Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) στην προσπάθειά της να αυξήσει τις εισπράξεις ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο έχει εξαπολύσει τους τελευταίους μήνες μπαράζ κατασχέσεων σε μισθούς, συντάξεις, ενοίκια, επιδόματα, εισοδηματικές παροχές, καταθέσεις και περιουσιακά στοιχεία ακόμη και μικροοφειλετών.
του Γιώργου Παλαιτσάκη
Οι τράπεζες λαμβάνουν καθημερινά πάνω από 1.000 ηλεκτρονικά κατασχετήρια για να δεσμεύσουν και να αποδώσουν στις Δ.Ο.Υ. και τα Ελεγκτικά Κέντρα τα ποσά που κατατίθενται στους τραπεζικούς λογαριασμούς των οφειλετών του Δημοσίου οι οποίοι δεν έχουν τακτοποιήσει τα χρέη τους. Ταυτόχρονα, όσοι πολίτες χρωστούν στο Δημόσιο μεγάλα ποσά ληξιπρόθεσμων οφειλών βρίσκονται αντιμέτωποι με κατασχέσεις ακινήτων περιουσιακών τους στοιχείων.
Η εντατικοποίηση των κατασχέσεων στην οποία έχουν επιδοθεί το τελευταίο διάστημα οι υπηρεσίες Α.Α.Δ.Ε. έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία σε χιλιάδες φορολογούμενους, οι οποίοι εξαιτίας της άδικης και αντιαναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής, που εφαρμόζεται στο πλαίσιο των Μνημονίων, έχουν ήδη υποστεί σημαντική συρρίκνωση στα εισοδήματά τους και έχουν εξαντληθεί οικονομικά, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να ανταποκριθούν με συνέπεια στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Το ζητούμενο για όλους αυτούς τους οφειλέτες είναι η με κάθε νόμιμο μέσο αποτροπή των κατασχέσεων στα εισοδήματα και τις περιουσίες τους.
Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων:
* Δεν επιτρέπεται να επιβάλλεται κατάσχεση επί ακινήτου που ανήκει σε οφειλέτη που έχει βασική ληξιπρόθεσμη οφειλή συνολικού ποσού μέχρι 500 ευρώ. Σε κάθε τέτοια περίπτωση επιτρέπεται να επιβληθεί μόνο το μέτρο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτων, δηλαδή της κατάσχεσης σε καταθέσεις ή εισοδήματα του οφειλέτη.
* Δεν επιτρέπεται κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το συνολικό ποσό αυτών μηνιαίως, αφαιρουμένων των υποχρεωτικών εισφορών είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ½ του υπερβάλλοντος ποσού των 1.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ, καθώς και επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των 1.500 ευρώ.
* Καταθέσεις σε ένα και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των 1.250 ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης στο πληροφοριακό σύστημα της Φορολογικής Διοίκησης, με την οποία γνωστοποιείται από το φυσικό πρόσωπο ένας μοναδικός λογαριασμός. Στην περίπτωση που υπάρχει λογαριασμός περιοδικής πίστωσης μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων πρέπει να γνωστοποιείται αποκλειστικά και μόνο ο λογαριασμός αυτός.
