Οχι μόνον λόγω θέματος αλλά και επειδή πολύ απλά είναι καλύτερη ταινία, το «Τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη επισκιάζει κάθε τι που διανέμεται από σήμερα Πέμπτη στις αίθουσες, δηλαδή άλλες …οκτώ ταινίες!
«Το τελευταίο σημείωμα» (Ελλάδα, 2017),
Μια ζωή στη φυλακή απλώς επειδή πιστεύεις σε κάτι, επειδή το υπερασπίζεσαι. Επειδή αυτό το κάτι είναι ο εαυτός σου, επειδή χωρίς αυτό το κάτι θα ένιωθες ένα τίποτε. Ακόμη και αν αυτό το κάτι, τελικά, θα είναι ο θάνατός σου…
Διακόσιοι φυλακισμένοι κομμουνιστές, διακόσιοι έλληνες φυλακισμένοι κομμουνιστές έχασαν τη ζωή τους από τους Γερμανούς όταν τον Μάιο του 1944 αποφασίστηκε ότι πενήντα Ελληνες θα εκτελεστούν για κάθε Γερμανό που σκοτώθηκε έπειτα από επίθεση ανταρτών στους Μολάους. Σκοτώθηκαν τέσσερις Γερμανοί, άρα θα εκτελεστούν 200 Ελληνες. Παράλογο, ασφαλώς, αλλά και πάλι υπήρξε ποτέ κάτι λογικό με τους ναζιστές;
Αυτοί οι φυλακισμένοι των φυλακών του Χαϊδαρίου, οι οποίοι εκτελέστηκαν τελικά στην Καισαριανή από τους Γερμανούς, είναι το θέμα του «Τελευταίου σημειώματος» (Ελλάδα, 2017), της τελευταίας, υπέροχης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη. Αλλά δεν είναι μια ταινία με θέμα της τους 200 εκτελεσθέντες κομμουνιστές. Είναι μια ταινία για τους 200 εκτελεσθέντες Ελληνες. ‘Η, ακόμη καλύτερα, μια ταινία για τους 200 εκτελεσθέντες Ανθρώπους.
Αξονας εδώ, τι άλλο; μια ανθρώπινη σχέση· εξάλλου ο άνθρωπος δεν ήταν ανέκαθεν το θέμα των ταινιών του Βούλγαρη; Από τη μια πλευρά ο Ναπολέων Σουκατζίδης (Ανδρέας Κωνσταντίνου), το παλικάρι, ο «ψημένος» αριστερός, ο νεαρός «συνταξιούχος» των φυλακών λόγω φρονημάτων. Και από την άλλη το «ανθρωπόμορφο τέρας», ο γερμανός διοικητής του στρατοπέδου στο Χαϊδάρι Καρλ Φίσερ (Αντρε Χένικε), δικηγόρος ως πολίτης, καλλιεργημένος, λάτρης των αρχαίων Ελλήνων και μεθυσμένος από την επιρροή της ναζιστικής «ιδεοληψίας». Ο Σουκατζίδης είναι το πρόσωπο-κλειδί της ιστορίας, ο μεσάζων ανάμεσα στους κατακτητές και τους κρατουμένους, καθότι ως γερμανομαθής, ήταν εκείνος τον οποίο ο Φίσερ επέλεξε ως διερμηνέα του.
Οι δύο πυλώνες της ταινίας, ο παράδεισος και η κόλαση, το μηδέν και το άπειρο. Οι διάλογοι ανάμεσά τους είναι ο διανοητικός χυμός του «Τελευταίου σημειώματος», ο τρόπος με τον οποίο ο Βούλγαρης και η σεναριογράφος Ιωάννα Καρυστιάνη επέλεξαν για να αντιπαραθέσουν τη φιλοσοφία του ναζισμού (και κάθε παρεμφερούς ιδεολογίας) με την αστείρευτη ομορφιά της ζωής.
Οι σκηνές των δύο ηθοποιών ενίοτε αγγίζουν την απόλαυση αφού ο Ελληνας «τη λέει» συχνά στον Γερμανό· μπορεί να φοβάται μέσα του, αλλά έχει τελικά το θάρρος να εκφραστεί, να ειρωνευτεί, ακόμη και να σαρκάσει!
Μήπως όμως κατά βάθος ο Γερμανός θέλει να ακούσει αυτή την αντίθετη πλευρά; Το ερώτημα πλανάται έξυπνα στην ατμόσφαιρα. Μήπως ο Γερμανός νιώθει γοητευμένος από την αυταπάρνηση του φυλακισμένου; Μήπως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο τον επέλεξε ως διερμηνέα, ενώ θα μπορούσε να επιλέξει κάποιον άλλον, είτε έλληνα δοσίλογο, είτε φυσικά, Γερμανό;
Με έναν μαγικό τρόπο οι λέξεις της Καρυστιάνη, οι εικόνες του Βούλγαρη και το δέσιμο όλων αυτών από τον έμπειρο μοντέρ Τάκη Γιαννόπουλο καταλήγουν σε ένα τόσο συναρπαστικό σύνολο (παρότι γνωρίζεις εκ των προτέρων την κατάληξη) που τελικά, όσο ο χρόνος κυλά, τόσο νιώθεις ότι δεν θέλεις η ταινία να τελειώσει.
