Η ιταλική σάτιρα «Τα παράπονα στον δήμαρχο» και οι επανεκδόσεις Κιούμπρικ και Μπουνιουέλ ξεχωρίζουν στους κινηματογράφους
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
«Τα παράπονα στον δήμαρχο» («L’ ora legale», Ιταλία, 2017)
Κάτι παραπάνω από εύστοχη θα χαρακτήριζες τη σάτιρα «Τα παράπονα στον δήμαρχο» («L’ ora legale», Ιταλία, 2017) που σκηνοθέτησαν και έγραψαν οι κωμικοί ηθοποιοί και πρωταγωνιστές της, ο Σάλβο Φικάρα και ο Βαλεντίνο Πικόνε (διάσημο ντουέτο κωμικών στην Ιταλία εδώ και 25 χρόνια αλλά άγνωστο δυστυχώς στην Ελλάδα). Στην ταινία ο Σάλβο, το απόλυτο «λαμόγιο», και ο Βαλεντίνο, ένας έντιμος αλλά κάπως δειλός χαρακτήρας, υποδύονται δύο σερβιτόρους ενός χωριού της Σικελίας που φιλοδοξούν να ανοίξουν ένα κιόσκι σε σημείο που απαγορεύεται. Γενικότερο θέμα της ταινίας όμως η δυσκολία αλλαγής νοοτροπίας των ιδίων ανθρώπων που επιθυμούν την αλλαγή προς το καλύτερο.
Οι Φικάρα – Πικόνε αξιοποιούν ξεκαρδιστικά θαυμάσιες ιδέες ενώ κτίζουν την ιστορία τους σε ένα χωριό της Σικελίας της οποίας ο φιλελεύθερος, προοδευτικός και κυρίως έντιμος νέος δήμαρχος (αντικαταστάτης ενός απατεώνα που θυμίζει τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι) βρίσκει εμπόδια από τους ίδιους τους ψηφοφόρους του, οι οποίοι τελικά δεν αντέχουν την προσαρμογή στη νέα τάξη πραγμάτων. Γιατί ξαφνικά βλέπουν τα πρόστιμα να πέφτουν σύννεφο και τους ως τότε τεμπέληδες τροχονόμους να κάνουν σωστά (αν και με μισή καρδιά) τη δουλειά τους. Για τον καινούργιο δήμαρχο η εντιμότητα δεν είναι απλώς μια όμορφη λέξη, οφείλει να γίνεται και πράξη, όμως η πράξη είναι επώδυνη. Για την ακρίβεια το παρασιτικό αντισύστημα βγάζει νοκ άουτ το ορθό σύστημα που ουδείς ακολουθεί και εκεί η ταινία παρότι πάρα πολύ αστεία αποκτά έναν μελαγχολικό αέρα που «μυρίζει» πραγματικότητα. Βαθμολογία: 2 ½
«Οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» («Tarde para la ira»
Η «Οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» («Tarde para la ira») του Ραούλ Αρεβάλο είναι ένα ψηφιδωτό διάσπαρτων στοιχείων που κάποια στιγμή αρχίζουν να ενώνονται για να καταλήξουν σε ένα σύνολο που βλέπεται με ενδιαφέρον αλλά δεν πείθει ιδιαίτερα. Στη μοιρασμένη σε κεφάλαια ταινία που πραγματεύεται αυτό που λέει ο τίτλος της, εκπλήξεις «φυτρώνουν» μέχρι την τελευταία στιγμή ενώ παρακολουθούμε τις κινήσεις ενός άνδρα (Αντόνιο ντε λα Τόρε) αποφασισμένου να εκδικηθεί τους υπαιτίους για τον θάνατο της γυναίκας του κατά τη διάρκεια της ληστείας σε ένα κοσμηματοπωλείο. Με «βοηθό» ένα μέλος της σπείρας (Λουίς Καγέχο), ο άνδρας αναζητεί τους υπαιτίους έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τραβήξει τη σκανδάλη της καραμπίνας του. Ο Αρεβάλο δημιουργεί ατμόσφαιρα έντασης και χαρακτήρες, όμως η ταινία θέλει να λειτουργήσει σε καθαρά ψυχολογικό επίπεδο – τι πραγματικά συμβαίνει μέσα στο μυαλό αυτού του αμίλητου, βραχύσωμου και αποφασισμένου ανθρώπου; – αδιαφορώντας