Ο πελάτης μπήκε στο γραφείο ξαναμμένος. Χτύπησαν πάλι, μου ήρθε πρόσκληση.
Γράφει ο Αιρετικός*
Τον Γιάννη τον ξέρω χρόνια τώρα. Είμαι λογιστής του από την αρχή των επιχειρηματικών του ανοιγμάτων. Στην αρχή ίσχυε αυτό που ισχύει για τους περισσότερους: «πότε μήλα – πότε φύλλα». Παράπονο σαν επαγγελματίας δεν είχα, πάντοτε, έστω και με κάποια μικρή καθυστέρηση, φρόντιζε να με εξοφλεί. Δεδομένης λοιπόν της εικοσαετούς και βάλε συνεργασίας μας και επειδή ο λογιστής εκτός από οικονομικός σύμβουλος είναι και οικονομικός ψυχολόγος, παρηγορήτρα, κολλητός σε ασωτίες στις καλές εποχές, δανειστής άνευ τόκου στις κακές (πλήρωσε τον Φ.Π.Α. και στα δίνω όταν έχω), τελικά αναπτύσσεται μία περίεργη σχέση, επαγγελματία, φίλου, ανθρώπου της οικογένειας. Όχι ότι το επιζητώ αυτό, δεν είναι δυνατόν να ταυτίζομαι με τα προβλήματα κάποιων δεκάδων πελατών, αλλά η φύση της δουλειάς είναι τέτοια.
Ο Γιάννης δούλεψε καλά τις ωραίες εποχές προ των Ολυμπιακών αγώνων και κέρδισε αρκετά χρήματα. Ως γνήσιος Έλλην, τα μισά τα διασκόρπισε στις ασωτίες που λέγαμε, θεωρώντας ότι αν έδινες το κατοστάρικο στον μετρ και σε έβαζε πρώτο τραπέζι πίστα σε συνοικιακό μαγαζί ανέβαινε το στάτους σου και αναρωτιόταν όλοι ποιος είναι αυτός ο τυπάς. Επειδή δεν έφαγε τα άλλα μισά στο χρηματιστήριο για άγνωστους λόγους, τα κατέθεσε στην τράπεζα, θεωρώντας όπως και οι άλλοι συνέλληνες πως ο τραπεζικός λογαριασμός είναι ιερός και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι συμβαίνει εντός του. Τραγική πλάνη, επειδή στη χώρα τίποτε δεν είναι σίγουρο. Βέβαια, τα πάντα διέπονται από αλληλεπιδράσεις και με απλά λόγια η κάθε γηραιά κυρία και ο κάθε γηραιός κύριος που είχε ένα μικρό κομπόδεμα στην τράπεζα, αν υφίσταται ακόμα, το έχει μεταφέρει σε άλλους δόκιμους χώρους (πλακάκι κουζίνας ή μπάνιου, στον πάτο από το καλάθι των σκουπιδιών και από πάνω η σακούλα, το αυτό στο καλαθάκι της τουαλέτας και δεν συνεχίζω, στην κατάψυξη κ.λπ.).
Ο Γιάννης επειδή είχε αποταμιεύσει αρκετά, προτίμησε την τράπεζα. Βέβαια, ως γνήσιος Έλληνας, τα μετέφερε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου, μαζί με τη σύνταξη της μάνας του, δέκα χιλιάρικα που είχε δώσει ο συγχωρεμένος ο πεθερός του προ ετών στα παιδιά για όταν μεγαλώσουν, τη διαφορά μεταξύ αντικειμενικής και πραγματικής τιμής που εισέπραξε από ένα κληρονομητέο παράπηγμα που πούλησε, εξοφλήσεις από πωλήσεις σε πελάτες και κάποια μαύρα ή «παλληκαρίσια» όπως τα αποκαλούσε ο Γιάννης. Φυσικά το χρήμα δεν έχει οσμή ούτε ως χαρτονόμισμα ομολογεί την προέλευσή του, συνεπώς, όταν ο λογαριασμός φούσκωσε, φαινόταν μόνο ένα νούμερο.
