Πλούσια σε ταινίες η εβδομάδα στην οποία, να σημειωθεί,θα βρούμε και δύο επανεκδόσεις, το «Λιμάνι της αγωνίας» του Ελία Καζάν και την «Αλίκη στις πόλεις» του Βιμ Βέντερς
του Γιάννη Ζουμπουλάκη*
Ο «Πρωτάρης» του 2017
Ιχνη από Γούντι Αλεν, «Πρωτάρη» και ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1990 βρίσκεις στο οικογενειακό – αισθηματικό δράμα «Το μόνο αγόρι στη Νέα Υόρκη» («The only living boy in New York», ΗΠΑ, 2017) που σκηνοθέτησε ο Μαρκ Γουέμπ, γνωστός από την cult επιτυχία «500 μέρες με τη Σάμερ».
Πυρήνας της ταινίας ο Τόμας (Κάλουμ Τέρνερ), ένας νεοϋορκέζος απόφοιτος που ενώ δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή του, ξέρει ότι θέλει να είναι «καλύτερος από αυτούς».
Οι «αυτοί» είναι μάλλον το ελίτ περιβάλλον του μεγαλοεκδότη πατέρα του (καλός όπως κάθε φορά που παίζει τον αντιπαθητικό της ιστορίας ο Πιρς Μπρόσναν), ο οποίος αμελεί την καταθλιπτική γυναίκα του (Σίνθια Νίξον) και φλερτάρει μια νεότερή του (Κέιτ Μπέκινσεϊλ). Το θέμα είναι ότι και ο Τομ τη γουστάρει, γι’ αυτό και την παρακολουθεί.
Από την πλευρά του ο Μαρκ Γουέμπ παρακολουθεί κι αυτός σαν ακίνδυνος ηδονοβλεψίας τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του Τόμας, αυτού του ανήσυχου νέου που σαν τον Μπεν του Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του – εξάλλου ίσως γι’ αυτό να έχει τη φλέβα ενός αληθινού καλλιτέχνη.
Σε κάθε περίπτωση η ζωή του Τομ δεν είναι καθόλου απλή και φαίνεται να κρύβει κάποιο μυστικό με το οποίο ο νεαρός θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να έρθει αντιμέτωπος. Μπαλαντέρ της ιστορίας ένας απομονωμένος, αλκοολικός συγγραφέας (Τζεφ Μπρίτζες), ένας άνθρωπος-φάντασμα που λειτουργεί ως μέντορας του Τομ και όπως ακριβώς το περιμένουμε, λόγω του ηθοποιού που τον υποδύεται, είναι ο πιο γοητευτικός χαρακτήρας της ταινίας.Βαθμολογία: 3
Πυρήνας της ταινίας ο Τόμας (Κάλουμ Τέρνερ), ένας νεοϋορκέζος απόφοιτος που ενώ δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει στη ζωή του, ξέρει ότι θέλει να είναι «καλύτερος από αυτούς».
Οι «αυτοί» είναι μάλλον το ελίτ περιβάλλον του μεγαλοεκδότη πατέρα του (καλός όπως κάθε φορά που παίζει τον αντιπαθητικό της ιστορίας ο Πιρς Μπρόσναν), ο οποίος αμελεί την καταθλιπτική γυναίκα του (Σίνθια Νίξον) και φλερτάρει μια νεότερή του (Κέιτ Μπέκινσεϊλ). Το θέμα είναι ότι και ο Τομ τη γουστάρει, γι’ αυτό και την παρακολουθεί.
Από την πλευρά του ο Μαρκ Γουέμπ παρακολουθεί κι αυτός σαν ακίνδυνος ηδονοβλεψίας τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του Τόμας, αυτού του ανήσυχου νέου που σαν τον Μπεν του Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του – εξάλλου ίσως γι’ αυτό να έχει τη φλέβα ενός αληθινού καλλιτέχνη.
Σε κάθε περίπτωση η ζωή του Τομ δεν είναι καθόλου απλή και φαίνεται να κρύβει κάποιο μυστικό με το οποίο ο νεαρός θα αναγκαστεί κάποια στιγμή να έρθει αντιμέτωπος. Μπαλαντέρ της ιστορίας ένας απομονωμένος, αλκοολικός συγγραφέας (Τζεφ Μπρίτζες), ένας άνθρωπος-φάντασμα που λειτουργεί ως μέντορας του Τομ και όπως ακριβώς το περιμένουμε, λόγω του ηθοποιού που τον υποδύεται, είναι ο πιο γοητευτικός χαρακτήρας της ταινίας.Βαθμολογία: 3
Επιστροφή στις ρίζες
Στη «Δική μας οικογένεια» («Belle famille», Γαλλία, 2016) του Ζαν-Πολ Ραπενό, μια περίπλοκη υπόθεση σχετική με ένα τεράστιο σπίτι στη γαλλική επαρχία αναγκάζει τον Ζερόμ (Ματιέ Αμαλρίκ), έναν Γάλλο που διαπρέπει επαγγελματικά στη Σανγκάη, να επιστρέψει στη γενέτειρά του, χωρίς πραγματικά να το επιθυμεί. Έχει πάρα πολλά στο μυαλό του για να τον προβληματίσει και κάτι που στην ουσία δεν τον ενδιαφέρει καθόλου.
