Σε παραπάνω από 110 αίθουσες της χώρας διανέμεται η τελευταία ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, μια βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, με οδηγό την «Αναφορά στον Γκρέκο» και πυρήνα τη σχέση του συγγραφέα με τη γυναίκα του, Ελένη
«Καζαντζάκης» (Ελλάδα/Γαλλία, 2017)
«Η μοίρα σου είναι ο ανήφορος» ακούμε να λέει στον Νίκο Καζαντζάκη (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) ένας ιερέας (Στάθης Ψάλτης), όταν ο πρώτος «έψαχνε τον Ιησού Χριστό» ταλαιπωρώντας τον εαυτό του στο Ορος Σινά. «Μη φοβηθείς να τον ανέβεις». Και πράγματι, σύμφωνα με την ταινία «Καζαντζάκης» (Ελλάδα/Γαλλία, 2017) του Γιάννη Σμαραγδή αλλά και με τα όσα γνωρίζουμε για τη ζωή του Νίκου Καζαντζάκη, η μοίρα του συγγραφέα ήταν ένας ατελείωτος ανήφορος. Και σίγουρα δεν φοβήθηκε ποτέ να ανέβει.
Σκληρά παιδικά χρόνια με έναν βασανιστικό πατέρα (Αργύρης Ξάφης), μοναξιά, αμφισβήτηση, αφορισμός, γερμανική κατοχή, αδυναμία επικοινωνίας με το ελληνικό κράτος, αργότερα πολιτική σύγχυση (οι Αγγλοι τον θεωρούσαν κομματικό πράκτορα των Ρώσων και οι αριστεροί πράκτορα των Αγγλων). Ψηφίδες της άστατης, θυελλώδους ζωής ενός πηγαίου ταλέντου που συνθέτουν το κινηματογραφικό μωσαϊκό του κατά τη διάρκεια δύο περίπου ωρών.
Ωστόσο, ξεκινώντας από την παιδική ηλικία του Καζαντζάκη και φτάνοντας ως τον θάνατό του στη Νότια Γαλλία, ο Σμαραγδής δούλεψε μια δική του ιστορία για τον Καζαντζάκη, έστω και αν άξονας του σεναρίου είναι η «Αναφορά στον Γκρέκο», η στοχαστική αυτοβιογραφία του συγγραφέα. Είναι εμφανές ότι ο σκηνοθέτης δεν θέλησε να κάνει μια πλήρη «αναφορά» γεγονότων γύρω από τη ζωή του συγγραφέα, αλλά να μεταφέρει μετριασμένα στην οθόνη μέρος όσων ο ίδιος έχει εισπράξει από τον άνθρωπο που αγάπησε – είτε διαβάζοντας τα έργα του είτε μελετώντας τη ζωή του. Ο «Καζαντζάκης» λοιπόν δεν είναι μια ταινία «εγκυκλοπαιδικής ανάγνωσης» αλλά μια αισθαντική ταινία μυθοπλασίας κατά τη διάρκεια της οποίας βλέπουμε όλα όσα για τον σκηνοθέτη υπήρξαν σημαντικά στάδια στη ζωή του.
Και τα σημαντικότερα από αυτά τα στάδια ήταν, πρώτον, η στροφή του Καζαντζάκη προς τον βουδισμό και δεύτερον – και κυριότερο – η γνωριμία του με την Ελένη Καζαντζάκη (Μαρίνα Καλογήρου), με την οποία ανέπτυξε μια πολύ ιδιαίτερη, μοναδική σχέση, πέρα από το σεξ, τον έρωτα και την αγάπη. Αυτή η σχέση άντρα – γυναίκας είναι τελικά η τεράστια δύναμη της ταινίας, το κομμάτι εκείνο που μπορεί κυριολεκτικά να τσακίσει ακόμη και την πιο κυνική ψυχή, ίσως επειδή ο σκηνοθέτης την εξιδανικεύει σε τέτοιον βαθμό που θαρρείς ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν όλα τα ζευγάρια ήταν σαν τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη. Αυτό το «εσύ κι εγώ ένα» που πίστεψαν για τον εαυτό τους βγαίνει υπέροχα στο πανί, σε ξεπερνά. Φυσικά ο Σμαραγδής υπήρξε πολύ τυχερός, γιατί οι δύο ηθοποιοί του δίνουν για τους ρόλους τους κάτι παραπάνω από τον καλύτερό τους εαυτό. Αλλά και πάλι, κάτι φαίνεται ότι είχε δει από πριν στο ντουέτο αυτό ο Σμαραγδής, γιατί ήταν εκείνος που τους επέλεξε.