Εκεί γύρω στο 2005, ήταν η εποχή που αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε γιατί πηγαίνουμε τόσο καλά, τελικά αποφασίσαμε ότι το αξίζαμε και απλώς τώρα αναδειχθήκαμε και έπρεπε να επεκταθούμε διεθνώς. Η αγορά είχε γεμίσει «αλιείς» που έναντι αλμυρής αμοιβής, αναλάμβαναν να σου ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό αλλοδαπής, είτε επειδή πράγματι κάτι είχες να μεταφέρεις, είτε επειδή ήσουν νούμερο ο ίδιος και ήθελες να επιδεικνύεις την χρεωστική ή πιστωτική κάρτα του αλλοδαπού τραπεζικού ιδρύματος, ωρυόμενος ακόμα και στα μπουζούκια πως ήθελες «μηχανάκι» για να πληρώσεις τη λουλουδού, πότε θα γίνουμε επιτέλους Ευρώπη και τέτοια. Τα νούμερα συνήθως άνοιγαν λογαριασμό στην Κύπρο, κάτι που και φθηνό ήταν και εύκολο. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν παντελώς άχρηστο, αλλά προσέδιδε κύρος. Αυτοί που είχανε κάτι πιο σοβαρό, έπαιρναν την παλαιόθεν γνωστή διαδρομή της Ελβετίας. Φυσικά οι Ελβετοί επειδή βλέπανε ότι από τις σοκολάτες δεν βγαίνανε και πολλά, το γύρισαν στη «διαχείριση χαρτοφυλακίου», ή φέρτα εδώ και άσε τους να ψάχνουν. Φυσικά, για την ιδιαίτερη αυτή εχεμύθεια, για μικρά γι’ αυτούς ποσά, σεβαστά για εμάς, όχι μόνο δεν σου δίνανε τόκο, αλλά σε χρεώνανε και «έξοδα χαρτοφυλακίου».
Κάπως έτσι έμπλεξε και ο Γιάννης. Έγινε η αρχή και άνοιξε ο τραπεζικός λογαριασμός στο Ελβετικό τραπεζικό ίδρυμα και για περίπου δύο χρόνια ο Γιάννης τρελαινόταν να στέλνει εμβάσματα στον εαυτό του στην Ελβετία, θεωρώντας ότι είχε περάσει σε άλλο επίπεδο, αγνοώντας ότι ήταν Έλληνας φορολογικός κάτοικος.
Η αλήθεια ήταν πως οι Ελβετοί δουλεύανε καλά το project, μέχρι που ένας υπάλληλος με πρόσβαση σε αρχεία, αποφάσισε ότι είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορούσαν να τον αποδεσμεύσουν από την καλοπληρωμένη πλην όμως επίπονη εργασία και να λιάζει το κορμάκι του για την υπόλοιπη ζωή του στις λευκές αμμουδιές της Καραϊβικής, έχοντας μονίμως ένα παγωμένο «μοχίτο» δίπλα του. Έτσι πήρε τους λογαριασμούς και τις κινήσεις τους σε ένα στικάκι και βγήκε στη γύρα. Αφού έσβηνε ή πρόσθετε αρχεία κατά το δοκούν, μόλις το γεγονός «βρώμισε» μπήκε στο χονδρεμπόριο και άρχισε να πουλάει σε Κυβερνήσεις. Οι Κυβερνήσεις αυτές μετά μεταπωλούσαν σε άλλες Κυβερνήσεις και πάει λέγοντας. Έτσι για την ιστορία η τότε Γαλλίδα Υπουργός Οικονομικών, γνωστή φίλη της Ελλάδας κα Λαγκάρντ, το πούλησε στον τότε δικό μας ομόλογό της, ο οποίος αφού το επεξεργάστηκε κάνοντας έρευνα μήπως έχει αρχεία – ιούς και αν έβρισκε τέτοια τα διόρθωνε, τα έδωσε σε κάποιον τέως Δικαστικό. Επειδή όμως αυτός ήταν σοβαρός άνθρωπος, είπε πως το συγκεκριμένο στικάκι ή οπτικός δίσκος (επειδή από το γράφε – γράφε, σε ότι ψηφιακό μέσο έβρισκε ο καθένας έκανε και ένα αντίγραφο), είναι για πέταμα, επειδή είναι προϊόν κλοπής.
Ταυτόχρονα, η Ελβετική τράπεζα, έκλεισε άμεσα τους λογαριασμούς και άνοιξε καινούργιους, ειδοποίησε τους πελάτες της και σε κάθε ζήτηση τους προμήθευε με ένα πιστοποιητικό περί μη ύπαρξης τραπεζικού λογαριασμού στο όνομά τους.
Φυσικά τα νέα ήρθαν και στον Γιάννη, αλλά δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Το νούμερο που είχε δεν ήταν και τεράστιο για τα δεδομένα της τράπεζας, η δε ιστορία με το στικάκι συνεχιζόταν ως φαρσοκωμωδία, με τους πάγκους στην Ομόνοια να έχουν γεμίσει μπρελόκ με στικάκια που πάνω γράφανε το όνομα της τράπεζας.
