Η τελευταία ταινία του Αντρέι Ζβιάνγκιντζεφ είναι το πιο ουσιαστικό δράμα για την κρίση της οικογένειας που έχει γυριστεί τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως
«Χωρίς αγάπη» («Nelyubov» / «Loveless», Ρωσία, 2017)
Υπάρχουν σκηνοθέτες που απλώς ξέρεις ότι δύσκολα θα κάνουν μέτρια ταινία. Ελάχιστοι όμως κατορθώνουν να κάνουν πολύ καλές ταινίες τη μία μετά την άλλη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Ρώσος Αντρέι Ζβιάνγκιντζεφ. Ο σκηνοθέτης της αποστομωτικής «Επιστροφής» (2002), του έξυπνου «Banishment» και του θαυμάσιου «Λεβιάθαν» πετυχαίνει για ακόμη μία φορά διάνα με το «Χωρίς αγάπη» («Nelyubov» / «Loveless», Ρωσία, 2017). Μια ταινία που ουσιαστικότερα ίσως από κάθε άλλη των τελευταίων χρόνων μιλάει για την παρακμή των οικογενειακών αξιών στις μέρες μας.
Αξονας του σεναρίου της ταινίας ένας 12χρονος (Ματνέι Νόβοκοφ) που ζει – στην κυριολεξία – μόνος. Οι γονείς του έχουν χωρίσει και τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας (Μαριάνα Σπίβακ, Αλεξέι Ροζίν) δεν ενδιαφέρονται καθόλου για αυτόν. Απλούστατα δεν τον θέλουν. Η ζωή του μικρού είναι στο σπίτι της ευκατάστατης μητέρας του αλλά είναι και άδεια. Το παιδί δεν μιλάει σε κανέναν, δεν έχει φίλους, είναι απολύτως κλεισμένο στον εαυτό του. Και μια μέρα εξαφανίζεται.
Η εξαφάνιση του παιδιού και οι προσπάθειες μιας εθελοντικής ομάδας να το εντοπίσει βοηθούν τον σκηνοθέτη να κτίσει μια ταινία εξαιρετικά έντονων συναισθημάτων πάνω στη διάλυση της οικογένειας και την πλήρη ανικανότητα ανθρώπων να κρατήσουν όπως οφείλουν τον σημαντικότερο ρόλο της ζωής τους: τον ρόλο των γονέων. Οι δύο γονείς είναι ακατάλληλοι σε αυτόν τον ρόλο διότι έκαναν το λάθος να αποκτήσουν «κάτι» που δεν ήθελαν. Και αυτό το «κάτι» είναι μια ανθρώπινη ζωή.
Ο Αντρέι Ζβιάνγκιντζεφ στήνει τρομερές σκηνές, κάτι που υποψιάζεσαι ότι θα κάνει βλέποντας την εισαγωγή της ταινίας, μια σειρά από κάδρα χιονισμένων τοπίων – νεκρής φύσης. Πολύ απλά καθηλώνεσαι. Η σκηνή π.χ. της κόρης με τη μητέρα της, τη γιαγιά του παιδιού, είναι τόσο ειλικρινής στη νοσηρότητά της που προκαλεί τρόμο. Συγχρόνως το «Χωρίς αγάπη» ασκεί κριτική πάνω στο σαθρό κοινωνικοπολιτικό σύστημα της σημερινής Ρωσίας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αστυνομία, της οποίας η απουσία εδώ είναι… επιβλητική. Είναι άλλωστε η αστυνομία που μετά την εξαφάνιση του παιδιού προτείνει στους γονείς την προσφυγή τους στους εθελοντές για να κάνουν τη δουλειά τους, «ειδάλλως δεν θα βρείτε ποτέ άκρη με τη γραφειοκρατία που έχετε μπροστά σας»!
Από το Φεστιβάλ των Καννών εφέτος τον Μάιο όπου η ταινία έκανε την πρεμιέρα της φωνάζαμε ότι είναι μια σπουδαία δημιουργία, άξια πολλών βραβείων. Στις Κάννες αδικήθηκε αποσπώντας το βραβείο της Επιτροπής. Μακάρι να μην αγνοηθεί στα προσεχή Οσκαρ γιατί ένα Οσκαρ είναι το λιγότερο που της αξίζει! Βαθμολογία: 4 ½
«Μητέρα» («Mother!», ΗΠΑ, 2017)
To μόνο βέβαιο με τη «Μητέρα» («Mother!», ΗΠΑ, 2017), την τελευταία ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, είναι αυτό που συνήθως συμβαίνει με τις ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι: θα διχάσει. Αρκετός κόσμος θα βγει «φρικαρισμένος» από τις αίθουσες, αλλά κάποιοι θεατές θα νιώσουν ότι είδαν κάτι πραγματικά αποκαλυπτικό. Γυρισμένο εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα σπίτι, το «Mother» έχει κεντρικούς ήρωες τους ιδιοκτήτες του, ένα παντρεμένο ζευγάρι (Τζένιφερ Λόρενς, Χαβιέρ Μπαρδέμ) που ζει μια φαινομενικά ήσυχη ζωή. Μέχρι την στιγμή που στο σπίτι «εισβάλλει» ένα άλλο, μεγαλύτερο σε ηλικία ζευγάρι (Εντ Χάρις, Μισέλ Πφάιφερ) που φέρνει την τρικυμία με τα δικά του προβλήματα – και δεν είναι λίγα.
