνήθως το θέμα των ορίων της, μια και το όνομά της δεν σημαίνει μόνο την πλατεία αλλά όλη την εφαπτόμενη γύρω της περιοχή, που ζώνει με δυο και τρία ζωνάρια τον περιώνυμο χώρο.(…) Τι τα θέλεις όμως; Ομόνοια είναι κυρίως η πλατεία, όλα τα άλλα υπάρχουν μονάχα χάρη σ’ αυτήν, όχι μονάχα στ’ όνομά της αλλά και στην έλξη της».
«Ο θάνατος της Ομόνοιας θα σημάνει από τη στιγμή που θα κλείσουν και τα υπόλοιπα καφενεία, ιδίως τα ισόγεια. Γιατί αυτό, το ισόγειο, είναι το καλό καφενείο, που επιτελεί τη λειτουργία του ως στέκι. Κιόλας τα μαγαζιά αυτά έχουν υποστεί στις μέρες μας ένα πλήγμα – δεν διανυκτερεύει κανένα τους. Η διοίκηση, που για ιδανικό της πάντοτε, κάτω από όλα τα καθεστώτα, έχει το “ησυχία, τάξις και ασφάλεια”, ενώ στην πραγματικότητα μόνο για τη δική της ησυχία τη νοιάζει, έκλεισε τα καφενεία τα διανυκτερεύοντα και τώρα για ένα τρίωρο περίπου, από τις 2 τη νύχτα ως τις 5 τα ξημερώματα, επικρατεί στα πεζοδρόμιά της, ανάμεσα στις τάξεις των αστέγων της, θλίψις και κατήφεια και έλεγχοι και εξακριβώσεις και κυνηγητό μερικές φορές».
«Στην Ομόνοια συχνάζουν υποψιασμένα κορμιά. Αυτά που είτε με το μυαλό είτε με τα κύτταρα έχουν συλλάβει κάτι από το πραγματικό μυστήριο και μαρτύριο. Και δεν πολυλογαριάζουν. Έχουν χίλιες εκφράσεις για να το πούνε αυτό και χίλιες χειρονομίες για να το εξεικονίσουν. Είναι πολλές οι ποικιλίες των ανθρώπων εκεί και ξέρω πώς τους ονομάζουν, πώς τους κοιτάζουν, πώς τους συμπεριφέρονται, πώς τους φακελώνουν και πώς τους κυνηγούν. Ακόμα, ξέρω, πώς φαγώνονται και μεταξύ τους, πώς αλληλοεκβιάζονται, πώς αλληλοκαρφώνονται και πώς αλληλοαποκαλούνται. Δεν θα κάτσω να ασχοληθώ μ’ αυτές τις γνωστές ή αυτονόητες, και οπωσδήποτε κολαστικές λεπτομέρειες, ούτε θα περιγράψω τα όσα συχνοβλέπω ο ίδιος, καθώς είμαι κι εγώ ένας θαμώνας και εραστής της Ομόνοιας, όχι ταχτικός της ακόμα».
«Τραβεστί, πάντως, δεν συχνάζουν συστηματικά στην Ομόνοια, δεν τους σηκώνει η περιοχή, όχι μονάχα για αισθητικούς αλλά και για οικονομικούς λόγους. Τα πραγματικά αφεντικά της Ομόνοιας είναι οι προστάτες των μπαρ, και των καμπαρέ – αυτοί εξαπλώνουν το πνεύμα τους. Οι τραβεστί αποτελούν επικίνδυνο πια επαγγελματικό συναγωνισμό, ενώ οι ομοφυλόφιλοι όχι. Άλλωστε τα περισσότερα λεφτά που προσφέρουν οι ομοφυλόφιλοι στα κέντρα τους, στα καφενεία τους και στα μπαρ τους, περιέρχονται. Τι να τους κάνουν οι προστάτες τους απένταρους νεαρούς; Αλλά και οι τραβεστί τι να τους κάνουν..
Νιώθω απέραντη συμπάθεια για όλους αυτούς –για όλους, λέγω, αυτούς– καθώς τους βλέπω σταματημένους παράμερα στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε ή ριζωμένους στη μέση στο πεζοδρόμιο να κοιτάνε και να συζητάνε ή στα τραπέζια μέσα καμαρωτοί και αγαλμάτινοι να κοιτάνε προς την τσαχπίνα, βρώμικη, σπαρταριστή ομορφιά, που συζητάει με την παρέα της στο βάθος δήθεν αμέριμνη για άρρητα αθέμιτα».
«Στην Ομόνοια καπνίζεται πολύ τσιγάρο κι ακόμα λένε για ναρκωτικά – ότι εδώ διακινούνται τέτοια πράγματα και, φυσικά, κινούνται άτομα του είδους αυτού. Δεν εμπίπτει στο δικό μου μάτι ο τομέας του πάθους αυτού, λέγω ό,τι ακούω. Δεν αμφιβάλλω όμως ότι αυτό θα συμβαίνει σε μεγάλη έκταση. Και ίσως μερικά αντιπαθή πλάσματα, που κινούνται εκειπέρα, με αυτή την εμπορία να καταγίνονται.
