Βράδυ Τρίτης, μηνός Νοεμβρίου 2017. Σχεδόν μεσάνυχτα. Η Πλάκα αρχίζει σιγά σιγά να πηγαίνει για ύπνο. Ο κόσμος αραιώνει και τα σπίτια, τα καταστήματα, τα σοκάκια φωτίζονται από τους δημοτικούς λαμπτήρες.
του Δημήτρη Αθηνάκη
Οι χιλιάδες τουρίστες της ημέρας έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα σκηνικό που θυμίζει εγκατάλειψη. Είναι; Οχι – είναι απελπισία και παράδοση στην ανομία, στην ασχήμια, στα «έτσι μου αρέσει» και «το κάνω γιατί μπορώ».
Μα η Πλάκα; Τα Αναφιώτικα; Οι πρόποδες του Ιερού Βράχου; Το Φανάρι του Διογένη; Κι όμως, ναι – το βράδυ η Πλάκα δεν είναι πλέον η γραφική γειτονιά, «που θυμίζει νησί». Οταν πέφτει η νύχτα, τα κτίρια μετατρέπονται σε έναν καμβά όπου ο κάθε «καλλιτέχνης του δρόμου» έχει βάλει και εξακολουθεί να βάζει την υπογραφή του – πολλές φορές, μόνον αυτήν.
Μες στην πολυκοσμία και στη φούρια της πρωινής Αθήνας, είναι μάλλον δύσκολο να σταθεί το μάτι σου στο προφανές: η μισή Πλάκα είναι «γραμμένη». Οι τοίχοι αναπαλαιωμένων ή ανακατασκευασμένων κτισμάτων, ίσως και ενάμιση αιώνα ζωής, οι πόρτες, τα παράθυρα, ο διάκοσμος γίνονται πεδίον δόξης λαμπρόν για πολύχρωμες μουντζούρες.
«Πολλοί ιδιοκτήτες, όταν τελειώνουν οι εργασίες στο κτίριό τους, διατηρούν τις λαμαρίνες απέξω για να ξεσπούν εκεί οι γκραφιτάδες», λέει στην «Κ» αρχιτέκτονας που είχε αναλάβει αντίστοιχη εργασία. «Εχω δει ιδιοκτήτη να με κοιτάζει με απελπισία την πρώτη κιόλας ημέρα της παράδοσης του σπιτιού του, κατά την οποία είχε ήδη προλάβει κάποιος να εκφράσει γραπτώς και δημοσίως την αγάπη του για κάποια Γωγώ».
Η ώρα περνάει, είναι περασμένες μία. Οι τελευταίες καρέκλες «ανέβηκαν» στα τραπεζάκια και αλυσοδέθηκαν, τα διαφημιστικά του μενού μπήκαν «μέσα». Την απόλυτη ησυχία σπάνε πέντε-έξι «παπάκια» με πειραγμένες εξατμίσεις. «Κάθε βράδυ αυτό γίνεται. Στήνουν πηγαδάκια σε διάφορα ήσυχα και απόμερα σημεία της Πλάκας, ειδικά στα Αναφιώτικα, και… ευωδιάζει ο τόπος. Το καλοκαίρι γίνεται πατείς με πατώ σε. Κι εκεί που κάθονται, ρίχνουν κι ένα… βάψιμο στον τοίχο», περιγράφει στην «Κ» νεαρός υπάλληλος σε ταβέρνα της περιοχής.
Υπάρχουν, ασφαλώς, και οι πινακίδες που είναι δύσκολο να διαβάσεις τι λένε, αφού τα αυτοκόλλητα έχουν καλύψει πλείστες όσες εξ αυτών ή η καταστροφική μανία του οποιουδήποτε τις έχει «τσαλακώσει».
Μαζί με τις πινακίδες και τις επιγραφές, στο πιο τουριστικό σποτ της Αθήνας, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι, αλλά και οι μάντρες έχουν γίνει άλμπουμ με αυτοκολλητάκια, σαν εκείνα που συγκεντρώνουν διαχρονικά οι πιτσιρικάδες.
