Τις λίστες των αιτήσεων υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη «ξεσκονίζουν», το τελευταίο διάστημα, οι τράπεζες, με στόχο να προτείνουν «γενναίες» ρυθμίσεις δανείων σε όσους από τους δανειολήπτες πληρούν αποδεδειγμένα τα κριτήρια του νόμου και δικαιούνται προστασίας της πρώτης κατοικίας.
του Χρήστου Κίτσιου
Επιδιώκοντας να αποσυμφορήσουν το «βουνό» των περίπου 150 χιλιάδων αιτήσεων, που παραμένουν προς εκδίκαση, οι τράπεζες έχουν αποφασίσει να κινηθούν προληπτικά. Στο παραπάνω πλαίσιο, ελέγχουν αναλυτικά, τους τελευταίους μήνες, τους πελάτες τους, που έχουν αιτηθεί προσωρινής προστασίας.
Για τις περιπτώσεις δανειοληπτών που κρίνεται ότι πληρούν τα κριτήρια υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη ( ν. 3069/2010), οι τράπεζες θα προτείνουν ρύθμιση δανείων, με μερική άφεση χρέους. Με διαγραφή δηλαδή μέρους της οφειλής, εφόσον ο δανειολήπτης εξυπηρετήσει ομαλά το υπόλοιπο δάνειο. Στόχος είναι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις να είναι περισσότερο βιώσιμες από αυτές που συνήθως επιδικάζουν τα δικαστήρια.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα των τραπεζών είναι ότι περίπου το 45% με 50% όσων εκδικάζεται η αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη και κερδίζουν ρύθμιση, σταματούν να την εξυπηρετούν σε ορίζοντα διετίας,με αποτέλεσμα το δάνειό τους να καθίσταται εκ νέου μη εξυπηρετούμενο.
Σύμφωνα με αρμόδια τραπεζικά στελέχη, ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό, για όσους τουλάχιστον δανειολήπτες δεν εντάσσονται στην κατηγορία των συνειδητών «κακοπληρωτών», είναι ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν μπορούν να διαμορφώσουν λύσεις «κομμένες και ραμμένες» στις μελλοντικές ταμειακές ροές και υποχρεώσεις του οφειλέτη.
«Αυτό ξέρουν να το κάνουν οι τράπεζες και η εισαγωγή του εργαλείου της μερικής άφεσης χρέους διευκολύνει προς αυτή την κατεύθυνση» επισημαίνουν οι ίδιες πηγές.
Τι ισχυρίζονται οι τράπεζες
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία των τραπεζών προκύπτει η εξής ενδιαφέρουσα εικόνα για όσους έχουν υποβάλει αίτηση υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη:
Το 45% με 50% των υποθέσεων απορρίπτεται είτε για τυπικούς (π.χ. ελλιπής φάκελος), είτε για λόγους ουσίας. Αν τα στοιχεία ισχύουν, προκύπτει το συμπέρασμα ότι περίπου ένας στους δύο δανειολήπτες έκαναν χρήση της περιόδου προσωρινής προστασίας για να κερδίσουν χρόνο έναντι των τραπεζών.
Το υπόλοιπο 50% με 55% των δανειοληπτών επιτυγχάνει διευθέτηση των δανειακών του υποχρεώσεων με «κούρεμα» μέρους της οφειλής και ρύθμιση του υπολοίπου σε βάθος χρόνου. Οι οικονομικές δυνατότητες, η ηλικία του δανειολήπτη και τυχόν περιουσιακά στοιχεία καθορίζουν το ποσό της δόσης και επομένως το ποσό που θα εξοφλήσει.
Πλήρη απαλλαγή χρεών, συνήθως για οφειλές από καταναλωτικά δάνεια, κάρτες και υπεραναλήψεις ποσών, επιτυγχάνει μόνο το 0,5% όσων έχουν προσφύγει στο νόμο και εφόσον βέβαια προκύπτει ότι δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα. Συνήθως, για καταναλωτικά δάνεια το ποσό της διαγραφής κινείται στο 60% με 70% επί της συνολικής οφειλής.
ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Τα παραπάνω στοιχεία προέρχονται, όπως προαναφέρθηκε, από τις τράπεζες. Τα μόνα επίσημα στοιχεία, που έχουν δοθεί, ήταν στα ενημερωτικά δελτία των αυξήσεων κεφαλαίου του 2015 και δίνουν σημαντικά διαφορετική εικόνα.
Για παράδειγμα η Εθνική, στις 30 Σεπτεμβρίου του 2015, είχε 71.197 δανειολήπτες πελάτες, που είχαν καταθέσει αίτηση υπαγωγής στη ρύθμιση του νόμου Κατσέλη, με συνολικές εκκρεμείς οφειλές 3,37 δισ. ευρώ.
Κατά την ίδια ημερομηνία, από τις υποθέσεις που είχαν συζητηθεί στα δικαστήρια, το 22% είχε απορριφθεί και το 78% είχε γίνει δεκτό.
πηγή: www.euro2day.gr