Η βραβευμένη με την Αργυρή Αρκτο τελευταία ταινία του Ακι Καουρισμάκι δείχνει πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης είναι ακόμη και όταν… επαναλαμβάνεται
«Η άλλη όψη της ελπίδας» («Toivon tuolla puolen», Φινλανδία / Γερμανία, 2017)
Η ταινία «Η άλλη όψη της ελπίδας» («Toivon tuolla puolen», Φινλανδία / Γερμανία, 2017) αρχίζει με έναν άνθρωπο που βγαίνει από το χώμα ενώ παράλληλα ένας άλλος ντύνεται, φτιάχνει τη βαλίτσα του, έτοιμος να φύγει διά παντός από το σπίτι του. Ο πρώτος (Σέργουαν Κάντι) είναι σύρος λαθρομετανάστης που έπειτα από έναν απίστευτο Γολγοθά έχει καταλήξει στο Ελσίνκι. Ο δεύτερος (Σακάρι Κουοσμάνεν) είναι κάτοικος της ίδιας πόλης, τζογαδόρος, πρώην πλανόδιος πωλητής που μην μπορώντας να αντέξει την ασφυξία της γυναίκας του, εγκαταλείπει την εστία του.
Κατά περίεργο τρόπο αυτοί οι δύο εντελώς ανόμοιοι άνθρωποι (πέρα από το ότι δεν μιλούν και πολύ) αναζητούν το ίδιο πράγμα – αν και δεν θα το ομολογήσουν ποτέ: ένα χαμόγελο συμπάθειας, λίγη τρυφερότητα, μια κάποια μορφή επικοινωνίας. Είναι οι κεντρικοί ήρωες της τελευταίας ταινίας του φινλανδού σκηνοθέτη, ροκ εν ρόλερ και – κυρίως – ουμανιστή Ακι Καουρισμάκι. Για μία ακόμη φορά αυτός ο ειλικρινής, ευθύς auteur «ζωγραφίζει» στην οθόνη. Στον μαύρο, ανέλπιδο κόσμο που περιγράφει, στον κόσμο όπου τελικά οι δρόμοι των δύο παραπάνω ανδρών θα διασταυρωθούν, ο Καουρισμάκι καλλιεργεί την αγάπη, το χιούμορ, το νοιάξιμο, την ομορφιά της ζωής.
Μέσα στην καταχνιά και στη θλίψη κάπου μπορεί να βρει θέση το ροκ εν ρολ (θα ανατρέξετε να βρείτε τα τραγούδια που ακούγονται), όπως επίσης και το χιούμορ ανάμεσα σε αυτές τις αλλόκοτες φάτσες που μόνον στις ταινίες του Καουρισμάκι μπορούμε να βρούμε. Ολα αυτά βέβαια είναι γνωστά στοιχεία από παλαιότερες ταινίες του. Εξάλλου η «Αλλη όψη της ελπίδας» έχει πολλά κοινά στοιχεία με το «Λιμάνι της Χάβρης» (2011). Να όμως το μεγαλείο του μεγάλου σκηνοθέτη: ακόμη και όταν επαναλαμβάνεται, μπορεί να σε συνεπάρει. Η ταινία περιέχει σκηνές ικανές να σε κάνουν να σπαράξεις από το κλάμα (μέσα σε 5 λεπτά, μέσα σε μια μικρή αφήγηση, ο Καουρισμάκι συμπυκνώνει το δράμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων) και όπως όλες οι ταινίες του σκηνοθέτη σε ωθεί να βγεις από την αίθουσα με ένα χαμόγελο μελαγχολίας στο πρόσωπο. Βαθμολογία: 3 ½
«Η Μεγάλη υπόσχεση» («The promise», ΗΠΑ / Ισπανία, 2017)
Η γενοκτονία των Αρμενίων και άλλων μειονοτήτων από τους Τούρκους στην εκπνοή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, λίγο πριν από το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είναι ένα θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα το σινεμά (στο μυαλό έρχεται κυρίως το «Αραράτ» του Ατόμ Εγκογιάν). Στη «Μεγάλη υπόσχεση» («The promise», ΗΠΑ / Ισπανία, 2017) το θέμα αξιοποιείται αξιοπρεπώς μέσα στα στάνταρντ μιας χολιγουντιανής υπερπαραγωγής από τον ιρλανδό σεναριογράφο και σκηνοθέτη Τέρι Τζορτζ.