Οι δημιουργοί του «Τελευταίου σημειώματος» κατάφεραν να μαλάξουν τόσο καλά τη δραματουργία που σε κάνουν να θες λίγο ακόμη και λίγο ακόμη και λίγο ακόμη… Ακόμη και το κομμάτι της ερωτικής ιστορίας ανάμεσα στον Σουκατζίδη και τη Χαρά Λιουδάκη (Μάιρα Κράιλινγκ), τη νοσοκόμα με την οποία ο πρώτος είναι ερωτευμένος (και το αντίθετο), παρουσιάζεται τόσο όσο χρειάζεται, χωρίς φλυαρίες, χωρίς σιρόπια, χωρίς όλα εκείνα τα περιττά «νυφικά» στοιχεία που θα αποδυνάμωναν το «μεγάλο πλάνο», που βεβαίως είναι οι μάρτυρες, οι Αγιοι Ελληνες που εκτελέστηκαν.
Μια ταινία λιτή, σφιχτή (95′), ουσιαστική, μοντέρνα γυρισμένη (ο διευθυντής φωτογραφίας Σίμος Σαρκετζής έχει μια «κασαβετική» προσέγγιση στα πρόσωπα), με τρομερούς ηθοποιούς σε μοιρασμένους ρόλους (όσο υπερβολική κι αν ακούγεται η λέξη «τρομεροί», αποκρυσταλλώνει την αλήθεια), μελαγχολική μα συνάμα αισιόδοξη, μουλιασμένη στο δάκρυ μα και την ελπίδα. Θα χάσουν όσοι δεν την δουν. Βαθμολογία: 4 ½
«Suburbicοn» (ΗΠΑ, 2017)
Ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Τζορτζ Κλούνεϊ «Suburbicοn» (ΗΠΑ, 2017) δηλώνει το όνομα μιας κωμόπολης στον αμερικανικό Νότο στη δεκαετία του 1950, εκεί όπου ναι μεν η επιφάνεια λάμπει από καθαριότητα, αλλά το εσωτερικό είναι σκοτεινό και ρυπαρό: μια κοινωνία παθιασμένα, αρρωστημένα ρατσιστική, έτοιμη να κατασπαράξει την οικογένεια μαύρων που τόλμησε να μετακομίσει στην περιοχή. Ωστόσο, το ζήτημα του φυλετικού ρατσισμού θα μπει σε δεύτερο, αν όχι σε τρίτο πλάνο, όταν σύντομα αναδυθεί εκείνο που βρίσκεται σε πρώτο και που είναι το τέλος της αθωότητας, η προσπάθεια ενός αγοριού (Νόα Τζουπ) να γλιτώσει από τα χέρια ενός επικίνδυνου, διαβολικού πατέρα (Ματ Ντέιμον), ο οποίος θεωρεί τον γιο του εμπόδιο στη ζωή που έχει προγραμματίσει μαζί με την κουνιάδα του μετά τον θάνατο της γυναίκας του (η Τζουλιάν Μουρ σε διπλό ρόλο).
Με πρόσχημα αυτή την ιστορία, που ενίοτε αγγίζει την περιοχή του θρίλερ, ο Κλούνεϊ, μάλλον επιδερμικά, προσπαθεί να σχολιάσει τη νοσηρότητα που κρύβεται πίσω από τη γαλήνη της αμερικανικής suburbia, ένα θέμα που έχει απασχολήσει σε πολύ καλύτερες ταινίες σκηνοθέτες όπως ο Ντέιβιντ Λιντς ή οι αδελφοί Τζόελ και Ιθαν Κόεν, οι οποίοι εδώ συνυπογράφουν το σενάριο μαζί με τον ίδιο τον Κλούνεϊ και τον Γκραντ Χέσλποφ. Και ίσως τελικά θα ήταν προτιμότερο η υπογραφή των δύο αδελφών να βρισκόταν και στη σκηνοθεσία. Οχι ότι η ταινία δεν παρακολουθείται με περιέργεια (τουλάχιστον). Νιώθεις όμως ότι κάπου χωλαίνει, και η αίσθησή μου ήταν ότι αυτό το κάπου είναι η απουσία του χαρακτηριστικού ειρωνικού χιούμορ που διακρίνει τις δημιουργίες των Κόεν. Ο Κλούνεϊ θέλει το χιούμορ (και το έχει), όμως μέσα από την οπτική του νιώθεις ότι είναι χιούμορ αταίριαστο εξαιτίας της βαριάς και αποπνιχτικής ατμόσφαιρας.