Ολα αυτά μπορεί να ακούγονται «ρεαλιστικά», όμως το «Mother!» ελάχιστη σχέση έχει με τον ρεαλισμό. Βυθισμένη μέσα σε έναν δικό της, απροσδιόριστο χωροχρόνο, η ταινία νιώθεις ότι διαρκώς αεροβατεί πάνω στη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει τη λογική από την παράνοια. Δεν μπορεί να καταταχθεί σε είδος. Ενώ μοιάζει με θρίλερ δεν είναι ακριβώς θρίλερ και θίγει ένα σωρό θέματα, από τη σεξουαλική καταπίεση και την ανάγκη για μητρότητα, μέχρι την ιδέα της επανάστασης και της εξέγερσης. Αλλες φορές θυμίζει υπόκλιση στο «Μωρό της Ρόζμαρι» του Ρόμαν Πολάνσκι γαρνιρισμένη με διαλόγους βγαλμένους θαρρείς από θεατρικό του Χάρολντ Πίντερ. Επίσης, όσο ο χρόνος κυλά και τα πρόσωπα πληθαίνουν, τόσο το στυλ της ταινίας διαφοροποιείται, αν και το κέντρο βάρους της δεν παύει ποτέ να είναι το πρόσωπο της Τζένιφερ Λόρενς, πάνω στο οποίο ο φακός του διευθυντή φωτογραφίας Μάθιου Λιμπατίκ μοιάζει κολλημένος, τόσο αχόρταγα την κινηματογραφεί.
Ταινία τρομερής έντασης, βαριάς ατμόσφαιρας, δυσάρεστων σκηνών (υπάρχει και το στοιχείο της ανθρωποφαγίας), η παρακολούθησή του «Mother!» σε κάνει να αισθάνεσαι – τουλάχιστον – άβολα και αμήχανα. Ομως ο Αρονόφσκι δεν σου επιτρέπει ποτέ να στρέψεις αλλού τη ματιά σου και αυτό αποδεικνύει (για ακόμη μία φορά) το πόσο υποβλητικός σκηνοθέτης είναι. Βαθμολογία: 3
«Τελευταία πινελιά» («Final portrait», 2017)
Ο Τζέφρεϊ Ρας στον ρόλο του εκκεντρικού ελβετού εικαστικού Αλμπέρτο Τζακομέτι είναι ίσως ο μοναδικός ουσιαστικός λόγος για να παρακολουθήσεις τη συμπαθητική «Τελευταία πινελιά» («Final portrait», 2017) του ηθοποιού και σκηνοθέτη Στάνλεϊ Τούτσι που εδώ ασχολείται με ένα όχι ιδιαίτερα γνωστό και αρκετά παράξενο επεισόδιο από τη ζωή του πρώτου. Συνέβη στο Παρίσι το 1964 (δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του ζωγράφου), όταν ο αμερικανός συγγραφέας και θιασώτης Τζέιμς Λορντ (Αρμι Χάμερ) επισκέφθηκε τον Τζακομέτι στο ατελιέ του προκειμένου ο τελευταίος να φτιάξει το πορτρέτο του. Η διαδικασία δεν επρόκειτο να πάρει παρά ελάχιστες μέρες, τον διαβεβαίωσε ο ζωγράφος. Ομως δεν έγινε έτσι. Το πορτρέτο φτιαχνόταν και ξαναφτιαχνόταν και ξαναφτιαχνόταν και μέσω αυτής της διαδικασίας η ταινία, «κλεισμένη» ως επί το πλείστον στο ατελιέ του Τζακομέτι, μετατρέπεται στο δικό του, ενδιαφέρον «πορτρέτο». Ο Τζακομέτι ήταν μια πραγματική περίπτωση: απρόβλεπτος, ασυνεπής, άστατος, αναβλητικός, τρομερά δύσκολος στην επικοινωνία, γυναικάς, αυτοκαταστροφικός (σκεφτόταν κάθε μέρα την αυτοκτονία), με άλλα λόγια ένας γνήσια εκκεντρικός καλλιτέχνης. Ο μόνος κρίκος που συνδέει τους δύο αυτούς τόσο διαφορετικούς άνδρες είναι η εθιστική ανάγκη της δημιουργίας. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ο Στάνλεϊ Τούτσι δίνει έμφαση: μέσα από μια ανορθόδοξη, παράξενη φιλία, η «Τελευταία πινελιά» μιλάει κυρίως για την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας της τέχνης: οργή, απελπισία, απόγνωση αλλά και μεγάλη χαρά. Βαθμολογία: 2 ½
«Ριψοκίνδυνοi άνδρες» («Only the brave», ΗΠΑ, 2017)