για όλα τα υπόλοιπα. Για παράδειγμα, ο εκδικητής παραπλανά τη γυναίκα του οδηγού του που τον περιμένει σε κάποιο απόμακρο μέρος της επαρχίας. Οι μέρες περνούν, κανείς δεν εμφανίζεται και εκείνη εξακολουθεί να… περιμένει έναν άνθρωπο που γνωρίζει τόσο λίγο; Δεν νομίζω. Υστερα γίνεται ένας φόνος μέσα σε πολυσύχναστο γυμναστήριο κακόφημης γειτονιάς και κανείς δεν αντιδρά. Οσο οι φόνοι αυξάνονται τόσο αυξάνεται και η απουσία της αστυνομίας. Ολα αυτά λειτουργούν εναντίον του σεναρίου της ταινίας που σίγουρα χρειαζόταν καλύτερη επεξεργασία. Βαθμολογία: 2
«Γυναίκα του ζωολογικού κήπου» («The zookeeper’s wife», ΗΠΑ/ Αγγλία/ Τσεχία, 2017)
Δεν υπάρχει ζωόφιλος που να μη συμπαθήσει τη «Γυναίκα του ζωολογικού κήπου» («The zookeeper’s wife», ΗΠΑ/ Αγγλία/ Τσεχία, 2017), χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι η ταινία της Νεοζηλανδής Νίκι Κάρο («Το σημάδι της φάλαινας») δεν έχει τις ατέλειές της. Παρά την αδιαμφισβήτητη ευαισθησία του θέματος, ο ακαδημαϊσμός της ταινίας είναι το βασικό μείον της ενώ αναφέρεται στην αληθινή ιστορία της προσπάθειας του ζευγαριού που είχε την εποπτεία του ζωολογικού κήπου της Βαρσοβίας (Τζέσικα Τσαστέιν, Γιόζαν Χέλντενμπεργκ) να βοηθήσει στη σωτηρία Εβραίων και ζώων μετά την εισβολή των ναζιστών. Περιγραφική μέχρι το κόκαλο, η ταινία αγγίζει τα όρια της ανίας, ενώ συν τοις άλλοις πάσχει από το αιώνιο πρόβλημα των «κακών αγγλικών» που χρησιμοποιούν οι ηθοποιοί ώστε να δίνουν την εντύπωση ότι μιλούν μια «άλλη» γλώσσα και όχι τη δική τους (ενώ βεβαίως υπάρχουν φωνές πλήθους στα… γερμανικά ή στα πολωνικά). Βαθμολογία: 2
«Πάρτι γυναικών» («Rough night», ΗΠΑ, 2017)
Ακόμα μια τρελο-γυναικοπαρέα εν δράσει στο «Πάρτι γυναικών» («Rough night», ΗΠΑ, 2017) της Λουτσία Ανιέλο, όπως περίπου είχαμε δει στις «Φιλενάδες» (2011) ή παλιότερα τα «Sex and the city», αν και εδώ που τα λέμε η ταινία θέλει να γίνει και λίγο γυναικείο «Hangover». Αυτή τη φορά τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο, όταν ο στρίπερ που οι τέσσερις Αμερικανίδες πρώην συμφοιτήτριες και μια Αυστραλέζα που έχει «κολλήσει» μαζί τους καλούν στο σπίτι τους, σκοτώνεται από ατύχημα. Η προσπάθεια να ξεφορτωθούν το πτώμα την ώρα που πρέπει να τιθασεύουν την απελπιστική υστερία τους θέτει σε λειτουργία τη μηχανή μιας ταινίας που περιέργως δεν «εγκλωβίζεται» στις γνωστές χοντράδες που συναντάμε σε αυτού του τύπου τις κωμωδίες (πόσο μάλλον με γυναίκες) αλλά φτιάχνει χαρακτήρες με τους οποίους αρκετές γυναίκες μπορούν να ταυτιστούν. Στις γυναίκες δεν ξεχωρίζει τόσο η Σκάρλετ Τζοχάνσον που παίζει τη σταρ της παρέας όσο η τροφαντή Τζίλιαν Μπελ που παίζει τη φωνακλού φίλη της. Δεν χρειάζεται φυσικά να πούμε ότι κάθε αρσενικό στην ταινία παρουσιάζεται από ανόητο έως ηλίθιο. Βαθμολογία: 2
Επίσης στις αίθουσες
