«Blade Runner 2049» (ΗΠΑ, 2017)
Αν και οι λέξεις «καλλιτεχνική επιτυχία» σπανίως συνάδουν με τα «sequel», τις συνέχειες κινηματογραφικών ταινιών, πόσο μάλλον κλασικών ταινιών (ποιος θέλει αλήθεια να θυμάται τον «Εξορκιστή 2»;), το «Blade Runner 2049» (ΗΠΑ, 2017) του Καναδού Ντενί Βιλνέβ («Αφιξη», «Sicario», «Μέσα από τις φλόγες»), η συνέχεια της αριστουργηματικής ταινίας του 1982, σε εκπλήσσει θετικά: με την πρωτογένειά του, με το ντεκόρ που αποστομώνει, με τους καλογραμμένους χαρακτήρες μα και με το δαιδαλώδες σενάριο πίσω από το οποίο κρύβεται φιλοσοφία και ουσιαστικός προβληματισμός. Και όλα αυτά με σεβασμό και ειλικρινή αγάπη απέναντι στην πρωτότυπη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ (που εδώ είναι διευθυντής παραγωγής), την οποία ο Βιλνέβ κατά δήλωσή του λατρεύει.
Ο καναδός σκηνοθέτης «πατά» αθόρυβα, σαν γάτα, πάνω στην πρωτότυπη ταινία γιατί το όραμά του είναι original και πηγαίο. Τα βασικά υλικά βέβαια είναι ίδια. Οπως και στο «Blade Runner», έτσι και εδώ, ένας Blade Runner, ένας αστυνομικός του μέλλοντος, ο Κ (Ράιαν Γκόσλνινγκ) αναλαμβάνει την εξολόθρευση ρεπλικών κατασκευασμένων από μια πολυεθνική εταιρεία με σκοτεινές βλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας, ή καλύτερα του Σύμπαντος. Ο ιδρυτής της (Τζάρεντ Λίτο) είναι σχετικά νέος, έχει θανάσιμα μπλε μάτια (είναι τυφλός άραγε;) και καλλιεργεί την επιστήμη της «τεκνογονίας» με στόχο τρισεκατομμύρια πανομοιότυπα «στρατιωτάκια» σε κάθε γωνιά του Διαστήματος. Μια Μετρόπολις του Σύμπαντος.
Ενα από τα ερωτήματα της ταινίας είναι ότι μοιάζει να αναζητεί τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο, το ζωντανό από το κατασκευασμένο.
Και το κάνει με εικόνες που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα _ άσε που αυτοί που είχαν την ευθύνη του ντεκόρ (που όσο απίστευτο και αν σας φανεί είναι ως επί το πλείστον «χειροποίητο» και όχι ψηφιακό) θα πρέπει από τώρα να πάρουν το Οσκαρ σκηνικών. Σπανίως έχω νιώσει τόσο έντονα, κυριολεκτικά στο πετσί μου, τη μολυσμένη, εφιαλτική ατμόσφαιρα του δραματουργικού χώρου μιας ταινίας. Ολα δείχνουν μουλιασμένα, άρρωστα, τοξικά, εκφυλισμένα, την ώρα που ορισμένα κάδρα της ταινίας, όπως για παράδειγμα η επίσκεψη του Κ στα αρχεία της εταιρείας, μοιάζουν βγαλμένα από πίνακες του Εντουαρντ Χόπερ, ή από ταινίες του Αντρέι Ταρκόφσκι – κυρίως το «Στάλκερ».
Οσοι αναζητούν μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας τύπου «Πόλεμος των Αστρων» (δυστυχώς αυτό συνέβη και με το «Blade Runner», γι’ αυτό και απέτυχε εμπορικά) θα μείνουν απογοητευμένοι. Το «Blade Runner 2049» είναι πρώτα απ’ όλα μια ταινία επιστημονικής φιλοσοφίας και κατόπιν μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας. Και αυτό ακριβώς είναι που την κάνει μια σπουδαία ταινία (αρκετά ωραία κορίτσια περιστοιχίζουν τον Γκόσλινγκ, η Ανα Ντε Αρμάς, η Σίλβια Χοκς και η Μακένζι Ντέιβις). Βαθμολογία: 4
«Μια φανταστική γυναίκα» («Una mujer fantastica», 2017)
Μια άλλη έκπληξη της εβδομάδας προέρχεται από τη Χιλή. Ο Σεμπαστιάν Λέλιο έγινε γνωστός όταν πριν από μερικά χρόνια παρουσίασε την «Γκλόρια», την ιστορία μιας μάλλον συνηθισμένης πενηνταπεντάρας που με όχι και τόσο συνηθισμένο τρόπο διεκδικεί, έστω καθυστερημένα, τα δικαιώματά της απέναντι στη ζωή.