Ακολουθώντας τους κώδικες μιας πλούσιας, επικής περιπέτειας όπου το ερωτικό στοιχείο δεν μπορεί παρά να παίξει σημαντικό ρόλο, ο σκηνοθέτης του «Hotel Rwanda» και σεναριογράφος τού «Εις το όνομα του πατρός» πετυχαίνει ένα κοκτέιλ ιστορικής πραγματικότητας και ερωτικού τριγώνου με κεντρικά πρόσωπα έναν αρμένιο φαρμακοποιό που θέλει να γίνει γιατρός (Οσκαρ Αϊζακ), έναν ιδεαλιστή αμερικανό δημοσιογράφο που λαμβάνει ενεργό μέρος στην εξέλιξη των γεγονότων (Κρίστιαν Μπέιλ) και μια πανέμορφη Αρμένισσα μεγαλωμένη στη Γαλλία (Σαρλότ Λε Μπον) που θα βρεθεί ανάμεσά τους.
Η Κωνσταντινούπολη του 1914, όταν η Πόλη ήταν ακόμη μια κοσμοπολίτισσα κυρία των Βαλκανίων που έμελλε τόσο φρικτά να παρακμάσει εξαιτίας του Μεγάλου Πολέμου, δείχνει χώρος ιδανικά εξωτικός για έναν ακαδημαϊκό, νωχελικό, ολίγον τι παλαιομοδίτικο κινηματογράφο που όμως δείχνει συνεπής σε αυτό που στοχεύει. Αργότερα, όταν ο φαρμακοποιός κεντρικός ήρωας χάνει την αθωότητά του και ωριμάζει μετέχοντας στην αντίσταση των Αρμενίων και σε μια ιεραποστολή σωτηρίας παιδιών στο εξωτερικό, η ταινία κερδίζει έδαφος και καταλήγει σε μια ολοφάνερη καταγγελία προς την Τουρκία που ως έθνος δημιουργήθηκε εξαιτίας μιας γενοκτονίας την οποία ακόμη δεν έχει παραδεχθεί. Βαθμολογία: 2 ½
«Loving Vincent» (Αγγλία / Πολωνία, 2016)
Οπτικό επίτευγμα στην κυριολεξία, το «Loving Vincent» (Αγγλία / Πολωνία, 2016) των Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν είναι μια ταινία ζωγραφικής που αποτελείται από 65 χιλιάδες καρέ, δηλαδή 65 χιλιάδες κατασκευασμένες στο χέρι ελαιογραφίες (πάνω στους ηθοποιούς που έχουν παίξει στις σκηνές), όλες εμπνευσμένες από το έργο του ολλανδού ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853 – 1890). Ακούγεται απίστευτο αλλά έτσι ακριβώς συμβαίνει στην ταινία, από την οποία βεβαίως δεν λείπει η ιστορία: μετά τη μυστηριώδη αυτοκτονία του ζωγράφου, ένας άντρας στην κατοχή του οποίου υπάρχει μια επιστολή του ζωγράφου με παραλήπτη τον αδελφό του, Τέο, προσπαθεί να ανακαλύψει τι τον οδήγησε στην απόφαση να δώσει τέλος στη ζωή του. Οι έρευνές του μέσα από συναντήσεις ανθρώπων που γνώρισαν τον Βαν Γκογκ καταλήγουν σε αυτό το πρωτότυπο κινηματογραφικό πορτρέτο που μπορεί να συγκινήσει όχι μόνον τους θαυμαστές του έργου του αλλά και κάθε κινηματογραφόφιλο. Βαθμολογία: 3 1/2
«Ο Χιονάνθρωπος» («The Snowman»)
Για τους θαυμαστές του έργου του νορβηγού συγγραφέα Γιου Νέσμπο, ο «Χιονάνθρωπος» («The Snowman») του Σουηδού Τόμας Αλφρεδσον, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι η έβδομη περιπέτεια του ήρωα μιας σειράς μυθιστορημάτων του Νέσμπο, του διάσημου πλέον αστυνομικού επιθεωρητή Χάρι Χόλε, αλλά και η πρώτη επαφή του με τον κινηματογράφο. Ο Αλφρεδσον, που γνωρίσαμε από το θρίλερ «Ασε το κακό να μπει», του οποίου η επιτυχία τον βοήθησε στη δημιουργία του έξοχου φιλμ κατασκοπείας «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», ακολουθεί πιστά τις σελίδες του συγγραφέα (που είναι και παραγωγός) και το αποτέλεσμα είναι ένα χορταστικό θρίλερ με έντονες ψυχολογικές διακυμάνσεις, χωρίς όμως το μεγάλο εκτόπισμα, εκείνο π.