«Οδηγός οικογενειακής επιβίωσης» («C’est quoi Cette Famille?!, Γαλλία, 2017) του Γκαμπριέλ Ζιλιέν-Λαφεριέρ. Οικογενειακή κωμωδία στην οποία ένας 13χρονος βρίσκεται στο κέντρο μιας «πολυσυλλεκτικής» οικογένειας: με 6 ετεροθαλή αδέλφια, 8 γονείς και εξίσου πολλά σπίτια και μετακινήσεις, η οικογενειακή του ζωή είναι πολύ πιο περίπλοκη από τη σχολική. Βαθμολογία: –
Επανεκδόσεις
«S.Ο.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» («Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb», ΗΠΑ, 1964) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Η ανησυχία του Στ. Κιούμπρικ για τα ενδεχόμενα προβλήματα του πυρηνικού εξοπλισμού, είχε αρχίσει έξι χρόνια προτού γυρίσει το «S.Ο.S. Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», που είναι η πρώτη ταινία στην οποία ο κορυφαίος δημιουργός είχε τον πλήρη έλεγχο. Αφού διάβασε περί τα εβδομήντα βιβλία επί του θέματος, ο Κιούμπρικ κατέληξε στο «Red Alert» του Πίτερ Μπράιαντ, βρίσκοντας σε αυτό τη βάση για μια σοβαρή ταινία που θα περιέγραφε την πιθανότητα της κατά λάθος έκρηξης ενός πολέμου υπερδυνάμεων. Αργότερα όμως ο Κιούμπρικ κατάλαβε ότι οι καλύτερες ιδέες του έργου ήταν οι πιο γελοίες και οι πιο διασκεδαστικές. Πώς είναι π.χ. δυνατόν ένας πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών (ανεπανάληπτος ο Πίτερ Σέλερς που έχει δύο ακόμη ρόλους) να παροτρύνει τον ρώσο ομόλογό του να καταρρίψει ένα αμερικανικό στρατιωτικό αεροπλάνο; Παρ’ όλα αυτά, οι βλακώδεις, απίθανες τούτες ιδέες φάνηκαν και οι πιο αληθινές, σε σχέση με την εικόνα του πραγματικού προβλήματος. Διότι έτσι κι αλλιώς, τι μπορεί να είναι περισσότερο γελοίο από την ιδέα ότι δύο υπερδυνάμεις είναι διατεθειμένες να κάνουν σκόνη τον πλανήτη εξαιτίας ενός ατυχήματος για το οποίο οι ίδιες είναι υπεύθυνες; Ετσι, ο Κιούμπρικ κατέληξε σε μια τρομακτική κωμωδία, στην οποία οι θανάσιμες παραδοξότητες ενός πολέμου που προκύπτει τυχαία ήταν τα μεγάλα ανέκδοτα Βαθμολογία: 5
«Πυρετός ανεβαίνει στο Ελ Πάο» («Los ambiciosos», Mεξικό/Γαλλία, 1959) του Λουίς Μπουνιουέλ.
O «Πυρετός της ηδονής», όπως πρωτοπροβλήθηκε αυτή η ταινία στην Ελλάδα, είναι ένα κλασικό μελόδραμα, πίσω από το οποίο κρύβεται η απόπειρα του Λ. Μπουνιουέλ να πάρει θέση εκφράζοντας ανοιχτά τις ιδέες του πάνω σε καίρια πολιτικά ζητήματα. Τοποθετώντας την ιστορία του στο νησί μιας φανταστικής χώρας της Λατινικής Αμερικής όπου επικρατεί δικτατορικό καθεστώς, ο σκηνοθέτης εξετάζει την ηθική της ένοπλης εξέγερσης κατά των φασιστικών δικτατοριών (το νησί χρησιμεύει ως χώρος φυλακής πολιτικών και ποινικών κρατουμένων). Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Βάσκες (Ζ. Φιλίπ), ένας ιδεαλιστής δικηγόρος, ερωτευμένος με τη χήρα (Μαρία Φελίξ) του κυβερνήτη του νησιού, ο οποίος δολοφονήθηκε από δραπέτη κρατούμενο. Η χήρα θα γίνει ερωμένη του δικηγόρου και το δράμα θα κορυφωθεί με την έλευση του νέου κυβερνήτη (Ζαν Σερβέ), στον οποίο επίσης αρέσει η μοιραία γυναίκα που υποδύεται η εκθαμβωτικά όμορφη Φελίξ.
Bαθμολογία 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