O Απρίλης ήταν κάποτε για μένα -τώρα πια έχει μπει κι αυτός στο χωνευτήρι των πολλών και επαναλαμβανόμενων εικόνων και εμπειριών- το Πάσχα στο χωριό μου. Όχι όμως με το θρησκευτικό του μέρος, παρά μόνον αμυδρά.
Μεγάλη Πέμπτη, εγώ και τ’ αδέρφια μου ξεκινούσαμε το πρωί με το λεωφορείο. Ολόκληρο ταξίδι. Φτάναμε στη γέφυρα του Καλαμά. Μια γέφυρα σιδερένια, βαθυπράσινη, απ’ τον καιρό του Εμφυλίου.
Αφού γινόταν ο έλεγχος των ταυτοτήτων απ’ τους φαντάρους του φυλακίου -στιγμές έντονες για τις παιδικές καρδιές μας-, το λεωφορείο, αργά αργά, έμπαινε στη γέφυρα. Κραπ, κραπ, χτύπαγαν κι έτριζαν οι σιδεριές. Το νερό από κάτω ορμητικό, θολοπράσινο απ’ τις πυκνοφυτεμένες όχθες. Έλιωναν τα χιόνια.
Από εκεί και πέρα άρχιζε ένας άλλος κόσμος.
Στο Φιλιάτι κάναμε υποχρεωτική στάση τρεις με τέσσερις ώρες. Γι’ αυτές τις ώρες -που τις περνούσαμε στο καφενεδάκι του σταθμού- δεν αγαπούσα και πολύ αυτή την κωμόπολη, τόσο λαχταρούσα το χωριό μου.
Το καφενεδάκι ήταν γεμάτο ταξιδιώτες για τα πανωχώρια των Φιλιατών. Εκεί άρχιζαν τα πρώτα «ποιανού είσαι εσύ, μωρέ παιδάκι μου;», «ετούτη μοιάζει της μάνας της» απ’ τους χωριανούς μας και τα πρώτα φιλιά. Πρόγευση απ’ το χωριό μου παρηγορητική.
Επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος χωμάτινος, ανηφορικός, όλο κογκέλες,* ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας.
Αϊ-Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα. Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές,* δάφνες, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ και κει, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωσαν ό,τι ομορφότερο και ευγενέστερο από τις ανθρώπινες ζωές αιώνων.
Ακόμα και σήμερα, αυτή η διαδρομή, αυτά τα χωριά είναι για μένα μια διαδρομή πνευματική, μια διαδρομή νοσταλγίας και καημού.
Στο χωριό μου φτάναμε το μούσγκωμα.* Μας άφηνε το λεωφορείο στη Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Αϊ-Θανάσης.
Ο όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια, που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος.
Στη Θελεσουριά, κατεβαίνοντας απ’ το λεωφορείο, μας χτύπαγε ευχάριστα ένα ψυχρό αεράκι που -Κύριος οίδε πώς- το ‘χα συνδέσει με τη Βόρειο Ήπειρο, με την Αλβανία. Μήνυμα από μια άλλη ζωή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο πλούσια, πιο αινιγματική. Περιττό να πω ότι δεν ήξερα τίποτα για ιδεολογίες, πολέμους και άλλα, και οι δικοί μου, συγγενείς και χωριανοί, μιλούσαν λίγο και ασαφώς, κάτι που μεγάλωνε το μυστήριο.
Φτάναμε με τα ποδάρια στο σχολειό, κατόπι μια απότομη κατηφοριά μάς έβγαζε στην πλατεία του Νικόπλου, όπου ήταν το περίπτερο του μπαρμπα-Μήτση μας. Μας καρτέραγε με ζαχαρωτά και φιλιά. Κατόπι σταματούσαμε στο πατρικό της μάνας μου για λίγο, να δώσουμε τσιγάρα στον παππού, και κατόπι σφεντόνα για το πατρικό μας, για τη γιαγιά μας.
Σε όλη αυτήν τη διαδρομή η μύτη μας είχε πανηγύρι. Φρέσκια, ξάστερη ανάσα ανακατεμένη με τ’ αγριολούλουδα του Απριλιού -φράξο, μανούσια, ζουμπούλια, μοσφακίδια. Τον τόνο τον έδιναν όμως οι καβαλίνες,* η κοπριά, το νοτισμένο χώμα.
