Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (18-11-2017)

0
Με την τελευταία ταινία του ο Μίχαελ Χάνεκε ασκεί αυστηρή κριτική ματιά στην κοινωνία της ευμάρειας, που τρώγεται διαρκώς και δίχως λόγο με τα ρούχα της, αγνοώντας ότι τα πραγματικά προβλήματα της ζωής τα ζουν άλλοι

«Happy end» (Γαλλία / Αυστρία / Γερμανία, 2017)

Πολλά περίεργα πράγματα συμβαίνουν στο αρχοντικό του Καλέ που, κατά τα φαινόμενα, διευθύνει η μαντάμ Αν Λοράν (Ιζαμπέλ Ιπέρ), εκεί όπου η ιστορία του «Happy end» (Γαλλία / Αυστρία / Γερμανία, 2017), της τελευταίας ταινίας του Μίχαελ Χάνεκε, ως επί το πλείστον εκτυλίσσεται. Κατ’ αρχάς τα ίδια τα μέλη της οικογένειας, από την Αν μέχρι τον αδελφό της (Ματιέ Κασοβίτς), τον γιο της (Φραντς Ρογκόφσκι) και βεβαίως τον παλαιών αρχών πατέρα της (Ζαν Λουί Τρεντινιάν), νιώθεις ότι διακατέχονται από μια άρνηση για τα πάντα. Ανία, αδιαφορία, αποστροφή, απέχθεια.
Πρόσωπα αγέλαστα και ψυχρά, σαν ζόμπι πολυτελείας, δείχνουν να μην είναι ευχαριστημένα από τίποτε στη ζωή τους. Γκρινιάζουν, μουρμουρίζουν, διαμαρτύρονται, συμπεριφέρονται ανώριμα, μια μεγαλοαστική οικογένεια κυριολεκτικά της συμφοράς. Αλλά γιατί αλήθεια; Αφού δείχνουν να τα έχουν όλα! Ασφαλώς και υπάρχουν κάποια ζητήματα που οφείλουν να τα απασχολήσουν, όπως ένα ατύχημα στο εργοστάσιο της οικογένειας, αλλά στο κάτω-κάτω τι να πει και ο εργάτης που το έπαθε;
Εδώ που τα λέμε, τα προβλήματά τους είναι μάλλον φύκια για μεταξωτές κορδέλες, τα αληθινά προβλήματα βρίσκονται αλλού, αν και όχι και τόσο μακριά δηλαδή, απλώς τα ζουν άλλοι άνθρωποι που συμπτωματικά κατοικούν στην ίδια στέγη. Είναι το «αόρατο» υπηρετικό προσωπικό, το κάθε μέλος του κουβαλά τη δική του πικρή ιστορία, μια ιστορία που τα αφεντικά δεν θα μάθουν ποτέ, γιατί πολύ απλά δεν ενδιαφέρονται να τη μάθουν, απασχολημένα καθώς είναι με τα «προβλήματα» του δικού τους μικρόκοσμου.
Ο Χάνεκε αφήνει αυτή την κοινωνική αδικία να σχολιαστεί από μόνη της, χωρίς τίποτε το επιτηδευμένο. Μικρές πινελιές από τη ζωή των μεν και των δε μπορούν να αφήσουν ισχυρό αποτύπωμα στη συνείδησή μας, μπολιασμένες καθώς είναι με ένα χιούμορ σαρκαστικό και οξύ. Χιούμορ που ίσως να μη σε κάνει να γελάς, αλλά να χαμογελάς με πολλή πίκρα. Εργαλεία του σκηνοθέτη οι ηθοποιοί· όπως πάντα ο Χάνεκε αποσπά ερμηνείες λιτές και εκφραστικές χωρίς να ζητούνται πολλά από τους ηθοποιούς. Ιδίως ο Τρεντινιάν είναι θαυμάσιος στον ρόλο τού παρακμασμένου γέροντα, ο οποίος μαζί με τη μικρή εγγονή του (Φαντέν Αρντουίν) είναι οι πόλοι της ταινίας.
