Παίζοντας μια γυναίκα σε διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό τηςκαι με όλον τον κόσμο, η Μαριόν Κοτιγιάρ πετυχαίνει μια εξαιρετικήερμηνεία στην ταινία «Ολα όσα αγαπήσαμε» που βουτά με όρεξηστον κόσμο μιας τραυματισμένης ψυχής
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Ολα όσα αγαπήσαμε (Mal de pierres, Γαλλία, 2016), ψυχολογικό δράμα σε σκηνοθεσία Νικόλ Γκαρσιά
Οταν συναντάμε για πρώτη φορά την Γκαμπριέλ (Μαριόν Κοτιγιάρ), την κεντρική ηρωίδα της τελευταίας ταινίας της Νικόλ Γκαρσιά, βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1970. Για κάποιον λόγο η Γκαμπριέλ και ο άνδρας της συνοδεύουν τον γιο τους στη Λυών, εκεί όπου τυχαία το μάτι της πρώτης θα πέσει στην ταμπέλα μιας οδού που φαίνεται ότι της λέει πολλά. Βγαίνει από το αμάξι και η ταινία μεταφέρεται στο παρελθόν για να αφηγηθεί την ιστορία της που μπορεί μεν να μην είναι ευχάριστη, είναι όμως συναρπαστική και γεμάτη χυμούς συναισθημάτων που φέρνουν δάκρυα στα μάτια.
Η ζωή της Γκαμπριέλ διακρίνεται από επώδυνες σεξουαλικές ανησυχίες, αψυχολόγητες κινήσεις που την εκθέτουν, πίκρα, αποδοκιμασία, ρεζίλι. Και είναι αυτή ακριβώς η ανεξήγητη, απρόβλεπτη συμπεριφορά της που αναγκάζει τον εργολάβο άνδρα της, μετανάστη από την Ισπανία όπου έζησε την κατάρα του εμφυλίου πολέμου (Αλεξ Μπρέντεμουλ), να τη μεταφέρει σε ψυχιατρικό ίδρυμα της Ελβετίας, εκεί όπου θα ερωτευτεί έναν βετεράνο του πολέμου που αργοπεθαίνει (Λουί Γκαρέλ).
Διαβάστε ακόμα
Η Γκαρσιά που δούλεψε μαζί με τον Ζακ Φιεσί την προσαρμογή του σεναρίου του μπεστ σέλερ της Ιταλίδας Μιλένα Ανγκους ελέγχει απολύτως το θέμα της και με περίτεχνο τρόπο κατορθώνει να μας ξεγελάσει κατά τη διάρκεια αυτού του ασυνήθιστου ταξιδιού στο εσωτερικό ενός διαταραγμένου εγκεφάλου. Το προτέρημα της ταινίας είναι μια ανατριχιαστικά ακριβής διείσδυση στο μυαλό αυτής της κυκλοθυμικής, καταθλιπτικής γυναίκας, η οποία βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση τόσο με τους άλλους όσο και με τον εαυτό της. Και μπροστά στην κάμερα μια σχεδόν αέρινη Κοτιγιάρ βρίσκεται σε πολύ μεγάλη φόρμα, ενώ αποδίδει με ειλικρίνεια και πειθώ έναν από τους δυσκολότερους ρόλους της κινηματογραφικής καριέρας της. Βαθμολογία: 3
Ξα μου (Ελλάδα, 2016), δραματική κομεντί της Κλειούς Φανουράκη
«Κάνε ό,τι θες». Κάπως έτσι θα μπορούσε να αποδοθεί η φράση «Ξα μου», με την οποία, πολύ έξυπνα, η Κλειώ Φανουράκη βάφτισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της. Πολύ έξυπνα, διότι όλοι αναρωτιούνται τι σημαίνει τελικά το «ξα μου», άρα η ταινία ήδη συζητιέται, μόνο και μόνο από τον τίτλο της! Αξίζει όμως ούτως ή άλλως να συζητηθεί, ίσως επειδή είναι η πιο φωτεινή ταινία για την Ελλάδα της κρίσης που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, μια ταινία που προτιμά να κοιτάζει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο ενώ αφηγείται την ιστορία ενός απολυμένου ξενοδοχειακού διευθυντή (Γιώργος Χωραφάς) που χαράσσει έναν καινούργιο δρόμο στη ζωή του αναζητώντας τον εαυτό του στη φύση της ενδοχώρας της Κρήτης. Ο Τζώνυ, όπως λέγεται ο ήρωας του Χωραφά, πατέρας τριών παιδιών και με μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα (Σοφία Χιλ), δεν πτοείται όταν χάνει τη δουλειά του. Αντιθέτως ανακαλύπτει ότι τις δυνατότητες που ανέκαθεν είχε μέσα του και μούχλιαζαν αναξιοποίητες. Ανακαλύπτει επίσης ότι με μια καλή εκπαίδευση μπορούν να αποδώσουν «καρπούς».