Πολύ καλός σε ρόλο-αστραπή ο Οσκαρ Αϊζακ που υποδύεται έναν καπάτσο ασφαλιστή που θα φέρει σε δύσκολη θέση τον Ντέιμον και σε ακόμη δυσκολότερη τον ίδιο τον εαυτό του. Θα ήθελα να δω τον Αϊζακ υποψήφιο για το Οσκαρ β’ ρόλου, είναι το καλύτερο στοιχείο αυτής της ενδιαφέρουσας αποτυχίας Βαθμολογία: 2 ½
«Καβγάς στο κελί 99» («Brawl in cell 99», ΗΠΑ, 2017)
Με το γουέστερν «Τσεκούρι από κόκαλο», την πρώτη ταινία του (ως σκηνοθέτη), ο Σ. Κρεγκ Ζάλερ παρουσίασε μια πηγαία σκηνοθετική δυναμική αλλά και μια ιδιαίτερη σχέση με τη βία· μια ταινία για πoλύ σκληρά νεύρα και πολύ γερό στομάχι αλλά και που με έναν περίεργο τρόπο ούτε εκμεταλλεύεται ούτε και καταχράται την ωμότητα των βίαιων σκηνών της. Το ίδιο θα μπορούσες να πεις ότι συμβαίνει και στο δράμα φυλακών «Καβγάς στο κελί 99» («Brawl in cell 99», ΗΠΑ, 2017) όπου πρωταγωνιστεί ο Βινς Βον σε έναν ρόλο πολύ μακρινό από τις επιτυχίες του ως κωμικού («Γαμο-μπελάδες» κ.ά.).
Ο Βον, βέβαια, είναι και δραματικός ηθοποιός («Το κελί», «Κατ’ οίκον παρενόχληση»), αν και ποτέ πριν δεν είχε κρατήσει εξ ολοκλήρου στις πλάτες του μια τόσο μεγάλη σε διάρκεια ταινία (δυόμισι ώρες) παίζοντας έναν τόσο «πειραγμένο» αντιήρωα. Με το τεράστιο μπόι και το ξυρισμένο γουλί κεφάλι του, που θυμίζει νεοναζιστή (δεν είναι· όχι τουλάχιστον στη φάση που τον βλέπουμε) ο Βον πλάθει ένα μαγνητικό πρόσωπο: απολυμένος από τη δουλειά του, κερατωμένος από τη γυναίκα του, ο Μπράντλεϊ είναι ένας τελειωμένος 40άρης που θα βρεθεί στη φυλακή ως μεταφορέας ναρκωτικών και εκεί θα υπερβεί τον εαυτό του προκειμένου να σώσει την ίδια γυναίκα που τον απάτησε και το μωρό που κουβαλά στην κοιλιά της. Ολα αυτά μέσα σε μια ταινία εξαιρετικά αργών ρυθμών και ξαφνικών ξεσπασμάτων βίας που μοιάζει (κυρίως) σαν άσκηση ύφους και προβλέπω ότι θα αποκτήσει cult χαρακτήρα, όπως συνέβη και με το «Τσεκούρι από κόκαλο». Βαθμολογία: 3
«Κάιρο εμπιστευτικό» («The Nile Hilton incident», Δανία / Σουηδία / Γερμανία /, 2017)
Το «Κάιρο εμπιστευτικό» («The Nile Hilton incident», Δανία / Σουηδία / Γερμανία /, 2017) του Αιγύπτιου Ταρίκ Σαλέχ είναι μια πολύπλευρη ταινία. Κατ’ αρχάς, είναι ένα κλασικό ντετέκτιβ στόρι, στο οποίο η εξιχνίαση της υπόθεσης δολοφονίας μιας γυναίκας βρίσκεται στο επίκεντρο. Συγχρόνως, είναι το πορτρέτο ενός μοναχικού ανθρώπου, του αστυνομικού που έχει αναλάβει την υπόθεση (Φάρες Φάρες), ο οποίος πέρα από το ότι δεν ξέρει ούτε τι σημαίνει Facebook, σου δίνει την εντύπωση ότι καλύτερός του φίλος είναι το τσιγάρο. Και, τρίτον, είναι μια ταινία που πέρα από το αστυνομικό / υπαρξιακό περίβλημά της, κάνει βαθύτατους πολιτικούς σχολιασμούς για το μάλλον αβέβαιο μέλλον της χώρας, όπου η ιστορία εκτυλίσσεται, της Αιγύπτου, λίγο πριν από την επανάσταση. «Χτίζουμε ένα νέο Κάιρο με όραμα» λένε οι ταμπέλες στον δρόμο αλλά η κοινωνία που αντικρίζουμε είναι πολύ πιο «παλιά», ξεπερασμένη, βρώμικη και σάπια από αυτήν που ενδεχομένως έχουμε ούτως ή άλλως στο μυαλό μας. Μια κοινωνία όπου τίποτε δεν λειτουργεί σωστά, όπου όλες οι δημόσιες υπηρεσίες λαδώνονονται, όπου η συνείδηση είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας με την ελπίδα όμως ορατή, αφού άνθρωποι όπως ο αστυνομικός κεντρικός ήρωας μπορούν να κάνουν την εξαίρεση. Βαθμολογία: 3
