Βρέθηκα πρώτη φορά στην Αμοργό κάπου στα μέσα Ιανουαρίου του 2017. Για να είμαι ειλικρινής, μέχρι και τις αρχές του χρόνου δεν ήξερα πού ακριβώς βρίσκεται στις Κυκλάδες. Ήξερα τη Μονή της Χοζοβιώτισσας, αλλά ως εκεί. Ούτε που το είχα σκεφτεί να πάω ως τότε.
Ένας γνωστός, λάτρης εδώ και χρόνια της Αμοργού, μου έβαλε την ιδέα όπως μιλούσαμε. «Κωνσταντίνα, η Αμοργός είναι για σένα!»Κάπως έτσι μου μπήκε η ιδέα. Και χωρίς να το σκεφτώ πολύ, βρέθηκα στο πλοίο από Πειραιά για Αιγιάλη – η Αμοργός έχει δύο λιμάνια, την Αιγιάλη και τα Κατάπολα.
Της Κωνσταντίνα Καλλιοντζή*
Το επόμενο πρωί, μια που το καράβι έδενε νύχτα στο λιμάνι, αντίκρισα για πρώτη φορά την Αιγιάλη, την Γιάλη ή τον Γιαλό όπως λένε οι ντόπιοι. Τον πράσινο, τότε, λόφο, με τον Γιαλό, τον Ποταμό και τον Άνω Ποταμό. Τα κάτασπρα σπίτια έκαναν αντίθεση με το χορτάρι που είχε πασχίσει να βγει στα άνυδρα, κυκλαδίτικα χώματα κι όλο αυτό το τοπίο το έλουζαν οι ακτίνες του ήλιου που κατάφερναν να ξεπροβάλουν απ’ τα σύννεφα. Η θάλασσα, γαλανή και ασημόγκριζη μαζί, απλωνόταν απέραντη στο μικρό κόλπο και στο βάθος έβλεπα καθαρά, πολύ κοντά μου, το νησάκι με το παράξενο σχήμα: τη Νικουριά. Τοπίο μοναδικό και κάπως απόκοσμο κάτω απ’ τον χειμωνιάτικο ουρανό. Με θυμάμαι εκείνες τις πρώτες μέρες να κοιτώ τη σπάνια ομορφιά μπροστά μου κάπως αμήχανα, τρομαγμένη κι άμαθη στον κυκλαδίτικο χειμώνα. Να λέω «τι θα κάνω σε τούτην εδώ την ερημιά; Γίνεται να κοιτάω όλη μέρα ένα τοπίο, έστω μαγικό;». Ήταν που δεν ήξερα…
Μετά τις πρώτες μέρες, άρχισα την εξερεύνηση. Στον Ποταμό και τον Άνω Ποταμό. Στη Λαγκάδα και τα Θολάρια, το χωριό που το βλέπει ο ήλιος απ’ την ανατολή ως την Δύση του ήλιου – όπως λέει ένας φίλος, «τα Θολάρια φαίνονται από παντού»! Τα δρομάκια τους δεν είναι απλά ασβεστωμένα στο κλασικό κυκλαδίτικο στυλ! Έχουν ζωγραφισμένα σ’ όλο το μήκος τους με ασβέστη διάφορα μοτίβα, συνήθως λουλούδια, που φρεσκάρονται κάθε άνοιξη. Στα δε Θολάρια, βρήκα κι ένα ιδιαίτερο καλωσόρισμα γραμμένο με ασβέστη σ’ ένα απ’ τα δρομάκια: «welcome to Tholaria, capital of madness!». Παρατηρώντας τους λόφους γύρω απ’ τα Θολάρια και τη Λαγκάδα, εντυπωσιάστηκα με αυτό που η λαϊκή σοφία τόσο υπομονετικά άφησε πάνω τους: πέτρινα πεζουλάκια που κάλυπταν τους λόφους, όπως οι ορυζώνες στην Άπω Ανατολή, για να εκμεταλλευτούν γεωργικά τα χώματά τους.
Σε απόσταση αναπνοής από τη Νικουριά, λίγο παραπέρα από την Γιάλη στον δρόμο προς τα Κατάπολα και την Χώρα, ανακάλυψα τον Άγιο Παύλο. Εκ πρώτης όψεως, κάτω απ’ το φως του ήλιου, μια πανέμορφη παραλία. Όμως την αληθινή του χάρη ο Άγιος Παύλος την φανερώνει κάτω απ’ τον νυχτερινό ουρανό. Όσες φορές βρέθηκα εκεί βράδυ, ορκιζόμουν – κι εξακολουθώ να ορκίζομαι – πως ποτέ δεν είναι τόσα πολλά αστέρια στον ουρανό. Ένα θέαμα σχεδόν ψεύτικο, βγαλμένο από κάποια φαντασία ή κάποιον πίνακα. Τόσα πολλά αστέρια που, αν δοκιμάσεις να τα μετρήσεις, θα σε βρει σίγουρα η αυγή.