Ο φακός της Φανουράκη «χαϊδεύει» με «αντιφολκλόρ» διάθεση και ειλικρινή αγάπη τη φύση του νησιού (σε σημεία λιγότερο τουριστικά από τα παραλιακά) και ο ερασιτέχνης ηθοποιός Γιώργος Σμπώκος (αγρότης στην πραγματικότητα) «κλέβει» την παράσταση παίζοντας κατά μια έννοια την αλληλεγγύη: τον άνθρωπο που θα δώσει τη χείρα βοηθείας στον Τζώνυ, τον φίλο που θα σταθεί δίπλα του στη δύσκολη στιγμή. Βαθμολογία: 3
Ο γιατρός έχει τρεχάματα (Lasciati Andare, Ιταλία, 2017), αισθηματική κομεντί σε σκηνοθεσία Φραντσέσκο Αμάτο
Ο ιταλός ηθοποιός Τόνι Σερβίλο («Τέλεια ομορφιά») μπορεί από μόνος του να γίνει αφορμή για να δεις μια ταινία του, και η γλυκιά αισθηματική κομεντί «Ο γιατρός έχει τρεχάματα» αποτελεί περίτρανη απόδειξη. Δεν είναι κάτι το σπουδαίο αλλά μπορεί να γίνει άκρως διασκεδαστική χάρη στον πρωταγωνιστή της. Αλλά είναι και ο τρόπος με τον οποίο αυτή διαχειρίζεται το θέμα της. Με ειλικρίνεια κτίζει τη λανθάνουσα ερωτική σχέση ενός φτασμένου εξηντάρη ψυχαναλυτή (Σερβίλο) με την κατά πολλά χρόνια νεότερή του ισπανίδα γυμνάστρια (Βερόνικα Ετσέγκι) που γίνεται η personal trainer του για να τον αναζωογονήσει. Τελικά, με τον τρόπο του, την αναζωογονεί κι εκείνος, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Μπορεί η σχέση τους να μην είναι ακριβώς σαν του Ρίτσαρντ Γκιρ και της Τζούλια Ρόμπερτς στην «Pretty woman», όμως διακρίνεται από ευγένεια και χιούμορ, είτε όταν πάνε μαζί στο θέατρο (με το λαμέ της παντελόνι ξεχωρίζει σαν την μύγα μες στο γάλα) είτε όταν η κόρη της γυμνάστριας βάζει φωτιά στο σπίτι του ενώ εκείνος προσπαθεί να δώσει μια σημαντική διάλεξη μέσω skype κρατώντας παράλληλα καθήκοντα baby sitter. Ενας ανάλαφρος «Πυγμαλίωνας» λοιπόν, ό,τι πρέπει για την εποχή. Βαθμολογία: 3
Η μούμια (The mummy, ΗΠΑ, 2017), περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία Αλεξ Κούρτσμαν
Ακόμη μία παραλλαγή του γνωστού μύθου της «Μούμιας», την οποία συναντάμε αυτή τη φορά στον πόλεμο του Ιράκ: ένας αμερικανός λοχίας (Τομ Κρουζ) έρχεται αντιμέτωπος με την πριγκίπισσα Αμανέτ (Σοφία Μπουέλα), η οποία «ξυπνά» μετά από 5.000 χρόνια ταφής στην έρημο. Μαζί του μια αρχαιολόγος (Αναμπέλ Γουάλις) και το αφεντικό της, ο συνομήλικος του Κρουζ Ράσελ Κρόου που όμως μοιάζει σαν πατέρας του. Η ταινία ξεκινά με αυξημένο χιούμορ (ο ήρωας του Κρουζ είναι αρκετά μπαγαπόντης), διασκεδαστικές σκηνές δράσης (η προσπάθεια