Περαιτέρω, οι ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων προβλέπουν ότι οι κατασχέσεις που επιβάλλουν οι φορολογικές αρχές για να αυξήσουν τις εισπράξεις ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο μπορούν να αντιμετωπιστούν από τους οφειλέτες και να αποτραπούν ή να περιοριστούν με 5 εναλλακτικούς τρόπους που είναι οι εξής:
1) Η τμηματική αποπληρωμή του ληξιπρόθεσμου χρέους ανά μη τακτά διαστήματα με την καταβολή ποσών “έναντι”, ιδίως αν το ποσό του χρέους υπερβαίνει κατά πολύ τα 500 ευρώ. Η λύση αυτή πρέπει να επιλέγεται εφόσον είναι αδύνατη η υπαγωγή του χρέους σε “πάγια ρύθμιση” και με πρωταρχικό στόχο το συνολικό ποσό της οφειλής να περιοριστεί κάτω από τα 500 ευρώ που είναι το όριο πάνω από το οποίο επιτρέπεται η επιβολή του μέτρου της κατάσχεσης ακινήτου! Κάθε οφειλέτης που έχει ένα μη ρυθμισμένο ληξιπρόθεσμο χρέος μπορεί όποτε θέλει να πληρώνει οποιουδήποτε ύψους ποσό “έναντι” του συνολικού αυτού χρέους σε οποιοδήποτε υποκατάστημα Τράπεζας ή των ΕΛ.ΤΑ., χρησιμοποιώντας την Ταυτότητα Οφειλής, δηλαδή τον κωδικό πληρωμής, που συνοδεύει το χρέος του. Με την μέθοδο της καταβολής ποσών “έναντι” επιτυγχάνεται η σταδιακή μείωση του υπολοίπου της οφειλής. Μπορεί δε με τον τρόπο αυτό μια οφειλή της τάξεως των 1.000 ή των 2.000 ευρώ να μειωθεί σταδιακά κάτω από τα 500 ευρώ και ο οφειλέτης να πάψει να τουλάχιστον να είναι εκτεθειμένος στον κίνδυνο κατάσχεσης κάποιου ακινήτου που κατέχει.
2) Η υποβολή αίτησης προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για μείωση του ποσού που υπόκειται σε κατάσχεση. Ο οφειλέτης εναντίον του οποίου έχει επιβληθεί το μέτρο της κατάσχεσης ποσοστού επί του τμήματος του μηνιαίου μισθού του άνω των 1.000 ευρώ έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. στην οποία υπάγεται, υποβάλλοντας σχετική αίτηση, τη μείωση του ποσοστού του μισθού του που παρακρατείται και κατάσχεση έναντι χρεών του προς το Δημόσιο, εφόσον αποδείξει ότι υπάρχουν σοβαροί οικονομικοί λόγοι που υπαγορεύουν τη μείωση αυτή.
3) Η πώληση ακινήτου περιουσιακού στοιχείου και η απόδοση μέρους ή ολοκλήρου του εισπραττόμενου τιμήματος για την αποπληρωμή της οφειλής. Σε περίπτωση ύπαρξης μεγάλου ληξιπρόθεσμου χρέους ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να πωλήσει ακίνητο περιουσιακό στοιχείο το οποίο κατέχει με την προϋπόθεση της παρακράτησης μέρους ή ολοκλήρου του τιμήματος που θα εισπραχθεί προκειμένου να αποδοθεί στο Δημόσιο για την ολοσχερή ή μερική αποπληρωμή του χρέους. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης επιλέγει ο ίδιος ποιο ακίνητο περιουσιακό στοιχείο του θα πωλήσει. Δηλαδή, με την απόφασή του αυτή δεν επιτρέπει να φθάσει η υπόθεσή του στην κατάσχεση όπου οι φορολογικές αρχές επιλέγουν εκείνες για κατάσχεση και πλειστηριασμό συνήθως το καλύτερο ακίνητο, το οποίο μπορεί να είναι ακόμη και η πρώτη κατοικία του χρεοφειλέτη!
4) Η υπαγωγή των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο σε ρύθμιση τμηματικής καταβολής. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις φορολογικές αρχές μπορούν να ρυθμιστούν έως και 12 μηνιαίες δόσεις ή εάν προέρχονται από έκτακτη φορολογία έως και σε 24 μηνιαίες δόσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 4152/2013 περί “πάγιας ρύθμισης”.
Η υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή προϋποθέτει την υποβολή υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 στην οποία ο αιτών τη ρύθμιση οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει αναλυτικά στοιχεία για την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση από τα οποία θα πρέπει να προκύπτει αφενός η αδυναμία του να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του αφετέρου η δυνατότητά του να διαθέτει από το μηνιαίο εισόδημά του ένα ποσό για την αποπληρωμή της κάθε μηνιαίας δόσης της ρύθμισης.
