Το «αφήγημα» αυτής της εβδομάδας για την ελληνική οικονομία είναι ότι οι ξένες επενδύσεις θα μας βγάλουν από το τέλμα της κρίσης. Το τι σημαίνει τέλμα μάς το θύμισε η ΕΛΣΤΑΤ όταν κατέληξε ότι παρά τις προσδοκίες για κάποια ανάπτυξη, το 2016 έκλεισε ως το ένατο έτος πτώσης ΑΕΠ στο αρνητικό σερί της Ελλάδας. Ο σημερινός ευσεβής πόθος για ξένες επενδύσεις επικάθησε στο προηγούμενο αφήγημα για ελάφρυνση χρέους.
της Αντιγόνης Λυμπεράκη*
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τόσο οι ξένες επενδύσεις όσο και η ελάφρυνση του χρέους αποτελούν παράγοντες έξω από την ελληνική οικονομία – ενέσεις δυναμισμού από το εξωτερικό. Από μηχανής θεοί, που σώζουν την παρτίδα όταν όλα έχουν χαθεί. Το ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν προσαρμόσει τη σκέψη τους στην εξωτερική παρέμβαση (και ερίζουν ποιος θα τη διεκπεραιώσει πιο αποτελεσματικά), καταδεικνύει τη μοιρολατρία που μαστίζει την οικονομία μας.
Η προσδοκία μακροοικονομικής σωτηρίας από το εξωτερικό ως η μόνη λύση προκύπτει από την αδυναμία να προταθεί κάτι που χτίζει πάνω σε εσωτερικές δυνατότητες. Οτι ακόμη και το δυναμικό που σήμερα σχολάζει, απαιτεί εξωτερική πυροδότηση για να ενεργοποιηθεί: Μια εκδοχή λέει ότι λείπουν κεφάλαια, άλλη ότι λείπει η τεχνολογία, μια τρίτη ότι λείπει η οργάνωση. Κοινή, πλην άρρητη, παραδοχή ότι λείπει κρίσιμο συστατικό, που αναζητείται από το εξωτερικό.
Πώς εξηγείται η ηττοπάθεια και η αμηχανία; Η ελληνική οικονομία πέρασε από δοκιμασίες – είσοδος στην ΕΟΚ, στο ευρώ, άνοιγμα των αγορών, παγκοσμιοποίηση. Κάθε φορά οι Ελληνες οικονομολόγοι ανακοίνωναν το τέλος της ελληνικής μικρής οικογενειακής επιχείρησης και την επικράτηση της μεγάλου μεγέθους. Κάθε φορά διαψεύδονταν, καθώς έκλειναν οι μεγάλοι και επιζούσαν οι μικροί και ευέλικτοι – οι «Σταχτοπούτες» της οικονομίας. Η διαφορά αυτής της κρίσης από τις άλλες –και ο λόγος για τον οποίο είμαστε ακόμη εγκλωβισμένοι– είναι ότι τώρα η κρίση έχει πλήξει περισσότερο τις μικρές ντόπιες επιχειρήσεις. Αυτός ο προβληματισμός –και το δέον γενέσθαι– αναπτύσσεται σε κοινή δημοσίευση στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ της Βρετανίας.
Οι λόγοι είναι πολλοί. Ο βασικότερος είναι ότι, αφού εγχώριοι και τροϊκανοί, έβλεπαν την κρίση κυρίως ως δημοσιονομική και μακροοικονομική, και όχι ως κρίση παραγωγής, πήραν αποφάσεις που έθιγαν τον παραγωγικό ιστό. Τα θύματα ήταν εκείνες ακριβώς οι μικρές επιχειρήσεις με αποθέματα δυναμισμού.
Τελικά, αυτοπυροβοληθήκαμε: αντί να σύρουν οι δυναμικές επιχειρήσεις τον χορό της εξόδου από την κρίση, σέρνουν τον χορό της εξόδου από τη χώρα.
Ενα παράδειγμα αρκεί. Η δυναμική, μικρή οικογενειακή επιχείρηση ανέκαθεν αξιοποιούσε τα ασαφή σύνορα μεταξύ επιχείρησης και οικογένειας, προς όφελος της παραγωγής. Τα οικογενειακά ακίνητα αξιοποιούνταν ως ενέχυρο για χρηματοδότηση της επιχείρησης. Ο ΕΝΦΙΑ μετέτρεψε το πλεονέκτημα σε θανάσιμο μειονέκτημα για την επιχειρηματικότητα, τη στιγμή που η τραπεζική πίστη στέρευε. Η υπερφορολόγηση, με αποκορύφωμα τις ασφαλιστικές εισφορές του 2017, έφερε άλλο ένα πλήγμα. Όταν η φορολογία έπληττε τη ρευστότητα, η λιτότητα ήλθε να περικόψει κατά προτεραιότητα τις υπηρεσίες προς την επιχειρηματικότητα που χρειάζονται οι μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να δικτυωθούν στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, η μικρή επιχείρηση χτυπήθηκε τόσο στη χρηματοδότηση, όσο και από τη μείωση της ποιότητας των απαραίτητων υπηρεσιών.
[…]
Η κατακλείδα είναι ότι, αφού η ελληνική οικονομία αποτελείται πρωταρχικά από μικρές επιχειρήσεις, κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί κάποια λύση που δεν απαιτεί θαυματουργή εξωτερική παρέμβαση.
Από τον από μηχανής θεό στο «βάλε Παναγιά το χέρι σου», η απόσταση είναι μικρή.
* Η κ. Αντιγόνη Λυμπεράκη είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Η μελέτη που αναφέρεται είναι Α. Lyberaki and P. Tinios, Small Firms as a Blind Spot in Greek Austerity Economics’. IDS Working Paper 491, Brighton.
Αναδημοσίευση αποσπάσματος από την Έντυπη Καθημερινή
Οι αναδημοσιεύσεις Άρθρων Γνώμης , δεν απηχούν κατ’ ανάγκη και τις απόψεις της Ομάδας “forolineυζήν”.