του Κρουζ να σωθεί μαζί με τη Γουάλις ενώ πέφτει το αεροπλάνο τους) και αποκρουστικά αστείες σκηνές όπως αυτή με τους αρουραίους (που θυμίζει την αντίστοιχη με τα φίδια στον πρώτο Ιντιάνα Τζόουνς). Σύντομα όμως καταλήγει σε μια κυριολεκτική κόλαση από κλισέ με λογιών-λογιών τέρατα (ακόμα και ζόμπι) να κατακλύζουν την οθόνη προσθέτοντας σκηνές απλώς για να γεμίζει η οθόνη και να περνά η ώρα. Εν ολίγοις μια περιπέτεια χωρίς σταματημό σε αυτό το θεαματικό αλλά κατά βάση άδειο b movie, που σου δίνει την εντύπωση παραμορφωμένου συγγενούς του «Ιντιάνα Τζόουνς», χωρίς τίποτα από τη χάρη του. Βαθμολογία: 1
Μικρά βήματα (Sage femme, Γαλλία, 2017),δραματική σε σκηνοθεσία Μαρτέν Προβόστ
Ενδιαφέρουσα «σύγκρουση» δυναμικών προσωπικοτήτων θηλυκού γένους: δύο γυναίκες με εντελώς αντίθετο χαρακτήρα, η μία εσωστρεφής, σοβαρή, εργασιομανής, η άλλη έξω καρδιά, βουλιμική αλλά και συμφεροντολόγα, είναι οι ηλεκτρισμένοι πόλοι της ταινίας του Μαρτέν Προβόστ που πέρασε απαρατήρητη στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου. Η σχέση των δύο γυναικών κτίζεται με… μικρά βήματα αλλά και μεγάλες εντάσεις όταν η πρώτη που επαγγέλλεται μαία (Κατρίν Φρο) και κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της προσεγγίζεται από τη δεύτερη (Κατρίν Ντενέβ) που υπήρξε κάποτε η τσαούσα ερωμένη του πατέρα της. Η ταινία σε κερδίζει με τη γλυκιά μελαγχολία, τις καλές προθέσεις της αλλά και την εξαίρετη παρουσία των δύο πρωταγωνιστριών, με την Ντενέβ να «κλέβει» την παράσταση παρότι ο ρόλος της είναι μικρότερος σε διάρκεια. Βαθμολογία: 3
ΕΠΙΣΗΣ
Αλλοθι για παντρεμένους.com (Alibi.com, Γαλλία, 2017), κωμωδία του Φιλίπ Λασό
Η ιδέα της κωμωδίας «Αλλοθι για παντρεμένους.com» προέρχεται από την πραγματικότητα. Πριν από μερικά χρόνια ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής της Φιλίπ Λασό ανακάλυψε ότι στη χώρα του τη Γαλλία (και όχι μόνον) υπάρχουν υπηρεσίες που προσφέρουν άλλοθι σε όσους θέλουν να κάνουν την «παράνομη δουλειά» τους με ήσυχο το κεφάλι. Απιστίες και άλλες τέτοιου τύπου αμαρτίες κυρίως. Σίγουρα μια τέτοια ιδέα μπορεί να στρώσει έδαφος για μπόλικα καλαμπούρια και πράγματι η κωμωδία του Λασό έχει κάποιες καλές στιγμές που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις παρεξηγήσεις που προκαλούνται όταν ο κεντρικός ήρωας (Λασό), ιδιοκτήτης της εταιρείας, αντιλαμβάνεται ότι έχει ως πελάτη τον πατέρα της… φίλης του. Οπως το περιμένει όμως, το όλο θέμα κάποια στιγμή εξαντλείται, οπότε αρχίζει η επανάληψη και η σάχλα παίρνει τη θέση της αρχικής έμπνευσης. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι ο Λασό είναι χρυσοχέρης γιατί στην πατρίδα του οι κωμωδίες του κάνουν θραύση («Babysitting», «Ολα θα πάνε στραβά»). Βαθμολογία: 2