Συγχρόνως ο σκηνοθέτης μάς κλείνει και το μάτι, το «Happy end» μοιάζει να ακολουθεί την «Αγάπη», το αριστούργημα του Χάνεκε γυρισμένο έξι χρόνια νωρίτερα. Ο ίδιος αρνείται να δεχτεί το «Happy end» ως συνέχεια της «Αγάπης», αλλά τελικά δεν έχει και τόση σημασία, η όποια αναφορά που θα δείτε είναι περισσότερο ένα παιχνίδι, ένα σκέρτσο πολύ μακρινό από την ουσία της ταινίας.Βαθμολογία: 3 ½




«Δεν είμαι ο νέγρος σου» («I am not your negro»)
«Δεν είμαι πεσιμιστής γιατί είμαι ζωντανός. Είμαι αισιόδοξος. Ομως ο νέγρος σε αυτήν εδώ τη χώρα είναι το ίδιο φωτεινός ή, αν θέλετε, σκοτεινός όσο το μέλλον αυτής της χώρας. Είναι στα χέρια του αμερικανικού λαού και μόνο να κοιτάξει αυτό το θέμα και να το αντιμετωπίσει».
Αν για κάτι θα πρέπει να εκτιμηθεί το ντοκιμαντέρ του Ραούλ Πεκ «Δεν είμαι ο νέγρος σου» («I am not your negro»), αυτό είναι ότι θα δίνει διαπαντός την ευκαιρία σε κάποιον που δεν γνωρίζει τον λόγο του αμερικανού συγγραφέα Τζέιμς Μπάλντουιν να τον ανακαλύψει. Τα παραπάνω ειπώθηκαν από τον Μπάλντουιν στην έκρυθμη δεκαετία του 1960, όταν το θερμόμετρο για τη διεκδίκηση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μαύρων της Αμερικής είχε σπάσει και το αίμα τους χυνόταν ποταμός στους δρόμους της χώρας.
Ο Μπάλντουιν ήταν μια από τις φιλολογικές φωνές της μαύρης αντίστασης, ένας διάσημος συγγραφέας και διανοούμενος, ανοιχτά ομοφυλόφιλος, φίλος ηγετών όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Μάλκομ Χ και τυφλά αφοσιωμένος στο καθήκον που ο ίδιος είχε επιβάλει στον εαυτό του από τη στιγμή που επέστρεψε στη χώρα του από την Ευρώπη, όπου είχε «αυτοεξοριστεί». Γυρισμένο με πίκρα αλλά και με πολλή ζωντάνια και με κέφι, το ντοκιμαντέρ που προτάθηκε εφέτος για Οσκαρ, ξεφεύγει από κάθε είδους σύμβαση και με οδηγό του ένα ανολοκλήρωτο βιβλίο του Μπάλντουιν, τίτλος του οποίου θα ήταν «Remember your home», μετατρέπεται σε μια πρωτότυπη σύνοψη της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού στην αμερικανική κοινωνία από την εποχή των σκλάβων μέχρι τις μέρες μας. Βαθμολογία: 4 
Stronger: Με τη δύναμη της ζωής» («Stronger», ΗΠΑ, 2017)
Μια «σωματική» κυρίως (αλλά όχι μόνο) ερμηνεία του Τζέικ Τζίλενχααλ είναι το αβαντάζ της ταινία «Stronger: Με τη δύναμη της ζωής» («Stronger», ΗΠΑ, 2017) του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, που επιστρέφει σε μια σχετικά πρόσφατη τραγωδία των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν το 2010 η Βοστώνη έπεσε στο στόχαστρο βομβαρδιστικών επιθέσεων τζιχαντιστών τρομοκρατών. Εχει προηγηθεί η ταινία «Patriot’s day» του Πίτερ Μπεργκ που αναπαρήγαγε αυτούσια τα γεγονότα εκείνης της ημέρας. Εδώ η ιστορία επικεντρώνεται σε ένα θύμα. Στην περίπτωση του Τζεφ Μπόουμαν (Τζίλενχααλ), υπαλλήλου σε σουπερμάρκετ, ο οποίος έχασε τα πόδια του από μια έκρηξη. Η προσπάθειά του να σταθεί και πάλι όρθιος (κυριολεκτικά, με μεταλλικά πόδια), να ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή του, να ξαναβρεί, τελικά, τον εαυτό του δημιουργεί τον κόσμο της ταινίας. Δεν είναι μόνο τα σωματικά εμπόδια που τον δυσκολεύουν , είναι και ο περιβάλλων χώρος, οι άνθρωποι που ο Τζεφ πρέπει να ανεχθεί για να αντεπεξέλθει. Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν εμμένει ιδιαίτερα στη σχέση του ήρωα με το οικογενειακό περιβάλλον του, στους ανούσιους καβγάδες που θα ακολουθήσουν (όλοι ξεφεύγουν από την ουσία, την «επιστροφή» του Τζεφ), στο γεγονός ότι ο Τζεφ είναι τελικά ένα χρυσωρυχείο που όλοι θέλουν να εκμεταλλευτούν όσο είναι καιρός. Ο μόνος τρόπος για να τα καταφέρει είναι να αντισταθεί στη χυδαιότητα και στην αγοραία εκμετάλλευση και αυτή, τελικά, είναι η φιλοσοφία της ταινίας, που οπωσδήποτε έχει ενδιαφέρον αλλά συγχρόνως μπορεί να γίνει πολύ δυσάρεστη στην παρακολούθησή της. Η Μιράντα Ρίτσαρντσον στον ρόλο της λαϊκής μάνας του Τζεφ, που δεν ξέρει πώς να εκφράσει την αγάπη της, μπορεί και να διεκδικήσει ένα Οσκαρ Β’ ρόλου.Βαθμολογία: 2
«Justin League» (ΗΠΑ, 2017) 
Κρίμα που ένας καλός σκηνοθέτης όπως ο Ζακ Σνάιντερ, γνώστης του σύμπαντος των ηρώων της DC Comics, καταφεύγει σε κάθε τύπου κλισέ χωρίς καμία απολύτως πρωτοτυπία στο «Justin League» (ΗΠΑ, 2017). Εδώ, ένα γκρουπ υπερηρώων με αρχηγό τον Batman (Μπεν Αφλεκ) αναλαμβάνει να πολεμήσει τον Στέπενγουλφ (Σίαραν Χιντς – ο κακός της ιστορίας). Η ομάδα αποτελείται από την αμαζόνα Wonder Woman (Γκαλ Γκαντότ), τον Aquaman (Τζέισον Μομόα), τον Cyborg (Ρέι Φίσερ), τον Flash (Εζρα Μίλερ) και βέβαια τη νέμεση του Batman, τον Superman (Χένρι Καβίλ), ο οποίος επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών. Ακολουθεί ένα προβλέψιμο συνονθύλευμα θορύβου και καταστροφών σε ένα προχειροφτιαγμένο σύνολο χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ και πολύ κουραστικό (γιατί είναι, ούτως ή άλλως, ήδη γνωστό από άλλες προγενέστερες ταινίες). Πολύ φοβάμαι ότι ακόμα και οι φαν της DC θα μείνουν απογοητευμένοι.Βαθμολογία: 1





Αρδέννες (D’ Adrennen-Βέλγιο)

Δυο αδέλφια, ο ένας πρώην κατάδικος (Κέβιν Γιάνσενς) και ο άλλος πρώην κακοποιός που τώρα εργάζεται σε συνεργείο αυτοκινήτων (Χιεροέν Πέρσεβαλ), θα βρεθούν αντιμέτωπα με τη χειρότερη όψη του εαυτού τους από τη στιγμή που ο κατάδικος επιστρέφει σπίτι του. Σημαντικό ρόλο στην ιστορία τους θα παίξει μια σέξι γυναίκα (Βέρλε Μπέτενς) που είχε σχέση με τον κατάδικο και τώρα έχει με τον αδελφό του. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του βελγο-ολλανδού σκηνοθέτη Ρόμπιν Προντ είναι ένα σκληρό κοινωνικό – οικογενειακό δράμα γεμάτο λούμπεν, παρακμιακούς χαρακτήρες, ανεξέλεγκτη βία και μια μυστηριώδη αλλά ισχυρή αδελφική σχέση στον πυρήνα της ιστορίας της. Ταινία που σε κάνει να νιώθεις άβολα παρακολουθώντας την, αλλά με ορισμένες εξαιρετικά παιγμένες σκηνές, όπως για παράδειγμα εκείνη που τα δύο αδέλφια βρίσκονται στο σπίτι τους μαζί με τη μητέρα τους και δεν ξέρουν τι να πουν μεταξύ τους. Ωστόσο, μια ταινία που από τα πρώτα κιόλας λεπτά της προμηνύει ότι στο τέλος του τούνελ δεν θα υπάρχει τίποτε άλλο παρά κρημνός. Αρα προβλέψιμη. Βαθμολογία: 2