Η υπαγωγή στην «πάγια ρύθμιση» του ν. 4152/2013 και η υποβολή τόσο της αίτησης όσο και της απαιτούμενης υπεύθυνης δήλωσης μπορεί να γίνει ηλεκτρονικά, μέσω ειδικής εφαρμογής του συστήματος ΤΑΧΙSnet, που είναι διαθέσιμη μέσω της ιστοσελίδας της Α.Α.Δ.Ε., στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.aade.gr. Κατά την ηλεκτρονική υποβολή της αίτησης ο οφειλέτης υποχρεούται να συμπληρώνει τα σχετικά πεδία που εμφανίζονται στην οθόνη της αίτησης.
Σε κάθε περίπτωση, ο φορολογούμενος που θα υπαχθεί στη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γνωρίζει ότι:
α) Το συνολικό ποσό των οφειλών που θα ρυθμίσει επιβαρύνεται με ετήσιο ποσοστό τόκων 5%.
β) Σε περίπτωση που, μετά την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση, δημιουργηθούν νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές, μπορεί να τις υπαγάγει κι αυτές σε “πάγια ρύθμιση” (άπαξ) με τους ίδιους όρους.
γ) Προϋπόθεση για την ένταξη στη ρύθμιση είναι ο οφειλέτης να έχει υποβάλει τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος της τελευταίας πενταετίας καθώς και τυχόν περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις ΦΠΑ για τις οποίες ήταν υπόχρεος την τελευταία πενταετία.
δ) Για να είναι έγκυρη η ρύθμιση και να μην ακυρωθεί, ο φορολογούμενος θα πρέπει να εξοφλήσει είτε μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) είτε στο ΑΤΜ υποκαταστήματος της τράπεζάς του είτε σε υποκατάστημα οποιασδήποτε τράπεζας την 1η δόση της ρύθμισης μέσα σε χρονικό διάστημα τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης. Η εξόφληση της 1ης δόσης είναι εφικτή είτε με την πληκτρολόγηση – σε περίπτωση πληρωμής μέσω e-banking ή μέσω ΑΤΜ – είτε με την προσκόμιση – σε περίπτωση προσέλευσης στο ταμείο τραπεζικού υποκαταστήματος – της λεγόμενης Ταυτότητας Ρυθμιζόμενης Οφειλής (Τ.Ρ.Ο.), δηλαδή του ειδικού τριμερούς πολυψήφιου κωδικού αριθμού που συνοδεύει την ρυθμιζόμενη οφειλή.
5) Η ασφάλιση των τακτικά καταβαλλόμενων μέσω τραπεζικών λογαριασμών μισθών, συντάξεων και λοιπών ασφαλιστικών επιδομάτων και παροχών μέσω της δήλωσης του βασικού τραπεζικού λογαριασμού του οφειλέτη ως “ακατάσχετου”. Για κάθε οφειλέτη του Δημοσίου ισχύει ακατάσχετο όριο 1.250 ευρώ όσον αφορά στα ποσά των καταθέσεών του σε έναν λογαριασμό που έχει ανοίξει σε ένα μόνο τραπεζικό ίδρυμα. Ωστόσο, για να ισχύσει το ακατάσχετο αυτό όριο, ο οφειλέτης θα πρέπει να γνωστοποιήσει στην Α.Α.Δ.Ε. τον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό του, υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική δήλωση στο σύστημα ΤAXISNET. Εφόσον ο οφειλέτης έχει τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο πιστώνονται κάθε μήνα ποσά μισθών ή συντάξεων ή άλλων ασφαλιστικών βοηθημάτων οφείλει να γνωστοποιήσει αυτό το λογαριασμό στην Α.Α.Δ.Ε., ώστε να μην κατάσχονται από αυτόν υπόλοιπα χαμηλότερα των 1.250 ευρώ.