Είναι για το καλό σου (Es port u bien», Ισπανία, 2017), κωμωδία σε σκηνοθεσία Κάρλος Θερόν
Τρεις πατεράδες (Χοσέ Κορονάδο, Ρομπέρτο Αλαμο, Χαβιέρ Κάμαρα) σε κατάσταση υστερίας που ανησυχούν αδικαιολόγητα για το μέλλον των θυγατέρων τους, που προσπαθούν με κάθε μέσον να σαμποτάρουν τους υποψήφιους γαμπρούς και που «τρώνε» διαρκώς τα μούτρα τους γελοιοποιούμενοι ποικιλοτρόπως, είναι τα βασικά συστατικά αυτής της ισπανικής επεισοδιακής κωμωδίας που έχει κάνει θραύση στη χώρα παραγωγής της (πάνω από 1.500.000 εισιτήρια στην Ισπανία) αλλά σε γενικές γραμμές προσωπικά με άφησε αδιάφορο. Ενώ υπάρχουν κάποιες χαριτωμένες ιδέες στο σενάριο, δεν αξιοποιούνται με την τσαχπινιά που περιμένεις: π.χ. ένας από τους πατεράδες, δικηγόρος και καπιταλιστής μέχρι το κόκαλο, έχει να κάνει με έναν αναρχικό, ενώ ένας άλλος γαμπρός είναι καλλιτεχνικός φωτογράφος από την Αργεντινή αντιμέτωπος με την μπρουτάλ συμπεριφορά του δικού του, άξεστου «πεθερού». Η ταινία ακολουθεί τη συνταγή του «Ερωτα α λα ισπανικά» του Εμίλιο Μαρτίνεθ Λάθαρο αλλά σου δίνει την εντύπωση ελληνικής κωμωδίας της δεκαετίας του 1960 – άσε που εκείνες ήταν καλύτερες. Βαθμολογία: 2
*Σε παραπάνω από 200 αίθουσες πανελλαδικώς τα «Αυτοκίνητα 3» (Cars 3, ΗΠΑ, 2017), η δεύτερη συνέχεια της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Αυτοκίνητα», μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εταιρίας PIXAR (σε 2D, 3D, μεταγλωττισμένη στα ελληνικά αλλά και με υποτίτλους).
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
Σιντ και Νάνσι (Sid and Nancy, Αγγλία, 1986), δράμα του Αλεξ Κοξ. Η αρρωστημένη σχέση του ναρκομανούς μπασίστα του πανκ συγκροτήματος The Sex Pistols Σιντ Βίσιους (Γκάρι Ολντμαν) με την αμερικανίδα γκρούπι Νάνσι Σπένγκεν (Κλόε Γουέμπ). O βρετανός σκηνοθέτης Αλεξ Κοξ αποτίει φόρο τιμής στον πιο υπερτιμημένο «μουσικό» της ιστορίας του ροκ εντ ρολ με έναν αποκαλυπτικό Γκάρι Ολντμαν εντελώς μέσα στο πετσί του ήρωα. Βαθμολογία: 3
Bαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Σχετικά