Τη νύχτα, μέσα στο καταχείμωνο, εκεί που εκ πρώτης όψεως έδειχνε νέκρα, ανακάλυψα τα διάφορα γλέντια που στήνονται στις ταβέρνες των δύο χωριών. Με μπόλικη ρακή, λαούτο και βιολί. Και, φυσικά, πολύ χορό! Έμαθα νησιώτικα τραγούδια που εγώ, η νησιώτισσα, δεν ήξερα ως τότε. Όπως μου είπε ένας φίλος, τα καλύτερα γλέντια στο νησί στήνονται το χειμώνα. Αποκορύφωμα, το δίχως άλλο, ο Καπετάνιος. Ένα έθιμο που ξεκίνησε όταν κάποτε ένας καπετάνιος έστησε ολόκληρο γλέντι την τελευταία Κυριακή των Απόκρεων για να εκφράσει τον έρωτά του στην εκλεκτή της καρδιά του. Το έθιμο κρατά ακόμα και κάθε Απόκριες, Θολάρια και Λαγκάδα επιλέγουν τον καπετάνιο τους, ο οποίος με τη σειρά του επιλέγει την καπετάνισσα του. Το γλέντι κρατά από το μεσημέρι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Έζησα τον Καπετάνιο στα Θολάρια. Έχω πλέον υποσχεθεί στον εαυτό μου πως κάθε Απόκριες θα είμαι εκεί!
Ακολούθησα πρωί με αυτοκίνητο την διαδρομή από την Γιάλη ως τα Κατάπολα. Είδα τη Νικουριά, με τα τόσο ιδιαίτερα σχήματά της, απ’ όλες σχεδόν τις πλευρές. Σ’ όλην την διαδρομή οι λόφοι με τα τόσα πολλά αμοργιανά βότανα και τις πέτρες άστραφταν κάτω απ’ τον ήλιο. Και τα κατσίκια βοσκούσαν αμέριμνα πάνω τους. Ο πληθυσμός τους πάνω στο νησί ανέρχεται περίπου στις 25.000, σ’ ένα νησί 1.500 μόνιμων κατοίκων περίπου. Όπως έλεγα σε φίλους, «έτσι και γίνει η μάχη κατσίκια εναντίον ανθρώπων, μας έχουν πάρει φαλάγγι!». Άλλωστε τα κατσίκια του νησιού είναι και ο λόγος που πολύ δύσκολα θα δείτε δέντρα στην Αμοργό, μια και δεν αφήνουν τα φυτά να ξεπεράσουν ένα συγκεκριμένο, χαμηλό ύψος. Σε όλη, λοιπόν, την διαδρομή, η θάλασσα ακολουθούσε. Απέραντη κι αστραφτερή κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο. Τα Κατάπολα, με το όμορφο λιμάνι τους και το γραφικό Ξυλοκερατίδι λίγο παραπέρα, απλώνονται στα πόδια του όμορφου φυσικού λιμανιού.
Όπως κάθε νησί, έτσι κι η Αμοργός έχει την Χώρα της. Μπορώ να πω, την πιο όμορφη και σοφιστικέ Χώρα των Κυκλάδων. Ασβεστωμένη, με τα τόσα χρώματα στις πόρτες και τα παραθυρόφυλλά της. Με τις σκιάδες της, τα πέτρινα περάσματα με ξύλινα δοκάρια κάτω από την «οροφή» και χτισμένα σπίτια πάνω τους, που σκεπάζουν εδώ κι εκεί τα σοκάκια της. Το Κάστρο. Και φυσικά, τους παμπάλαιους ανεμόμυλους χτισμένους στην σειρά να δεσπόζουν ψηλά και να δίνουν μια νότα επιβλητική στην Χώρα.
Άρχισα να βλέπω σιγά σιγά την διαφορετική ομορφιά που έχουν οι ήδη πανέμορφες παραλίες τον χειμώνα. Λένε ότι η Αμοργός έχει πολύ ισχυρά μαγνητικά πεδία, τόσο που κάποιοι δεν κοιμούνται εύκολα το βράδυ. Για να είμαι ειλικρινής, τα νησιώτικα τραγούδια κι η ρακή ήταν αυτά που με κρατούσαν ξύπνια. Κατά τ’ άλλα κοιμόμουν σαν πουλάκι! Όμως… κάτι σου κάνει αυτό το νησί έτσι και πας! Ορκίζεσαι ότι ακόμα κι οι πέτρες του είναι πιο όμορφες απ’ τις άλλες, έχουν κάτι το αλλιώτικο.
Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου πως, την επόμενη φορά, θα εξερευνήσω την Κάτω Μεριά, μια που δεν τα κατάφερα ως τώρα. Ως τότε, κι ενώ σκέφτομαι τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα με φόντο τη Νικουριά, οφείλω να προειδοποιήσω για κάτι τον αναγνώστη αυτού του κειμένου: προσοχή πριν πας στην Αμοργό! Αν νομίζεις ότι θα πας για πέντε μερούλες και τέλος, γελιέσαι! Έτσι κι έκανες την αποκοτιά να πας, η Αμοργός σ’ έπιασε στα δίχτυα της. Αιχμάλωτο. Θα γυρνάς ξανά και ξανά. Κι όταν θα φεύγεις, θα σκέφτεσαι ήδη πότε θα ξαναγυρίσεις!