Ενώ ο «Καζαντζάκης» του Γιάννη Σμαραγδή φαίνεται να μονοπωλεί το ενδιαφέρον των θεατών, οκτώ νέες ταινίες, οι περισσότερες δραματικές, από σήμερα στις αίθουσες. Κάποιες με ενδιαφέρον, όλες όμως χαμηλής ταχύτητας
«Λαίδη Μακμπέθ» («Lady Macbeth», Αγγλία, 2016)
Στην ανθολογία των χαρακτηριστικά δαιμόνιων γυναικών που έχουν περάσει από το σινεμά, μια θέση πλέον θα πρέπει να ανήκει στην άγνωστη αλλά εξαιρετική νεαρή Βρετανίδα Φλόρενς Πιου, την ηρωίδα του τίτλου της ταινίας «Λαίδη Μακμπέθ» («Lady Macbeth», Αγγλία, 2016). Στην πρώτη κινηματογραφική σκηνοθεσία του θεατρικού σκηνοθέτη Γουίλιαμ Ολντροϊντ, η αποκαλυπτική ηθοποιός – και αποκαλυπτική είναι η μόνη λέξη που νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα – πλάθει με πηγαία, εσωτερική δύναμη το πορτρέτο μιας πραγματικά επικίνδυνης, αδίστακτης γυναίκας που δεν θα αφήσει αρσενικό για αρσενικό όρθιο στην προσπάθειά της να διεκδικήσει τη θέση που θεωρεί ότι της αξίζει στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Εμπνευσμένη από τη νουβέλα «Lady Macbeth of Mtsensk» του Νικολάι Λεσκόφ, η ταινία μπορεί μεν να μην κρύβει το θεατρικό παρελθόν του δημιουργού της, είναι όμως καθαρός, λιτός, απέριττος κινηματογράφος που μπορεί να σε συνεπάρει με την πρώτη ύλη: τις ερμηνείες και τις εμπνευσμένες εικόνες. Αποφλοιωμένη από κάθε στοιχείο που θα της πρόσθετε δραματικό χαρακτήρα – για παράδειγμα απουσιάζει τελείως η μουσική – η «Λαίδη Μακμπέθ» εξετάζει με όρεξη πρόσωπα και καταστάσεις, δεν ασκεί πουθενά κριτική και αφήνει τους ηθοποιούς να «βγάλουν» ερμηνείες που αβίαστα σε συνεπαίρνουν· σχεδόν νιώθεις ότι δεν έχει καταβληθεί καν προσπάθεια. Βαθμολογία: 3 ½
«Ολα από την αρχή» («The bachelors», ΗΠΑ, 2017)
Δεύτερη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους του νεαρού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Κερτ Βόλκερ, το οικογενειακό δράμα «Ολα από την αρχή» («The bachelors», ΗΠΑ, 2017) προσπαθεί να εξετάσει με κατανόηση τις καταστάσεις που δημιουργούνται γύρω από ανθρώπους πληγωμένους από τη ζωή, οι οποίοι ενώ φαινομενικά δείχνουν ανήμποροι να πιαστούν από κάπου για να συνεχίσουν, βαθιά μέσα τους έχουν τη δύναμη – απλώς πρέπει να τη βρουν. Αξονας της ιστορίας η σχέση ενός ήσυχου, ευγενούς αλλά και βαθιά διαταραγμένου από τον θάνατο της γυναίκας του μαθηματικού (Τζ. Κ. Σίμονς) με τον έφηβο γιο του (Τζος Γουίγκινς). Ο μαθηματικός έχει «κολλήσει» άσχημα στο παρελθόν και τις αναμνήσεις – για κάποιο λόγο φορά τη ζώνη του περίεργα με την αγκράφα στα πλάγια, το σπίτι του είναι γεμάτο με κούτες που του θυμίζουν την πεθαμένη, κοιτάζει μπροστά του με απλανές, χαμένο βλέμμα, ένας ζωντανός νεκρός (μια ακόμη εξαίρετη ερμηνεία του