Αναρωτιέσαι: ο Δήμος Αθηναίων, το υπουργείο Πολιτισμού, η Εφορεία Αρχαιοτήτων τι κάνουν; Γιατί επιτρέπουν η Πλάκα –όπως και άλλες, πολλές, περιοχές του ιστορικού κέντρου– να βουλιάζει στην ασχήμια και στην ανομία;
Θα πει κανείς, εδώ δεν καθαρίζονται οι επιγραφές των δημοσίων κτιρίων, πολλά εκ των οποίων ανήκουν στις ευρύτερες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, από τις δεκάδες μουντζούρες, ποιος θα ασχοληθεί με τα υπόλοιπα;
Αυτό που, ωστόσο, παρατηρεί κανείς περπατώντας είναι ότι οι βάνδαλοι με τα σπρέι έχουν σεβαστεί προσώρας τους βαθιάς ιστορικής και συναισθηματικής αξίας ιερούς ναούς της Πλάκας, αλλά και τα μνημεία καθαυτά. Βέβαια, σύμφωνα με πληροφορίες από την Εφορεία Αρχαιοτήτων, η υπηρεσία κάνει ό,τι μπορεί για να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα στα σημεία δικαιοδοσίας της.
Περιφορά… σκουπιδιών
Λίγο αργότερα, κατά τη 1.30 το πρωί, συναντώ αδέσποτες γάτες και σκύλους της Πλάκας, που έχουν ορμήσει στα σκουπίδια και τα περιφέρουν στο Φανάρι του Διογένη. Ορμούν σε σωρούς από σακούλες είτε εκείνοι βρίσκονται στο πεζοδρόμιο είτε στον δρόμο ή –γιατί όχι;– σε λοφίσκους έξω από τα ερείπια ή τα εγκαταλελειμμένα κτίρια της περιοχής. Σε ένα τέτοιο εκ πρώτης όψεως εγκαταλελειμμένο κτίριο πέριξ της Ρωμαϊκής Αγοράς εισήλθε φιγούρα στις 2 το πρωί και χάθηκε στο σκοτάδι. «Αγνοούμε τις μικρές καταλήψεις κτιρίων που υπάρχουν στην Αθήνα. Εκεί πρέπει να αναζητηθεί η έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής για οτιδήποτε σε αυτή την πόλη – στη διαχείριση της γενικής απελπισίας», μου λέει κοινωνιολόγος του εν Αθήνησι.
Ακόμη και στα high class έγκατα της Πλάκας μεταξύ Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Φαναριού του Διογένη, οι σωροί των σκουπιδιών γίνονται σημείο συνάντησης ανθρώπων και αδέσποτων. Ολοι κάτι αναζητούν – φαγητό, ανακυκλώσιμα υλικά και χαρτόκουτα έδειχνε να διαλέγει νεαρός αλλοδαπός λίγα βήματα από τον σταθμό του Μοναστηρακίου.
Τα σκουπίδια της πιο προβεβλημένης γειτονιάς του κέντρου της ελληνικής πρωτεύουσας είναι ακόμη μια μεγάλη πληγή. Οι κάδοι, ακόμη και όσοι είναι άδειοι, ζέχνουν. Η παραγωγή απορριμμάτων από την επιχειρηματική δραστηριότητα είναι τεράστια και ο μοναδικός υπεύθυνος καθαριότητας, ο Δήμος Αθηναίων δηλαδή, φροντίζει απλώς να μαζεύει τα σκουπίδια και να είναι ευχαριστημένος – η κατάσταση, ας πούμε, των κάδων με τα σάπια σκουπίδια σαν να μην υπάρχουν, σαν να μην είναι εστίες μόλυνσης.
Η ώρα κοντεύει 2.30. Ενας άνδρας και μία γυναίκα, αδιάγνωστης στο σκοτάδι ηλικίας, σκυμμένοι, παίρνουν τη δόση τους σε ένα ξέφωτο, ενώ παρέες νεαρών «ξεφυτρώνουν» από σοκάκια και παρκάκια στους πρόποδες του Ιερού Βράχου. Τον χαμηλό φωτισμό διαταράσσει το περιπολικό που διασχίζει την Πλάκα. Δεν φάνηκε να ανησυχεί καμία πλευρά.
πηγή: Έντυπη Καθημερινη