χ. μιας «Σιωπής των αμνών» ή ενός «Seven». Το βασικό πρόβλημά του είναι ότι δεν αξιοποιεί όσο θα έπρεπε το βαρόμετρό του, που είναι ο ίδιος ο Χόλε. Ενώ ο Μάικλ Φασμπέντερ αποδεικνύεται έξυπνη επιλογή για τον ρόλο του συναισθηματικά περίπλοκου αστυνομικού με το σκοτεινό παρελθόν, την έκτη αίσθηση αλλά και τους κώδικες ηθικής από τους οποίους ποτέ δεν παρεκκλίνει, έχεις την αίσθηση ότι κυκλοφορεί σαν ένας ακόμη χαρακτήρας μέσα στην ταινία, δεν έχει την υπόσταση του πρωταγωνιστή. Πάντως, το χιονισμένο σκανδιναβικό τοπίο συμβάλλει δημιουργικά στην ατμόσφαιρα και το κυριότερο, ο Αλφρεδσον αποδεικνύει ότι ο καθαρός τρόμος δεν είναι απαραιτήτως κρυμμένος πίσω από τη διαπασών, αλλά μπορεί να παραχθεί μέσα από την απόλυτη ησυχία (όλα τα βιβλία του Νέσμπο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και ο συγγραφέας θα βρίσκεται εδώ την ερχόμενη εβδομάδα για μια παρουσίαση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών). Βαθμολογία: 3
«Η Μάχη των φύλων» («Battle of the sexes», ΗΠΑ, 2017)
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα, η «Μάχη των φύλων» («Battle of the sexes», ΗΠΑ, 2017) των Τζόναθαν Ντέιτον, Βάλερι Φάρις, είναι μια ταινία που μέσω του τένις μιλά για τα δικαιώματα της γυναίκας. Επιστροφή στο 1972 και στην περίπτωση της αμερικανίδας πρωταθλήτριας του τένις Μπίλι Τζιν Κινγκ (Εμα Στόουν) που αντιστάθηκε στο ανδρικό κατεστημένο του αθλήματος μονομαχώντας με έναν πρώην πρωταθλητή, νυν άρρωστο τζογαδόρο, τον Μπόμπι Ριγκς (ο Στιβ Καρέλ θα μπορούσε να κερδίσει υποψηφιότητα για Οσκαρ β’ ρόλου). Από τη μια η σοβαρή αθλήτρια που θα βάλει στην άκρη τα ερωτικά της πάθη (παρότι παντρεμένη, είχε αναπτύξει ομοφυλοφιλικές σχέσεις με μια κομμώτρια – Αντρέι Ράισμπορο) για να αφοσιωθεί πλήρως στον στόχο της. Από την άλλη ένα ξεπουλημένο ταλέντο, ένας πρώην πρωταθλητής που κατάντησε τσαρλατάνος, ένας κλόουν που για να κερδίσει δημοσιότητα αλλά και χρήματα δεν δίσταζε να εμφανιστεί με βατραχοπέδιλα για να παίξει τένις. Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να νικήσει; Η ταινία υπερασπίζεται με πάθος τη γυναίκα και την ίδια ώρα ξεμπροστιάζει την ανδρική αλαζονεία που εδώ τουλάχιστον αγγίζει τα επίπεδα της αυτοκαταστροφής! Βαθμολογία: 2
Προβάλλεται επίσης το ντοκιμαντέρ «Under the sun» (Αλκυονίς – Στούντιο) που αναφέρεται στη ζωή στη Βόρεια Κορέα του δικτάτορα Κιμ, και η περιπέτεια εκδίκησης «The foreigner» με τον Τζάκι Τσαν σε δραματικό ρόλο και δίπλα του τον Πιρς Μπρόσναν με έντονη – επιτέλους – ιρλανδική προφορά
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