Τα ναρκωτικά είναι εχθρός του έρωτα και τα απεχθάνονται οι συνειδητοί ερωτικοί όλοι. Πολλά από τα θεόρατα αυτά παλικάρια, που υποβάλλουν με τη θωριά τους και την ιδέα των οργίων ακόμη, δεν έχουν πια ορμές, τους έχουν κάψει σύρριζα τα ναρκωτικά, είναι σαν ανίκανα. Και γι’ αυτό αρκετά επικίνδυνα σε κείνον που γίνεται ξαφνικά αφορμή να διαπιστώσουν και πάλι την αδυναμία τους».
[…]
«Για το τεράστιο καφενείο ‘Νέον’, που έχει απεικονίσει απαράμιλλα ο Τσαρούχης, τα λεγόμενά μου ισχύουν, νομίζω, πάρα πολύ. Το μαγαζί αυτό χρησιμοποιείται πολύ από τους επαρχιώτες κάποιας ηλικίας ιδίως, για τις συναντήσεις τους. Έχει, βέβαια, και τους μόνιμους θαμώνες του στο βάθος, που πηγαίνουν εκεί για την ατμόσφαιρα. Και ας μη θαρρούν οι καλλιεργημένοι και οι ευαίσθητοι πως μονάχα αυτοί καταλαβαίνουν από ατμόσφαιρα. Οι απλοί άνθρωποι την ατμόσφαιρα που γουστάρουν την επιδιώκουν μετά μανίας, γι’ αυτό άλλωστε τα γραφικά στέκια τους γίνονται κάθε τόσο της μόδας, ώσπου καταστρέφονται».
[…]
«Πάντως οι περιπολίες της αστυνομίας –της φανερής εννοώ– είναι πολύ πυκνότερες στην Ομόνοια. Οι αστυφύλακες πάνε δυο-δυο και είναι εξοπλισμένοι, εκτός από περίστροφα και γκλοπάκια, και με μικρό ασύρματο. Εκείνο που θέλω να παρατηρήσω είναι άλλο – η ήπια, καχεκτική σχεδόν, εμφάνιση των αστυφυλάκων αυτών. Δεν βάζουν θηριώδεις και προκλητικούς παλαιστές να περιπολούν. Βάζουν αυτά τα χλωμά αδύνατα παιδάκια, που φαίνεται πως είναι ο νέος τύπος αστυφύλακα και χωροφύλακα της εποχής της δημοκρατίας. Δεν προκαλούν και δεν ανακαλούν βασανισμούς και ξυλοδαρμούς με την εμφάνισή τους. Ωστόσο, άμα συμβεί τίποτε, τα βλέπεις να τρέχουν σφυρίζοντας σαν ζαγάρια. Κάτι είναι κι αυτή η συναίσθηση, αν είναι αληθινή και όχι της φαντασίας μου».
«Έχω μεγάλη αδυναμία στα τσιμεντένια πεζούλια που περιτειχίζουν τις καταπακτές του υπογείου. Το βράδυ περνώ με τρόπο και κοιτάω όλους αυτούς που κάθονται ήσυχα εκεί. Μου φαίνεται πως είναι οι ταπεινότεροι και, ας πω, οι αθωότεροι από τους θαμώνες της πλατείας. Είναι αυτοί που περιμένουν κάποιον δικό τους και συγχρόνως χαζεύουν, χωρίς να περιμένουν τίποτα, και οι άλλοι που είναι στεναχωρημένοι, απελπισμένοι ίσως, και κάθονται εκεί στο μισοσκόταδο για να λησμονήσουν.
Πρέπει ίσως να προσθέσουμε και τους άψιλους, που δεν έχουν ή δεν τους περισσεύουν χρήματα, για να τα πετάξουν πίνοντας “νεσκαφέ φραπέ” και κολοκύθια με τη ρίγανη, που έμαθε τώρα να παραγγέλνει ο κάθε νεαρός. Κάθονται σιωπηλοί και κοιτάνε τα νερά που ανεβοκατεβαίνουν, και τ’ αυτοκίνητα και τους περαστικούς.
Ανάμεσά τους βρίσκονται ολοένα και περισσότεροι Άραβες, μοναδικοί στο χάζι. Όλοι τους αυτοί αποφεύγουν επιμελώς τα ύποπτα σημεία της πλατείας και αυτό από το φόβο τού κουτσομπολιού των δικών τους. Είναι φλύαρος και επαρχιακής νοοτροπίας κόσμος – τους γνωρίζω. Συχνά πάω κοντά τους, για ν’ ακούσω τη γλώσσα τους. Μου αρέσει η αράπικη γλώσσα, ρουφάω τους ήχους της με ευχαρίστηση. Μου αρέσει και η αράπικη μυρωδιά του κορμιού και των ρούχων. Δυο χρονάκια στη Βεγγάζη τους συνήθισα. Και τώρα, αυτός είναι ακόμη ένας λόγος για να κάθομαι με ευχαρίστηση στα πεζούλια. Μου πέφτουν όμως λιγάκι υψηλά σε ορισμένα τους σημεία και τα ποδάρια μου αιωρούνται, όταν κάθομαι. Είμαι μάλλον κοντός, 1,70 στο ύψος, αλλά στο πάχος πολύ παραπάνω από τον δείκτη υγείας, ιδίως τον αμερικάνικο.»..
Αποσπασματα από δημοσίευμα στη www.lifo.gr