Σίμονς). Το φλερτ με μια ξύπνια συνάδελφό του καθηγήτρια Γαλλικών (Ζιλί Ντελπί) δεν φαίνεται να οδηγεί κάπου, το ίδιο και οι συναντήσεις με τον ψυχαναλυτή του. Από την πλευρά του ο γιος προσπαθεί να τον βοηθήσει αλλά και να φτιάξει κι αυτός τη ζωή του αναζητώντας την επικοινωνία με μια συμμαθήτριά του (Οντέια Ρας) που κι αυτή έχει πολλά θέματα και ξεσπά με το να χαρακώνει με ξυράφια τη σάρκα της. Τίποτε όμως δεν μπορεί να φέρει αποτελέσματα κάτω από πίεση, «για να νιώσεις καλύτερα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να θέλεις να νιώσεις καλύτερα», όπως κάποια στιγμή ακούμε να λέει στον μαθηματικό ο ψυχαναλυτής. Ο δρόμος προς αυτή τη θέληση θα είναι δύσκολος, γεμάτος εμπόδια, επίπονος. Ομως ο στόχος, τελικά, δεν είναι ανέφικτος. Βαθμολογία: 3
«Thank you for your service» (ΗΠΑ, 2017)
Στα χρόνια του πολέμου στο Ιράκ αλλά και στα πρώτα που τον ακολούθησαν, 22 βετεράνοι πολέμου αυτοκτονούσαν κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το ακούμε στο «Thank you for your service» (ΗΠΑ, 2017) του Τζέισον Χολ, μια έντιμη, χωρίς ποτέ να γίνεται σπουδαία ταινία που καταπιάνεται με την προσπάθεια προσαρμογής στην πραγματικότητα μιας παρέας νεαρών φίλων (Μάιλς Τέλερ, Μπέουλα Κοάλε, Τζο Κόουλ) συμπολεμιστών στο Ιράκ. Το θέμα δεν είναι κινηματογραφικά άγνωστο και η αλήθεια είναι ότι έχει «γεννήσει» μεγάλες ταινίες του αμερικανικού σινεμά: από τα «Καλύτερα χρόνια της ζωής μας» (1944) – Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – ως τον «Ελαφοκυνηγό» (1978) – πόλεμος στο Βιετνάμ.
Η προσαρμογή δεν είναι το ίδιο εύκολη ή το ίδιο δύσκολη για όλους και οι αναμνήσεις της φρίκης, ίσως και των ενοχών, μπορούν να γίνουν ο χειρότερος εχθρός εκείνων που προσπαθούν να προσαρμοστούν – χειρότερος ίσως και από το σκληρό παρόν, όπου οι άνθρωποι που τους περιτριγυρίζουν είτε δεν έχουν τη δυνατότητα είτε δεν θέλουν να καταλάβουν τι ακριβώς έχει περάσει ένας βετεράνος πολέμου. Ολα αυτά εντοπίζονται με προσοχή στις λεπτομέρειές τους από τον σκηνοθέτη (αλλά και ηθοποιό – τον είχαμε δει στον «Ελεύθερο σκοπευτή» του Κλιντ Ιστγουντ), ο οποίος μάλιστα δούλεψε προσωπικά τη διασκευή σε σενάριο του ομότιτλου μπεστ σέλερ, γραμμένου από τον βραβευμένο με Πούλιτζερ αμερικανό δημοσιογράφο Ντέιβιντ Φίνκελ.Bαθμολογία: 2 ½
«Manifesto» (Γερμανία, 2015)