Λάθη δεν λείπουν. Αρκετές σκηνές, ιδίως στην αρχή της ταινίας, όταν ο Καζαντζάκης ήταν ακόμη παιδί και μαθητής (όπου θα έπρεπε να υπάρχει ένα ηθοποιός νεότερος του Παπασπηλιόπουλου), αγγίζουν τη γραφικότητα, ενώ οι ξεναγήσεις του θεατή σε διάφορα σημεία της Ευρώπης όπου βρέθηκε ο Καζαντζάκης είναι καρτποσταλικού τουρισμού. Κάτι που επίσης βρήκα εκτός ταινίας ήταν η χρήση του Στέφανου Ληναίου για τον ρόλο του Καζαντζάκη ηλικιωμένου στο κρεβάτι του θανάτου. Ενώ σε αυτές τις σκηνές η Καλογήρου παραμένει η ίδια στον ρόλο της Ελένης Καζαντζάκη (τη βλέπουμε απλώς μακιγιαρισμένη μεγαλύτερη), εντύπωση προκαλεί η εμφάνιση του Ληναίου, πόσω μάλλον από τη στιγμή που πέντε χρόνια πριν από το 1957, χρονιά θανάτου του Καζαντζάκη, ο ήρωας είχε την εικόνα του Παπασπηλιόπουλου. Είναι φύσει αδύνατον να γέρασε τόσο πολύ μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, όσο και αν η αρρώστια του τον είχε παραμορφώσει. Προφανώς, εκεί, κάτι δεν πήγε καλά.
Ομως θα ήταν άδικο εξαιτίας κάποιων λαθών να παρακάμψει κανείς την ουσία που με συνέπεια αυτή η ταινία υπηρετεί ως το τέλος. Ο Σμαραγδής επίτηδες δεν παίρνει καμία απόσταση. Θέλει να υποκλιθούμε και εμείς, όπως αυτός, στην αγιοσύνη του προσώπου το οποίο πραγματεύεται, και το θέλει επειδή έτσι ακριβώς νιώθει τον Καζαντζάκη: ως άγιο. Βαθμολογία: 3
«Lucky» (ΗΠΑ, 2017)
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές φάτσες του αμερικανικού κινηματογράφου των τελευταίων 50 χρόνων, ο Χάρι Ντιν Στάντον, έχοντας στο ενεργητικό του 200 περίπου ταινίες, σειρές και τηλεταινίες, έφυγε πριν από λίγους μήνες από τη ζωή, έχοντας – ευτυχώς – προλάβει να μας παραδώσει το «Lucky» (ΗΠΑ, 2017). Μία από τις τελευταίες ταινίες της ζωής του και μία από τις ελάχιστες όπου τον βρίσκουμε πρωταγωνιστή (για την ακρίβεια, δεν τον θυμάμαι πρωταγωνιστή από το «Παρίσι Τέξας» και μετά).
Εχοντας τέτοια τεράστια ιστορία πίσω του, ο Στάντον δεν χρειάζεται μία ακόμη. Και πράγματι, η ταινία που σκηνοθέτησε στο ντεμπούτο του ο γνωστός ρολίστας Τζον Κάρολ Λιντς (ήταν ο θηριώδης, φαλακρός και καλόψυχος σύζυγος της Φράνσες Μακ Ντόρμαντ στο «Φάργκο» των αδελφών Κόεν) στην ουσία δεν έχει αυτό που λέμε «ιστορία». Γιατί η ιστορία αυτής εδώ της ταινίας είναι ο ίδιος ο ηθοποιός, η ψηλόλιγνη, σκελετωμένη φιγούρα, με το χαρακωμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο, τα βαθουλωμένα μάτια, το τσιγάρο διαρκώς κρεμασμένο στα χείλη, τις ατάκες που μόνον ο Στάντον ήξερε να πετάει, είτε σαν άνθη είτε σαν δηλητηριασμένα βέλη.
Ο Lucky περιφέρεται στο χωριό του, τον βλέπουμε να συναναστρέφεται διάφορους ανθρώπους (μάλλον φίλους δεν έχει), να κάθεται στο μπαράκι, να πηγαίνει στον γιατρό (Εντ Μπέγκλεϊ Τζούνιορ) που τον αποκαλεί «θαύμα της φύσης», να πίνει γάλα, να λέει ιστορίες και να κουβεντιάζει με έναν παράξενο τύπο (Ντέιβιντ Λιντς) που λατρεύει μια χελώνα.