Ελα όμως που άπαξ και πατά το πόδι του στο χωριό, όλο κάτι συμβαίνει και τελικά δεν λέει να φύγει! Συναντήσεις με φίλους και μη από το παρελθόν, παρεξηγήσεις, δικαστικές διαμάχες, νέοι έρωτες αλλά και ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον πεθαμένο πατέρα του Ζερόμ είναι μερικές από τις ψηφίδες που συνθέτουν τον κορμό αυτής της ευχάριστης, δροσερής οικογενειακής κομεντί, η οποία χαμογελά με κατανόηση στις ανθρώπινες αδυναμίες, ακόμα και στα λάθη που έχουν χαράξει την πορεία μιας ολόκληρης ζωής.
Η ταινία λέει ότι ποτέ δεν είναι αργά για τίποτε και προτείνει τη συμφιλίωση ως λύση κάθε προβλήματος. Ο Ραπενό, του οποίου η γνωστότερη και καλύτερη ταινία παραμένει ο «Σιρανό ντε Μπερζεράκ» με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ενορχήστρωσε ένα γαϊτανάκι α λα Ζορζ Φεϊντό προσαρμόζοντάς το στις κυνικές συνθήκες της εποχής μας. Τον Αμαλρίκ, που είναι ο κτύπος της καρδιάς της ταινίας, πλαισιώνουν σε β’ ρόλους ο Ζιλ Λελούς (φίλος από τα παλιά), η Νικόλ Γκαρσιά (μητέρα), ο Γκιγιόμ ντε Τοντεγέκ (αδελφός) και η πανέμορφη Καρίν Βακτ (ο νέος έρωτας).Βαθμολογία: 3
Προσωπική υπόθεση
Ακόμα μια αισθηματική κομεντί με δραματικές αποχρώσεις στις αίθουσες για αυτή την εβδομάδα, ο «Ερωτας μετ’ εμποδίων» («The big sick», ΗΠΑ, 2017) του Μάικλ Σοουγουόλτερ που βασίζεται στην αληθινή ιστορία γνωριμίας των σεναριογράφων της Κουμάιλ Ναντζάνι και Εμιλι Β. Γκόρντον που σήμερα είναι ζευγάρι.
Ο Ναντζάνι υποδύεται τον εαυτό του, έναν stand up κωμικό του Σικάγου που ερωτεύεται την Εμιλι (Ζόι Καζάν), όταν τη γνωρίζει στο κλαμπ όπου εμφανίζεται. Η σχέση τους δεν προχωρεί πολύ καλά και θα καταρρεύσει πλήρως όταν εντελώς ξαφνικά και ανεξήγητα η κοπέλα αρρωσταίνει και μπαίνει σε κώμα στο νοσοκομείο.
Εξίσου και η ταινία αλλάζει εντελώς μορφή και σταδιακά μετατρέπεται σε νοσοκομειακό δράμα, ιδιαίτερα δυσάρεστο σε ορισμένες στιγμές. Ωστόσο η επιμονή του κωμικού να στέκεται διαρκώς στο πλευρό της κοπέλας, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, κυρίως της μητέρας (Χόλι Χάντερ), αρθρώνει και τον ουσιαστικό λόγο ύπαξης της ταινίας: όταν είσαι πραγματικά ερωτευμένος δεν σε ενδιαφέρει τίποτε, παρά μόνον ο άνθρωπός σου, ακόμα και αν εκείνος δεν ενδιαφέρεται για σένα. Βαθμολογία: 2 1/2
Η έμπνευση του Αθερίδη
Η ύπαρξη της περυσινής ιταλικής δραματικής κομεντί του Πάολο Τζενοβέζε «Perfeti sconosciuti» (2016) έγινε κατ’ αρχάς γνωστή στη χώρα μας όχι μέσω της ίδιας της ταινίας αλλά από την προσαρμογή της στην ελληνική πραγματικότητα από τον Θοδωρή Αθερίδη στην ταινία «Τέλειοι ξένοι» που είδαμε στις αρχές της χρονιάς. Μια σύγκριση λοιπόν ανάμεσα στις δύο ταινίες είναι αναπόφευκτη τώρα που βλέπουμε με καθυστέρηση και την ιταλική ταινία.
Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, επτά σαραντάρηδες – δύο ετερόφυλα ζευγάρια και ένας άντρας μόνος – αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι με τα κινητά: κάθε μήνυμα που θα έρχεται στο κάθε κινητό θα «δημοσιοποιείται», ενώ όλες οι κλήσεις θα γίνονται σε ανοιχτή ακρόαση.