«Γραμμές» (Ελλάδα, 2017)
Οι «Γραμμές» (Ελλάδα, 2017) είναι μια ακόμη κατάμαυρη ελληνική ταινία πάνω στην κατάμαυρη Ελλάδα μιας κατάμαυρης οικονομικής κρίσης. Μια κατάμαυρη προσπάθεια του Βασίλη Μαζωμένου να αφουγκραστεί κατάμαυρους ανθρώπους με κατάμαυρα προβλήματα στο χείλος ενός κατάμαυρου κρημνού. Ως εδώ δεκτό. Μόνο που μοιρασμένη καθώς είναι σε επτά σκετσάκια, το καθένα εκ των οποίων έχει και τίτλο («Η ταράτσα», «Το εργοστάσιο», «Το χωράφι», «Μπάτμαν» κ.ο.κ.),  η ταινία επί της ουσίας είναι μια συρραφή επτά ταινιών μικρού μήκους που θα μπορούσαν κάλλιστα να σταθούν από μόνες τους (ως επτά μικρού μήκους). Εδώ νιώθεις ότι με το ζόρι έχουν γίνει μία και μεγάλου. Το μόνο που τις συνδέει είναι αυτή η κατάμαυρη ατμόσφαιρα που δεν οδηγεί πουθενά και μια τηλεφωνική «γραμμή ζωής» (εξ ου και ο τίτλος), μια φωνή που προσπαθεί να βοηθήσει απελπισμένους στα δύσκολα (και που επίσης δεν οδηγεί πουθενά). Ο Μαζωμένος έχει τον ενθουσιασμό εργολάβου κηδειών και δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα από μια αναπαραγωγή της μιζέριας. Σίγουρα έχει βελτιωθεί ως πλανοθέτης (η ταινία είναι σαφώς ανώτερη της προηγούμενης μυθοπλασίας του «Guilt»), αλλά αυτό δεν αρκεί (παίζουν Τάσος Νούσιας, Κώστας Ξυκομηνός, Εντριαν Φρίλινγκ, Αννα Καλαϊτζίδου κ.ά.).Βαθμολογία: 1
«Ανεμιστήρας» (Ελλάδα, 2017)
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στον «Ανεμιστήρα» (Ελλάδα, 2017) του Δημήτρη Μπίτου, όπου ένα κορίτσι (Δανάη Ανδρουλάκη) προσπαθεί να γεφυρώσει τη διαλυμένη σχέση των γονιών του (Γιώργος Βαλαής, Ειρήνη Δράκου) για να ξαναγίνουν όλοι τους μια ωραία οικογένεια. Ενώ το θέμα θα μπορούσε να έχει ενδιαφέρον, ουδείς στην ταινία δείχνει ότι πιστεύει αυτό που κάνει (ούτε και πείθει για αυτό που κάνει) ακριβώς επειδή αυτό που ο καθένας κάνει αγγίζει τα όρια του απίστευτου. Το κοριτσάκι, για παράδειγμα, εμφανίζεται κάποια στιγμή με μια χειροβομβίδα στο χέρι απειλώντας τους γονείς του να τα ξαναφτιάξουν. Αφήνω κατά μέρος το από πού ήρθε η χειροβομβίδα,  πράγμα με το οποίο ο σκηνοθέτης δεν ενδιαφέρθηκε· γιατί να το κάνει άλλωστε; Ο Γιώργος Λάνθιμος εξηγεί τι γίνεται στις δικές του ταινίες; Η σκηνή είναι τόσο κακά φτιαγμένη και παιγμένη, που κάθε δραματικό στοιχείο της μεταλλάσσεται σε φαρσικό, ιδίως όταν ο πατέρας αρχίζει να ουρλιάζει στο κορίτσι «πας να με τρελάνεις τελείως!», αγνοώντας προφανώς ότι ο χειρότερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις έναν άνθρωπο που σε απειλεί με χειροβομβίδα είναι να τον κάνεις να τιναχτεί από τον τρόμο:Βαθμολογία: 0
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.