Τα χρόνια περνούσαν και οι κομιστές των usb sticks τρέχανε στα δικαστήρια για να αποδείξουν ότι δεν είχαν πειράξει το κλεμμένο αρχείο και δεν συμμαζεύεται. Είναι σαν μια παρέα να έχει κλέψει μια Porsche, να την έχουν «καβαλήσει» όλοι κοπανώντας την σε κάθε πεζοδρόμιο και στο μπροστινό αυτοκίνητο και μετά να ψάχνεις να βρεις ποιός έπρεπε να κάνει δήλωση στην ασφάλεια. Βγάλε άκρη.
Ξαφνικά, κάποια στιγμή άρχισαν τα ονόματα να ελέγχονται. Όσοι ταυτοποιήθηκαν άρχισαν να καλούνται από τις ελεγκτικές υπηρεσίες «δια υπόθεσή τους». Όσοι είχαν στείλει τα χρήματα με εμβάσματα από Ελληνικές τράπεζες, ήταν τα εύκολα θύματα. Όσοι τα είχαν μεταφέρει «ιδίων εξόδων» άρχισαν να μιλούν Κινέζικα και να λένε στους ελεγκτές πως δεν είμαι εγώ αυτός ο Αντώνης Αντωνίου, στον τηλεφωνικό κατάλογο έχει άλλους διακόσιους, ορίστε και το πιστοποιητικό από την Ελβετική τράπεζα πως είμαι παντελώς άγνωστο πρόσωπο.
Τα πράγματα γενικά δεν τρέχανε και με καταιγιστικούς ρυθμούς, επειδή είτε τα στοιχεία ήταν λειψά, είτε ο Ερμής ανάδρομος, γνωστές άλλωστε οι αιτίες την ελληνικής αναποτελεσματικότητας.
Ο Γιάννης μπήκε στο γραφείο κατακόκκινος. Αυτή τη φορά την έβαψα. Μου στείλανε και ένα έγγραφο δεκαπέντε σελίδες που ρωτάνε μέχρι τι ρεύμα κατανάλωσα το 2006. Μου έδωσαν πέντε ημέρες καιρό για να το συμπληρώσω και να το καταθέσω. Η υπόθεση πράγματι ήταν σοβαρή και ο Γιάννης σε πανικό. Όχι ότι δεν θα ήμουν και εγώ αν βρισκόμουν στη θέση του. Το σύνδρομο του γιατρού, που αν αρρωστήσει, γίνεται ο πιο δύσκολος ασθενής.
Πέμπτη πρωί μαζί με τον Γιάννη ήμασταν στην ελεγκτική υπηρεσία. Τον ελεγκτή που θα ασχολιόταν μαζί μας τον θεώρησα μέχρι και συμπαθή, τη δουλειά του έκανε. Έπρεπε να κάνω όμως και εγώ τη δικιά μου. Συστηθήκαμε, είπαμε το γνωστό κάπου έχουμε ξανασυναντηθεί και ξεκίνησε ο έλεγχος. Από τις δεκαπέντε σελίδες είχα συμπληρώσει μόνο τα στοιχεία του Γιάννη. Του είχα πει να λέει ελάχιστα, αλλά και να μην του το έλεγα, βρισκόταν στον προθάλαμο της λιποθυμίας.
Ο ελεγκτής με ρώτησε γιατί δεν συμπληρώσαμε όλα τα πεδία του πολύπτυχου. Επειδή, του είπα, απλά ο πελάτης μου είναι τελείως ακατάστατος και έχει πετάξει τα πάντα. Ευχαρίστως όμως να συμπληρώσω έναν τραπεζικό λογαριασμό που έχει τώρα όπου θα βρείτε το τεράστιο ποσό των 19,83 ευρώ. Κεσάτια.
Προσωπο με πρόσωπο
Ο ελεγκτής μπήκε αμέσως στο ψητό. Θέλω να μου δώσετε τους αριθμούς και κινήσεις λογαριασμών από το 2006 και μετά. Αφού άνοιξε τα χαρτιά του, είπα και εγώ να αποκαλυφθώ. Ακούστε κύριε, μετά τη γνωστή απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ και τις δύο σχετικές εγκυκλίους, οι οποίες δεν είναι υποχρεωτικές για εμάς σύμφωνα με τον Ν.4174/2013 περί Κ.Φ.Δ., αλλά υποχρεωτικές για εσάς, το φορολογικό έτος 2005 και τα παλαιότερα έχουν παραγραφεί. Οπότε κάθε αναφορά σε αυτό, δεδομένου ότι έχουμε υποβάλει ανελλιπώς τις φορολογικές μας δηλώσεις και συνεπώς δεν υφίσταται άρση της παραγραφής, είναι εκ του ουκ άνευ, κοινώς το χρόνο σου τρως. Το 2006 και το 2007, παραγράφονται μόνο αν δεν υπάρχουν νέα στοιχεία. Συνεπώς η προσπάθεια να σας παρουσιάσουμε εμείς τραπεζικούς λογαριασμούς που έχετε ήδη στο συρτάρι σας, είναι για ερασιτέχνες που αυθόρμητα δίνουν υποτίθεται νέα στοιχεία, κάτι που δεν θα γίνει. Ακόμα, το 2006 παραγράφεται, εκτός αν δοθεί ξανά παράταση, στο τέλος του 2017, δηλαδή σε δυόμισι μήνες.