«Απαγωγή» («Kidnap», ΗΠΑ, 2017)
Η «Απαγωγή» («Kidnap», ΗΠΑ, 2017) του Λούις Πριέτο βουλιάζει εξαιτίας του νηπιακής αντίληψης σεναρίου (του Κνάτε Λι) που θέλει την Χάλι Μπέρι διαρκώς στο βολάν του αυτοκινήτου ενώ προσπαθεί να σώσει το παιδί της που έπεσε θύμα απαγωγής στο πάρκο, μ’ εκείνη παρούσα. Τα όσα συμβαίνουν στην εξέλιξη της ιστορίας προσβάλλουν την νοημοσύνη του θεατή και σε κάνουν να πεις ότι κάτι τέτοιες αστήριχτες υπερβολές στο σενάριο, μόνο στο σινεμά τις συναντούμε. «Ω Θεέ μου χρειάζομαι βοήθεια!» μονολογεί η Χάλι στη μέση της ταινίας αλλά ο μόνος που χρειάζεται βοήθεια – και δεν την βρίσκει από πουθενά – είναι τελικά η ίδια η ταινία. Βαθμολογία: 1
«Γενέθλια θανάτου» («Happy death day», ΗΠΑ, 2017)
Στο θρίλερ «Γενέθλια θανάτου» («Happy death day», ΗΠΑ, 2017) του Kρίστοφερ Λάντον μια δολοφονία λαμβάνει χώρα ξανά και ξανά και ξανά με το ίδιο πάντα θύμα και τον ίδιο πάντα θύτη σε έναν επαναλαμβανόμενο (με παραλλαγές) εφιάλτη τον οποίο βλέπει ξανά και ξανά και ξανά το θύμα _ μια όμορφη και αντιπαθητική φοιτήτρια (Τζέσικα Ροθ). Η ταινία δεν κρύβει τα δάνειά της από την «Μέρα της μαρμότας» του Χάρολντ Ράμις όπου ο Μπιλ Μάρεϊ ζούσε ξανά και ξανά την ίδια μέρα, εγκλωβισμένος σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Μόνο που εν προκειμένω, έχουμε μια ταινία τρόμου που μόνον τρόμο δεν προκαλεί και η αποτυχία της, φυσικά, έγκειται στον πρόχειρο χειρισμό του θέματος που σε κάνει απλώς να γελάς με την ανοησία. Βαθμολογία: 1
«Σπίτι μου, σπιτάκι μας» («Home again», ΗΠΑ, 2017)
Η κομεντί «Σπίτι μου, σπιτάκι μας» («Home again», ΗΠΑ, 2017) της Χάλι Μέγερ Σάιερς, μπορεί να γίνει το cult των MILF. Μια απρόβλεπτα σέξι Ρις Γουίδερσπουν υποδύεται την 40άρα σε διάσταση (από τον Μάικλ Σιν) και μαμά δύο κοριτσιών, με το ταλέντο να «παίρνει» τα μυαλά όσων νεότερων ανδρών την περιτριγυρίζουν. Τριών φερέλπιδων κινηματογραφιστών για την ακρίβεια (Nατ Γουλφ, Πίκο Aλεξάντερ, Τζον Ρουντνίτσκι) που «καταλαμβάνουν» το σπίτι της αλλά με καλές πάντα προθέσεις, εφόσον μιλάμε για κομεντί απευθυνόμενη σε όλη την οικογένεια. Και όλα αυτά σε μια επίπεδη, άνοστη, γλυκερή ταινία που θυμίζει μέτρια τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1980. Βαθμολογία: 1
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
– Η μέρα που διήρκεσε 21 χρόνια (O Dia que Durou 21 Anos, Βραζιλία, 2013). Ντοκιμαντέρ του Καμίλο Ταβάρες πάνω στο στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βραζιλία (1964).
– Η ταινία LEGO NINJAGO (The LEGO Ninjago Movie, HΠA, 2017). Κινούμενα σχέδια σε σκηνοθεσία Τσάρλι Μπιν, Πολ Φίσερ, Μπομπ Λόγκαν.
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