Με την τελευταία ταινία του, «Μια φανταστική γυναίκα» («Una mujer fantastica», 2017) ο Λέλιο εξετάζει την περίπτωση μιας άλλης γυναίκας, της Mαρίνα (πηγαίο ταλέντο η Ντανιέλα Βέγκα που δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός), που όμως είναι transsexual και θα δει τη ζωή της να αλλάζει δραματικά όταν θα βρεθεί τη λάθος ώρα με τον λάθος άνθρωπο. Ο σύντροφός της (Φρανσίσκο Ρέγες) πεθαίνει από ανεύρυσμα πάνω στο κρεβάτι τους και ξαφνικά η Mαρίνα θα μπει στη δίνη του κυκλώνα, ένας παρείσακτος, ένα ενοχλητικό κουνούπι που καλύτερα να μην υπήρχε. Η αστυνομία την αντιμετωπίζει λες και εκείνη φταίει για τον θάνατο του συντρόφου της, οι συγγενείς του νεκρού – που ήταν πρώην παντρεμένος και με παιδιά – βγάζουν μίσος και απέχθεια προερχόμενα από τα βάθη της μαύρης ψυχής τους. Ομως το βασικότερο όπλο της Mαρίνα, το οποίο οι άλλοι δεν έχουν, είναι η αξιοπρέπεια. Και το βασικότερο όπλο του Λέλιο είναι ότι πιστεύει τυφλά σε αυτό που γυρίζει. Γι’ αυτό και καταφέρνει να μας δώσει μια ταινία που υπερασπίζεται όχι τόσο τη διαφορετικότητα αλλά την ανθρωπιά, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει κανείς μέσα στην άβυσσο των προκαταλήψεων, της μισαλλοδοξίας και του κοινωνικού ρατσισμού.Βαθμολογία: 3 ½
«Η λιακάδα μέσα μου» («Un beau soleil interieur»).
Μια γυναίκα ανάμεσα σε ένα μάτσο ηλίθιους άνδρες. Αυτός ο τίτλος θα ήταν προτιμότερος για την απόδοση στα ελληνικά της τελευταίας ταινίας της Κλερ Ντενί που κυκλοφορεί με τον σίγουρα ποιητικό αλλά και τόσο δήθεν τίτλο «Η λιακάδα μέσα μου» («Un beau soleil interieur»). Χωρίς ουσιαστική ιστορία και με πάρα πολλή φλυαρία, η ταινία πραγματεύεται την περίπτωση μιας 55άρας (Ζιλιέτ Μπινός) που βρίσκεται σε φάση να μην ξέρει τι ακριβώς θέλει από τη ζωή της περιστοιχισμένη από διάφορους άνδρες που με την εξαίρεση ενός χωριάτη είναι να παίρνεις τον έναν και να βαράς τον άλλον. Ουδείς έχει να της προσφέρει κάτι αλλά κι εκείνη δεν φαίνεται να ζητεί κάτι συγκεκριμένο. Η Ντενί περιγράφει έναν ανικανοποίητο αστικό κόσμο γεμάτο εγωιστές, υποκριτές, ανόητους ανθρώπους που τρώγονται με τα ρούχα τους ενώ τα έχουν όλα στρωμένα στη ζωή τους. Ο κόσμος αυτός είναι βαρετός, ασήμαντος και η παρακολούθησή του στην οθόνη χάσιμο χρόνου. Περιέργως η ταινία ζωντανεύει κάπως στο τελευταίο τέταρτο, όταν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ μπαίνει στο προσκήνιο παίζοντας μια αρσενική καφετζού που καταφέρνει να προσφέρει γέλιο στη Ζιλιέτ Μπινός και ανακούφιση στον θεατή αφού η ταινία επιτέλους τελειώνει (συμπρωταγωνιστούν οι Ξαβιέ Μποβουά, Αλέξ Ντεσκάς κ.ά.). Βαθμολογία: 1
«Επαναστάτης στη σίκαλη» («Rebel in the rye», ΗΠΑ, 2017)
H παράξενη περίπτωση του αμερικανού συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ (1919 – 2010), δημιουργού του όχι απλώς κλασικού αλλά μνημειώδους μυθιστορήματος «Ο φύλακας στη σίκαλη» (επανακυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια σε νέα μετάφραση και νέο τίτλο – «Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης») αρθρώνεται με ακαδημαϊκά ελκυστικό τρόπο στον «Επαναστάτη στη σίκαλη» («Rebel in the rye», ΗΠΑ, 2017) του Ντάνι Στρονγκ. Εγκλωβισμένος σε ένα συντηρητικό περιβάλλον που πλην της μητέρας του ουδόλως ενδιαφερόταν για την κλίση του προς το γράψιμο, ο Σάλιντζερ αρνήθηκε το «βασίλειο του μπέικον» και με τη βοήθεια του δασκάλου του – συμβουλή του οποίου ήταν «θα γίνεις αληθινός συγγραφέας μόνον αν αποδεχθείς το γεγονός ότι μπορεί να μην εκδοθεί ποτέ κάτι δικό σου» – κατάφερε