Εφόσον υποτίθεται ότι όλοι είναι έντιμοι, κανείς δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Σωστά; Λάθος! Γιατί τελικά κανείς – ή σχεδόν κανείς – δεν είναι έντιμος, ο καθένας έχει το δικό του μυστικό και όλα τελικά βγαίνουν στη φόρα. Το κινητό είναι ο ορός της αλήθειας! Το στοίχημα σε μια τέτοια ταινία, απολύτως θεατρικής λογικής (όλη γυρισμένη μέσα στο σπίτι) είναι το ενδιαφέρον να διατηρείται διαρκώς αμείωτο και για να γίνει κάτι τέτοιο οι διάλογοι οφείλουν να ανανεώνονται συνέχεια με νέες ιδέες και όσο το δυνατόν λιγότερη επανάληψη.
Αυτό το στοίχημα η ταινία το κερδίζει με σχολιασμούς σχετικούς με την τεκνοποίηση, την οικογένεια, το παρελθόν και φυσικά, το κυριότερο, τα καλά και τα κακά του σεξ. Ωστόσο η μεγάλη παρεξήγηση που θα δημιουργήσει την πραγματική ένταση ανάμεσα στους θαμώνες καθυστερεί κάπως, κάτι που ο Αθερίδης φρόντισε να κάνει νωρίτερα προσδίδοντας στη δική του ταινία μια σκληρότητα που η πρωτότυπη ιταλική αποφεύγει (παίζουν: Τζιουζέπε
Μπατιστόν, Αννα Φολιέτα, Μάρκο Τζιαλίνι, Εντοάρντο Λεό, Βαλέριο Μασταντρέα κ.ά.).Βαθμολογία: 2
Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, επτά σαραντάρηδες – δύο ετερόφυλα ζευγάρια και ένας άντρας μόνος – αποφασίζουν να παίξουν ένα παιχνίδι με τα κινητά: κάθε μήνυμα που θα έρχεται στο κάθε κινητό θα «δημοσιοποιείται», ενώ όλες οι κλήσεις θα γίνονται σε ανοιχτή ακρόαση.
Εφόσον υποτίθεται ότι όλοι είναι έντιμοι, κανείς δεν έχει να φοβηθεί τίποτε. Σωστά; Λάθος! Γιατί τελικά κανείς – ή σχεδόν κανείς – δεν είναι έντιμος, ο καθένας έχει το δικό του μυστικό και όλα τελικά βγαίνουν στη φόρα. Το κινητό είναι ο ορός της αλήθειας! Το στοίχημα σε μια τέτοια ταινία, απολύτως θεατρικής λογικής (όλη γυρισμένη μέσα στο σπίτι) είναι το ενδιαφέρον να διατηρείται διαρκώς αμείωτο και για να γίνει κάτι τέτοιο οι διάλογοι οφείλουν να ανανεώνονται συνέχεια με νέες ιδέες και όσο το δυνατόν λιγότερη επανάληψη.
Αυτό το στοίχημα η ταινία το κερδίζει με σχολιασμούς σχετικούς με την τεκνοποίηση, την οικογένεια, το παρελθόν και φυσικά, το κυριότερο, τα καλά και τα κακά του σεξ. Ωστόσο η μεγάλη παρεξήγηση που θα δημιουργήσει την πραγματική ένταση ανάμεσα στους θαμώνες καθυστερεί κάπως, κάτι που ο Αθερίδης φρόντισε να κάνει νωρίτερα προσδίδοντας στη δική του ταινία μια σκληρότητα που η πρωτότυπη ιταλική αποφεύγει (παίζουν: Τζιουζέπε
Μπατιστόν, Αννα Φολιέτα, Μάρκο Τζιαλίνι, Εντοάρντο Λεό, Βαλέριο Μασταντρέα κ.ά.).Βαθμολογία: 2
Επιθυμίες… θανάτου
Το θρίλερ «Πρόσεχε τι εύχεσαι» («Wish upon», HΠΑ, 2017) του Τζον Λεονέτι ανατρέχει στον μύθο του Αλαντίν και του μαγικού λυχναριού, μόνο που αυτή τη φορά το λυχνάρι είναι ένα κινέζικο κουτί που δίνει στον ιδιοκτήτη του την ευκαιρία επτά επιθυμιών, που όλες θα πρέπει να έχουν ένα τραγικό τίμημα. Και το τίμημα θα είναι πολύ βαρύ για τη 17χρονη (Τζόι Κινγκ) που αποκτά το κουτί σε αυτή την καλοφτιαγμένη ταινία του Τζον Ρ. Λεονέτι που έχει κάτι από τη «λογική» της σειράς ταινιών θρίλερ «Βλέπω τον θάνατό σου» αλλά και κάτι από το ύφος του Τζον Κάρπεντερ.Βαθμολογία: 2
Επίσης στις αίθουσες
Στην κωμωδία του Τζέι Κοέν «Επιχείρηση: Καζίνο» («The house», ΗΠΑ, 2017) οι Γουίλ Φέρελ – Εϊμι Πόλερ υποδύονται το ζευγάρι που με τη βοήθεια ενός γείτονα (Τζέισον Μαντζούκας) μετατρέπουν σε παράνομο καζίνο το υπόγειο του σπιτιού τους προκειμένου να βοηθήσουν οικονομικά το παιδί τους στο κολλέγιο.
Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