Επί προσωπικού τώρα, αν εσύ μπορείς μέσα σε αυτό το διάστημα να επεξεργαστείς τα στοιχεία του έτους, να μας στείλεις σημείωμα και προσωρινές πράξεις μέσω ταχυδρομείου όπου εγώ θα το πάρω την δέκατη πέμπτη μέρα πριν επιστραφεί ο φάκελος, θα έχω από την παραλαβή είκοσι ημέρες να εκθέσω τις απόψεις μου και την εικοστή θα έρθω με δικηγόρο να ωρύομαι για παράταση, τελικά θα σου γράψω μία έκθεση ιδεών εκατό σελίδων με ανοησίες στις οποίες πρέπει να απαντήσεις και τελικά να εκδώσεις οριστικές πράξεις και να μας τις επιδόσεις έως την 31/12, σου βγάζω το καπέλο.
Για το 2007, περιμένουμε τη νέα απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ για το τι είναι νέο στοιχείο. Για τα χρόνια 2008 έως και 2010, μου αναφέρεις ότι ισχύει νόμος του 2013 (ο 4174). Έχω τελείως διαφορετική άποψη και θα περιμένω και πάλι την άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Από εκεί και πέρα, τα πάντα βρίσκονται στη διάθεσή σου, αλλά όχι και στη δική μας, επειδή δεν υπάρχει νόμος περί συλλογής αποδείξεων Δ.Ε.Η. για μια δεκαετία και βάλε. Συνεπώς, ότι είχαμε να προσκομίσουμε, όπως αναγράφουμε και με κεφαλαία γράμματα στο πολύπτυχο, μπορείτε να τα αντλήσετε από τις φορολογικές μας δηλώσεις (όπου θα προσκομίσουμε μόνο αυτά που εμφανίζουμε ως παραστατικά σε αυτές που υποβλήθηκαν μηχανογραφικά). Φυσικά, είμαστε πάντα στη διάθεσή σας και για του λόγου το αληθές, προσκομίζουμε δέκα νάιλον σακούλες σούπερ μάρκετ με αποδείξεις για τα χρόνια που απαιτούνταν, οι περισσότερες δε, είναι από το γνωστό σουβλατζίδικο «η Ρούμελη».
Επιπλέον, παρά την ακαταστασία και τη σελεμιά του Γιάννη, ο οποίος όπως θα προσέξατε από τον φόβο του νομίζει ότι τώρα πίνει καφέ, ενώ τον έχει χύσει όλο πάνω στο πουκάμισο, καταφέραμε και βρήκαμε μερικά ουσιώδη για τον έλεγχο στοιχεία και ειδικά: Μια απόδειξη Δ.Ε.Η. Απριλίου 2006, μία απόδειξη νερού κάπου στο 2009 και τι τηλέφωνα έκανε ο Γιάννης τον Οκτώβρη του 2010 μέσω κινητής τηλεφωνίας.
Φυσικά, σας γράφω επί του πολυπτύχου ότι αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν νέα στοιχεία επειδή η φορολογική δήλωση ουδέποτε τα ζητούσε. Για τραπεζικούς λογαριασμούς και εμβάσματα, ψάξτε με την ησυχία σας και αφού βρείτε τα εμβάσματα, βρείτε και την πηγή των χρημάτων, πότε δηλαδή κατατέθηκαν και από που, επειδή το έμβασμα είναι τραπεζικό μέσο και όχι παράνομος πλουτισμός. Αλήθεια, τα εμβάσματα εσωτερικού γιατί δεν τα ψάχνετε; Υπάρχει μήπως κάποια σχετική νομοθεσία που αγνοώ;
Ότι αρχίζει καλά, δεν τελειώνει το ίδιο καλά. Ο ελεγκτής κατάλαβε πως η υπόθεση θα τραβούσε σε μάκρος, εμείς δε με δικηγόρους και λοιπούς, θα εκφράζαμε συνεχώς τις αντιρρήσεις μας. Σήκωσα το Γιάννη που έσταζε φραπέ και τον έσπρωξα, έδωσα ολόθερμα το χέρι μου στον ελεγκτή που κάτι μουρμούρισε, ελπίζω καλό και ο αγώνας συνεχίζεται. Άλλωστε στην Ελλάδα ζούμε και ο Θεός είναι μεγάλος.
Η στήλη Ο Αιρετικός δημοσιεύεται στο e-forologia.gr