Στο πατρικό μας. Τόπος θαλπωρής. Ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες, κατώι για τις αίγες,*μπλατσαριό,* ένας μικρός κηπάκος και η επιβλητική και συγχρόνως γλυκύτατη παρουσία της γιαγιάς μου. Μας μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος. Κατόπι κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα κι αυτή στη μέση.
Το πρωί μάς ξυπνούσαν πετεινοί, γομάρια,* αίγες, βετούλια·* φωνούλες απ’ τις γυναίκες που φούρνιζαν, σκούπιζαν, έκοβαν κλαρί. Μαζεμένο το χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο, δημιουργούσε τέλεια ηχητική.
«Ω Αγγελούδω, ξύπνησαν τα παιδιά;», ακούγαμε τη θειάκω Λόλα απ’ το δίπλα μαχαλά.
«Ξύπνησαν, μωρ’ συμπεθέρα».
«Αυγά έχεις; Θέλεις;»
«Έχω, έχω».
«Καλά, στείλ’ τα μου κατόπι».
Άρχιζε το πανηγύρι. Τρεχαλητά με τ’ άλλα παιδιά, επισκέψεις στις θείες, βόλτες στους κήπους του Μαμά, στ’ αμπέλια της Φέρας, στην Αϊ-Παρασκευή. Άρχιζαν δειλά να κοκκινίζουν οι πρώτες κουτσουπιές.* Τα τριαντάφυλλα, πυκνόφυλλα και μοσχομυριστά, ροζ άσπρα, ήταν παντού. Στις αυλές και στους φράχτες. Σου έσπαιναν* τη μύτη.
Από την Ανάσταση θυμάμαι κάπως τις στρακαστρούκες, που τις πιέζαμε με τις σόλες. Ακόμα κι εκείνη την ώρα του πανδαιμόνιου εγώ είχα το μυαλό μου στ’ αστέρια του ορίζοντα, πάνω απ’ τον απαγορευμένο τόπο.
Την άλλη μέρα, όλο το χωριό ανέβαινε στην κορυφή του διπλανού βουνόπλου, που ήταν το φυλάκιο Γκελίλι, για επίσκεψη στους στρατιώτες. Τους πηγαίναμε αυγά, κουλούρια κι εκείνοι μας έδιναν γαλέτες.
Χαρούμενα, απλά παιδιά, μας άφηναν να δούμε και με τα κιάλια μέσα στο Αλβανικό. Φέρναμε κοντά μας εικόνες από ανθρώπους, κυρίως γυναίκες να σκάβουν εν σειρά ή να κάνουν άλλες δουλειές, πάντα σε ομάδες. Είχαν κατασκευάσει και μια τεχνητή λίμνη για την άρδευση. Παρ’ όλο που με τα κιάλια είχα απτό το αντικείμενο της περιέργειάς μου, η έλξη και το μυστήριο βάθαιναν.
Άκουγα ιστορίες τα κατοπινά χρόνια για κατασκόπους, που χαμογελώντας χαιρέταγαν από απόσταση τις γυναίκες στ’ αμπέλια. Αυτές ανατρόμαζαν κι αυτουνούς τους κατάπιναν τα λόγγα.* Το πέρασμα αυτών των μυστήριων ανθρώπων το ‘χω επίσης συνδέσει με το ψυχρό αεράκι που μας υποδεχόταν στη Θελεσουριά.
Όταν αναχωρούσαμε, χαράματα, για την Ηγουμενίτσα ήταν για μας Μεγάλη Παρασκευή. Πονούσαμε και τα τρία, λες και μας ξερίζωναν. Η αδερφή μου με κλάματα και φωνές, «γιαγιά μουουου», ξύπναγε το χωριό. Εγώ βαστιόμουνα και έκλαιγα κρυφά, με τρόπο αξιοπρεπή, και για να το πετύχω αυτό σφιγγόμουνα και βλοσύρευα.* Δε θέλαμε, αρνιόμασταν ν’ αποχωριστούμε τη γιαγιά Αγγελούδω, το χωριό. Και πού να πηγαίναμε; Στο βασανιστήριο της τότε -και τώρα- εκπαιδεύσεως.