Κάτι σαν μωσαϊκό-σύνοψη των μεγάλων καλλιτεχνικών μανιφέστων του 20ού αιώνα, το «Manifesto» (Γερμανία, 2015) του Γιούλιαν Ρόζενφελντ είναι κατ’ αρχάς ένα ρεσιτάλ ερμηνειών της αυστραλέζας ηθοποιού Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία κατά μια έννοια «ενσαρκώνει» την ουσία αυτών ακριβώς των μανιφέστων που διαμόρφωσαν την αισθητική του 20ού αιώνα. Ο φουτουρισμός, ο ντανταϊσμός, ο καταστασιασμός, το Δόγμα ’95 μα και άλλες διακηρύξεις που σχετίζονται με την Τέχνη διαπερνούν ευθύβολα, σαν το ηλεκτρικό φως, την ταινία την ώρα που βλέπουμε την Μπλάνσετ να αλλάζει μορφές παίζοντας εκτός άλλων τον κλοσάρ, την επιτυχημένη μπιζνεσγούμαν, την παρουσιάστρια της τηλεόρασης ή τη φτωχή εργαζόμενη που πηγαίνει με το μοτοποδήλατο στην εργασία της. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι ανάμεσα στις χρονιές 2015 και 2017 ο Ρόζεφελντ, καλλιτέχνης με παρουσία στο Museum of Modern Art (MoMA) της Νέας Υόρκης και στη Saatchi Gallery του Λονδίνου, γύρισε με την Μπλάνσετ 13 διαφορετικά βίντεο, διάρκειας 60′ το καθένα, τα οποία είχαν παρουσιαστεί με τη μορφή της βιντεο-εγκατάστασης. Βαθμολογία: 3
«Ο γιος της Σοφίας» (Ελλάδα/Γαλλία/Βουλγαρία, 2017
Δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Ελίνας Ψύκου μετά την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», ο «Γιος της Σοφίας» (Ελλάδα/Γαλλία/Βουλγαρία, 2017) παρακολουθεί την ιστορία ενός μικρού Ουκρανού (Βίκτορ Κόμουτ) στην Αθήνα, όπου το καλοκαίρι του 2004, λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, έρχεται για να ζήσει με τη μητέρα του (Βάλερι Τσεπλάνοβα). Εκείνη κατοικεί στο σπίτι-μαυσωλείο ενός παρηκμασμένου γέροντα (Θανάσης Παπαγεωργίου) και δεν έχει ενημερώσει τον γιο της ότι πλέον θα έχει έναν «καινούργιο» πατέρα. Ο μικρός νιώθει καταπιεσμένος, αντιστέκεται στον γέροντα, ο οποίος με γελοία ιδιωτικά μαθήματα τον καταπιέζει για να του «μεταφέρει» τον ελληνικό πολιτισμό. Το παιδί δεν θέλει σχέσεις με όλα αυτά, σιχαίνεται το σπίτι, αντιπαθεί τον γέροντα, νοσταλγεί την πατρίδα του, κινείται αγέλαστο σε ένα περιβάλλον που δεν το θέλει, που τον απομονώνει και τον αποξενώνει. Η μάνα ανύπαρκτη. Ο «Γιος της Σοφίας» δεν είναι ακριβώς μια ταινία για την ενδοοικογενειακή βία, σίγουρα όμως είναι μια βίαιη ταινία, με θύμα ένα 11χρονο παιδί που δεν ζητεί τίποτε και είναι αναγκασμένο να έρθει αντιμέτωπο με όλους και με όλα. Η φαντασία είναι η μόνη του διέξοδος και οι σκηνές των παραμυθένιων οραμάτων του μοιάζουν με οάσεις μέσα στον εφιάλτη της πραγματικότητας που είναι αναγκασμένο να βιώνει καθημερινά. Το γεγονός ότι κάποια στιγμή οι ρόλοι θα αντιστραφούν δίνει στην ιστορία μια έξυπνη τροπή, χωρίς βεβαίως να αλλοιωθεί η ουσία της, που είναι η ελαφρότητα με την οποία κάποιοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μεγάλα ζητήματα όπως, για παράδειγμα, η ανατροφή ενός παιδιού.Βαθμολογία: 3
«Ussak» (Ελλάδα, 2017)