να κυνηγήσει το όνειρό του, πράγμα καθόλου εύκολο. Πόσο μάλλον για έναν τόσο δύσκολο χαρακτήρα: ο Σάλιντζερ υπεράσπιζε τα κείμενά του μέχρι «θανάτου», δεν δεχόταν επέμβαση ούτε στα σημεία στίξης (ακόμη περισσότερο για αλλαγές στην ιστορία), κλονίστηκε από τις πολεμικές εμπειρίες του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στράφηκε στον βουδισμό και με το πέρασμα του χρόνου άρχισε να κλείνεται όλο και περισσότερο – σε σημείο ψύχωσης – στον εαυτό του. Ολα αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν έναν εξαιρετικά ζουμερό κινηματογραφικό χαρακτήρα και πράγματι ο Νίκολας Χάουλτ κάνει εξαιρετική δουλειά στον ρόλο του Σάλιντζερ, παρότι τελικά σε έναν β’ ρόλο, εκείνον του δασκάλου, ο Κέβιν Σπέισι δείχνει για ακόμη μία φορά την κλάση του. Μια υποψηφιότητα για ακόμη ένα Οσκαρ Β’ ρόλου δεν αποκλείεται καθόλου. Βαθμολογία: 3
«Λεπίδα του θανάτου» («Blade of the immortal», Ιαπωνία, 2017)
Η «Λεπίδα του θανάτου» («Blade of the immortal», Ιαπωνία, 2017) είναι μια ταινία στην οποία το σκηνοθετικό στυλ επισκιάζει την ιστορία που όμως υπάρχει: ένας αθάνατος πολεμιστής (Τακούγια Κιμούρα) γίνεται φύλακας άγγελος ενός κοριτσιού (Χάνα Κιγιουσάκι) που αναζητεί εκδίκηση για την καταστροφή της οικογένειάς της. Ο 57χρονος Τακάσι Μιίκε, του οποίου ενίοτε ταινίες εμφανίζονται σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ (στη Βενετία είχε παιχτεί εντός διαγωνισμού η πολύ καλή σαμουράι περιπέτειά του «13οι δολοφόνοι» και στις Κάννες το αστυνομικό θρίλερ «Shield of straw»), είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες της Ιαπωνίας. Εχει γυρίσει τα πάντα, ακόμη και γιαπωνέζικο γουέστερν (Sukiyaki Western Django) και το νευρώδες, στακάτο, no bullshit σκηνοθετικό ύφος του μπορεί να γίνει ελκυστικό στο μάτι, ακόμη και όταν στην ουσία επαναλαμβάνεται, όπως ακριβώς συμβαίνει στη «Λεπίδα του θανάτου» που ούτε λίγο ούτε πολύ είναι η 100ή ταινία του. Βασισμένη σε ένα manga κόμικ του Χιροάκι Σαμούρα, η ταινία, ακριβώς όπως ο τίτλος της σε προδιαθέτει, είναι ένα ατελείωτο μακελειό με κομμένα χέρια, σπαθιά βυθισμένα σε στομάχια, σιντριβάνια αίματος, πληγές που κλείνουν μόνες τους με τη βοήθεια… σκουληκιών που βρίσκονται μέσα στα σώματα αθανάτων. Βαθμολογία: 2
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Wild mouse» (Αυστρία, 2017) του Γιόζεφ Χάντερ. Πρώτη σκηνοθετική απόπειρα στον κινηματογράφο του γνωστού στη χώρα του την Αυστρία θεατρικού ηθοποιού Γιόζεφ Χάντερ, ο οποίος κρατώντας τον ρόλο ενός «ξινού», «σπαστικού» αλλά και ξύπνιου μουσικοκριτικού που χάνει τη δουλειά του, πέτυχε μια ανάλαφρη αλλά οξεία σάτιρα της σύγχρονης αυστριακής αστικής κοινωνίας. Ο ήρωας έχει παντού ανοιχτά μέτωπα: θέλει να εκδικηθεί τον άνθρωπο που τον απέλυσε, η γυναίκα του είναι ψυχαναλύτρια που θέλει παιδί (εκείνος όχι), προκύπτει μια παλιά γνωριμία με έναν τύπο που τον έδερνε όταν ήταν πιτσιρίκια. Ο Χάντερ κτίζει ένα αδιέξοδο μέσα από διασκεδαστικά επεισόδια με απρόβλεπτη κατάληξη.Βαθμολογία: 2 1/2
«Ομάδα υποβρύχιων καταστροφών» (Renegades, Γαλλία/Γερμανία, 2017). Περιπέτεια του Στίβεν Σκουέιλ (σε παραγωγή Λικ Μπεσόν), με τους Σίλβια Χοκς, Γιούαν Μπρέμνερ κ.ά
«Στο κέντρο του κόσμου» (Ελλάδα, 2016). Ντοκιμαντέρ του Ορφέα Περετζή με θέμα τη θεατρική εμπειρία ως μορφή ψυχοθεραπείας.
«My little pony: Η ταινία» (ΗΠΑ/ Καναδάς, 2017). Κινούμενα σχέδια σε σκηνοθεσία Τζέισον Τίσεν, εμπνευσμένα από την ομότιτλη παιδική σειρά της τηλεόρασης
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