Μόλις πήγα στο Γυμνάσιο, βαθμιαία -κι απ’ το Λύκειο μόνιμα πλέον- πάει το χωριό και η γιαγιά. Δεν πάταγα το πόδι μου. Σινεμάς, ξένη μουσική, ερωτικά σκιρτήματα, κατόπι σπουδές εν Αθήναις -άλλη θλιβερή ιστορία αυτή-, μέχρι τα τριάντα μου δεν είχα καμιά ψυχική σχέση κι επαφή.
Μεγάλος ήμουν -τι μεγάλος, άντρας γκοτζάμ γαϊδούρι- όταν μας έστειλε η γιαγιά μου μήνυμα, έναν πικρό Απρίλη, να πάμε να περάσουμε το Πάσχα μαζί της. Δεν πήγα. Μετά από λίγο πέθανε. Δε θυμάμαι να μου στοίχισε. Ούτε στην κηδεία της πήγα. Με είχε καταλάβει εξολοκλήρου ο εαυτός μου.
Πέρσι πήγα στο χωριό μου, μετά τη Λαμπρή, για ολιγόωρη επίσκεψη. Το πατρικό μου χορταριασμένο, ετοιμόρροπο. Ο κηπάκος του πνιγμένος στην άγρια βλάστηση.
Τζαρκάλευα* στην αγαπημένη κάμαρη των παιδικών μου χρόνων και κάπου βρήκα την αστυνομική ταυτότητα της γιαγιάς μου. Ολοκαίνουρια. Απ’ τη μικρή φωτογραφία με κοιτούσε πάλι μ’ εκείνη την αγάπη της, που μας έθρεψε και μας εφοδίασε για μια ολόκληρη ζωή.
Το χωριό περίπου έρημο. Ούτε γομάρια άκουσα ούτε φωνές από γυναίκες και παιδιά. Πήγα στο μαγαζάκι του άλλου μου θείου, του Μήτση Έξαρχου. Κάποια στιγμή, δυο φαντάροι με πλήρη πολεμική εξάρτυση έφεραν δυο Αλβανούς αιχμαλώτους. Ξέπνοοι* όλοι. Ένας φαντάρος -Αθηναίος, όπως έμαθα μετά- έβριζε τον κωλότοπο, τους κωλοαλβανούς. Έκατσαν στον πάγκο και ο θείος μου τους κέρασε αμέσως λουκούμια.
Οι Αλβανοί τα έφαγαν λαιμαχτικά* και λερώθηκαν μεριές μεριές απ’ τη σκόνη. Καίτοι* είχαν κακό χάλι απ’ την ταλαιπωρία, τινάχτηκαν και καθαρίστηκαν με επιμέλεια.
κογκέλες: στροφές * κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές: λουλούδια, θάμνοι και βλάστηση της περιοχής * μούσγκωμα: σούρουπο * καβαλίνες: περιττώματα, κυρίως αλόγου ή άλλου υποζυγίου * αίγες: κατσίκες * μπλατσαριό: αποθήκη * γομάρια: γαϊδούρια * βετούλια: μικρά τραγιά * κουτσουπιές: χαρουπιές * έσπαιναν: έσπαγαν (μεταφορικά) * λόγγα: θαμνώδη δάση *βλοσύρευα: κατσούφιαζα * τζαρκάλευα: έψαχνα * ξέπνοοι: κουρασμένοι, εξαντλημένοι * λαιμαχτικά: με λαιμαργία * καίτοι: αν και, μολονότι
Το διήγημα προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Η φλέβα του λαιμού (1998) του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου. O ενήλικος αφηγητής-συγγραφέας περιγράφει με νοσταλγία τις παιδικές και εφηβικές μνήμες του από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό του, που συνορεύει με την αλβανική μεθόριο.
Το διήγημα είναι αναδημοσίευση από τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β Γυμνασίου) – Βιβλίο Μαθητή που βρήκαμε στο http://ebooks.edu.gr/
Διαβάστε επίσης το πιο δημοφιλές άρθρο στο site μας τη εβδομάδα που πέρασε
Το Άρθρο μας