Ο Lucky είναι κινηματογραφικός ήρωας, αλλά συγχρόνως είναι ο ίδιος ο Χάρι Ντιν Στάντον και πραγματικά νιώθεις υπέροχα να παρακολουθείς αυτόν τον γέροντα να κάνει τα πάντα ή να μην κάνει απολύτως τίποτε. Ακόμα και γι’ αυτό του αξίζει το Οσκαρ για το οποίο ποτέ δεν προτάθηκε και πολύ πιθανόν να τον προτείνουν τώρα μετά θάνατον. Βαθμολογία: 3 1/2
«Good time»
Η περίπτωση Ρόμπερτ Πάτινσον ούτε πρώτη είναι ούτε τελευταία. Ενας ηθοποιός που πολύ νέος έγινε sex symbol υποδυόμενος έναν συγκεκριμένο ήρωα σε επιτυχημένο franchise – τον βρικόλακα Εντουαρντ στις ταινίες «Λυκόφως» – και που τώρα που η σειρά ολοκληρώθηκε, προσπαθεί – καθώς εξάλλου μεγαλώνει – να σπάσει την εικόνα του ωραίου αναζητώντας νέα, φρέσκα πράγματα. Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Ντάνιελ Ράντκλιφ (Χάρι Πότερ), αν και μέχρι τώρα φαίνεται ότι εκείνος ακόμη το παλεύει.
Ο 31χρονος Πάτινσον δείχνει πολύ έξυπνος στις επιλογές του και τρανό παράδειγμα είναι η ταινία «Good time» των αδελφών Μπένι και Τζος Σάφντι, ένα ταχύ στους ρυθμούς του αλλά και πολύ στενάχωρο αστικό δράμα, γυρισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου στους δρόμους της νυχτερινής Νέας Υόρκης, εκεί όπου ο ελληνικής καταγωγής Κόνι (Πάτινσον) προσπαθεί να κάνει το σωστό αλλά τα κάνει όλα λάθος. Είναι ένας κακοποιός της πλάκας, ανίκανος να οργανώσει σωστά μια ληστεία και να βοηθήσει τον αργόστροφο αδελφό του.
Στη γεμάτη ένταση αλλά και χιούμορ ταινία, οι αδελφοί Σάφντι (ο Μπένι υποδύεται τον αργόστροφο αδελφό) αξιοποιούν με τον καλύτερο τρόπο κακόφημους δρόμους μιας επικίνδυνης μεγαλούπολης και αυτό φαίνεται στη δουλειά τους που συχνά φέρνει στο μυαλό την ορεξάτη κινηματογράφηση των αμερικανικών δρόμων από τον Τζον Κασσαβέτη ή τον Μάρτιν Σκορσέζε, την ώρα που το σενάριο έχει μια αύρα από το αριστούργημα «Ανθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το «Good Time» είναι χρηματοδοτημένο από την Hercules Film Fund που διευθύνεται από τον κ. Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση. Παραγωγός των ταινιών της Ηercules Film Fund είναι η Rhea Films LLC, η οποία διευθύνεται από τον Ελληνα Τέρι Ντούγκας και τον Γάλλο Ζαν Λικ Ντε Φαντί. Βαθμολογία: 3
«Χωρίς διέξοδο» («Collide», Αγγλία/Γερμανία/Κίνα, 2016)
Μια ασταμάτητης ταχύτητας αλλά πιο glossy περιπέτεια δρόμου είναι το «Χωρίς διέξοδο» («Collide», Αγγλία/Γερμανία/Κίνα, 2016) του Εραν Κρίβι με τον Νίκολας Χόουλτ – ο Τζ. Ντ. Σάλινγκερ της ταινίας «Επαναστάτης στη σίκαλη» που είδαμε προσφάτως – στον ρόλο ενός ταλαντούχου οδηγού μπλεγμένου σε μια υπόθεση μεταφοράς ναρκωτικών στις εθνικές οδούς της Γερμανίας. Οχι κάτι το ασυνήθιστο (πόσω μάλλον με τις ταινίες «Fast and furious» πίσω του) αλλά σίγουρα κεφάτο και με δύο ιερά τέρατα της υποκριτικής, τον Αντονι Χόπκινς και τον Μπεν Κίνγκσλεϊ, να κάνουν την πλάκα τους υποδυόμενοι αδίστακτους γκάνγκστερ. Ο μεν Χόπκινς απαγγέλλει Σαίξπηρ, ο δε Κίνγκσλεϊ κυκλοφορεί με λαμέ πιτζάμες, γυαλί ηλίου ’70ς και φαίνεται να έχει μια ανεξήγητη μανία με τον… Μπαρτ Ρέινολντς. Προσωπικά ευχαριστήθηκα το θέαμα, χωρίς όμως η ταινία να μου αφήσει κάτι. Βαθμολογία: 2 1/2
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