Με τους «Ριψοκίνδυνους άνδρες» («Only the brave», ΗΠΑ, 2017) ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Κοζίνσκι τιμά τους θαρραλέους δασοπυροσβέστες της Αμερικής που είναι έτοιμοι να θυσιαστούν πάνω στο καθήκον, όπως εξάλλου κάποια στιγμή γίνεται. Ο δραματουργικός μοχλός της ταινίας (και από πλευράς σεναρίου ίσως το πιο ενδιαφέρον μέρος της) είναι η σχέση πατέρα – γιου που αναπτύσσεται ανάμεσα σε έναν νεαρό ναρκομανή (Μάιλς Τέλερ) με τον αρχηγό της ομάδας πυροσβεστών (Τζος Μπρόλιν), ο οποίος του δίνει μια τελευταία ευκαιρία προσλαμβάνοντάς τον την ώρα που κανείς στην ομάδα δεν τον θέλει. Το γεγονός ότι ο νεαρός έχει μια κόρη και θέλει να ξαναφτιάξει από το μηδέν τη ζωή του, φαίνεται ότι συγκινεί τον σιωπηλό αλλά αποφασιστικό αρχηγό, ο οποίος από τη δική του πλευρά είναι βουδιστής, δεν έχει παιδιά και ενδεχομένως να βλέπει στον νεαρό έναν παλιό εαυτό του. Ομως στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία νιώθεις ότι είναι αφιερωμένη στην ενημέρωση του θεατή για την εκπαίδευση των πυροσβεστών και τις μεθόδους με τις οποίες αντιμετωπίζουν τη φωτιά χωρίς νερό – για την ακρίβεια, την πολεμούν με φωτιές. Οι τσακωμοί και οι πλάκες ανάμεσα στους πυροσβέστες, οι αποστολές, οι ασκήσεις, ο τρόπος διασκέδασής τους (ανοίγουν μπίρες με σιδεροπρίονα), η σχέση με τις γυναίκες τους είναι ψηφίδες μιας καλοφτιαγμένης περιπέτειας που κάπως προβλέψιμα μας προετοιμάζει για την πιο επικίνδυνη αποστολή του φινάλε. Βαθμολογία: 2 ½
«Χειρότερα δεν γίνεται» («Brad’s status», ΗΠΑ, 2017).
Ο Μπεν Στίλερ δοκιμάζεται ξανά σε δραματικό ρόλο – και είναι πολύ καλός – παίζοντας έναν ανασφαλή πενηντάρη στην ταινία του Μάικ Γουάιτ«Χειρότερα δεν γίνεται» («Brad’s status», ΗΠΑ, 2017). Ιδρυτής ΜΚΟ και από τη φύση του χαμηλών τόνων χαρακτήρας, ο Μπραντ (Στίλερ) τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του παρακολουθώντας την επιτυχημένη σταδιοδρομία των παλιών φίλων του (ανάμεσά τους ο Μάικλ Σιν και ο Λιουκ Γουίλσον) που κολυμπούν σε πισίνες δολαρίων. Ομως τελικά είναι μάλλον ανόητο να συγκρίνεις ζωές, πόσο μάλλον όταν στην πραγματικότητα έχεις τα πάντα που μπορούν να σε κάνουν να χαρείς. Το μήνυμα αυτό ο Μπραντ θα αρχίσει να λαμβάνει όταν για λίγες μέρες θα βρεθεί με τον γιο του στη Βοστώνη, για την εγγραφή του τελευταίου στο κολέγιο. Ευαίσθητη και αρκετά μελαγχολική ταινία, που χωρίς ποτέ να σε συναρπάζει μπορεί να σε συγκινήσει αλλά και να σε κάνει να γελάσεις με τα ψήγματα του «γουντιαλενίστικου» χιούμορ της. Βαθμολογία: 3
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Οντως φιλιούνται» (Ελλάδα, 2017), του Γιάννη Κορρέ, με τους Ηρώ Μπέζου, Ομηρο Πουλάκη κ.ά.
«Μνήμες» (Ελλάδα, 2017), ντοκιμαντέρ σε σκηνοθετική επιμέλεια Νίκου Καβουκίδη (δείτε κείμενο Μνήμες από μια τραυματισμένη Ελλάδα στο «Βήμα»).
«Παγκόσμιος Κίνδυνος: Geostrom» (HΠΑ, 2017), περιπέτεια καταστροφής σε σκηνοθεσία Ντιν Ντέβλιν, με τους Τζέραρντ Μπάτλερ, Τζιμ Στέρτζες, Αμπι Κόρνις, Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, Ντάνιελ Γου, Εντ Χάρις και Αντι Γκαρσία
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