Με το «Ussak» (Ελλάδα, 2017) ο Κυριάκος Κατζουράκης ανιχνεύει την Ελλάδα της πλήρους εξαθλίωσης, χωρίς όμως να την ονομάζει καθώς το φιλμ μοιάζει τοποθετημένο σε μια δυστοπική, μελλοντολογική κοινωνία. Από τη μια πλευρά η άρχουσα τάξη που παίζει με τις ζωές των φτωχών ανθρώπων («καταφέραμε να καταργήσουμε τα εργατικά δικαιώματα και κανείς δεν σηκώνει κεφάλι γιατί δεν υπάρχει κεφάλι για να σηκωθεί!» φωνάζει ένας τέτοιος executive) και από την άλλη οι άνθρωποι-σκουλήκια που ζουν στον δρόμο ή σε χώρους στους οποίους έχουν κάνει κατάληψη και αργοπεθαίνουν. Πόρνες, κλοσάρ, ναρκομανείς, κακοποιοί, ρουφιάνοι, νταβατζήδες, μια θλίψη από την κορυφή ως τα νύχια, από την οποία απουσιάζει παντελώς η ελπίδα. Το σινεμά του Κατζουράκη σε καταθλίβει αλλά ποτέ δεν σε αφήνει αδιάφορο (παίζουν: Κάτια Γέρου, Γιάννης Τσορτέκης, Θεοδώρα Τζήμου, Νίκος Νίκας, Δημήτρης Πουλικάκος κ.ά.).Βαθμολογία: 2
«Paddington 2» (Αγγλία/ΗΠΑ/Γαλλία, 2017)
Το «Paddington 2» (Αγγλία/ΗΠΑ/Γαλλία, 2017) είναι η άκρως διασκεδαστική συνέχεια της επιτυχημένης κωμωδίας «Paddington», στην οποία παρακολουθούσαμε την ζωή ενός αρκούδου που υιοθετείται από μια οικογένεια καλών Λονδρέζων. Εδώ ο ίδιος αρκούδος θα βρεθεί στη φυλακή εξαιτίας της κλοπής ενός βιβλίου για την οποία ευθύνεται ένας ματαιόδοξος, παρηκμασμένος ηθοποιός (Χιου Γκραντ) που μέσω του βιβλίου ευελπιστεί να επανέλθει. Ολα εδώ είναι προβλέψιμα αλλά η ταινία δεν δείχνει επαναπαυμένη στην επιτυχία της προγενέστερής της. Αντιθέτως περιέχει ιδέες, όπως μια άψογα χορογραφημένη απόδραση από τη φυλακή, ή μια σκηνή με τρένα στο τέλος, που πραγματικά σε κάνουν να χαίρεσαι που τη βλέπεις. Τη μερίδα του λέοντος πάντως έχει ο Χιου Γκραντ σε μια πραγματικά κεφάτη ερμηνεία «κακού», ενώ η ταινία περιέχει πολλούς γνωστούς ηθοποιούς σε μικρούς ρόλους που δείχνουν να ευχαριστιούνται που συμμετέχουν σε αυτήν (Μπρένταν Γκλίζον, Τζιμ Μπρόντμπεντ, Τζούλι Γουόλτερς, Χιου Μπόνεβαϊλ, Σάλι Χόκινς κ.ά.). Μια πραγματικά υποδειγματική ταινία Χριστουγέννων, για μικρούς και για μεγάλους
«Ξαναγύρισε ο μπαμπάς» («Daddys’ home 2», ΗΠΑ, 2017)
Ενώ ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις, σύντομα η χριστουγεννιάτικη κωμωδία «Ξαναγύρισε ο μπαμπάς» («Daddys’ home 2», ΗΠΑ, 2017), «συνέχεια» της χριστουγεννιάτικης κωμωδίας «Γύρισε ο μπαμπάς» (2015), γίνεται προβλέψιμη και αστεία τόσο κρύα όσο το κρύο που κάνει την περίοδο των Χριστουγέννων στη Βόρεια Αμερική. Η ιδέα να παίξει ο Μελ Γκίμπσον τον γκομενιάρη μπαμπά του Μαρκ Γουόλμπεργκ και ο Τζον Λίθγκοου τον καλοκάγαθο συνταξιούχο μπαμπά του Γουίλ Φερέλ δεν είναι άσχημη, όμως τα λεκτικά αστεία ανάμεσά τους διαρκούν ένα τέταρτο και μετά τον πρώτο λόγο αποκτούν φαρσικές καταστάσεις στα όρια της σάχλας. Η σκηνοθεσία είναι του Σον Αντερς.Βαθμολογία: 1 1/2
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Σχετικά