Είναι δύσκολο να αγνοήσεις τον Νταν Μπράουν. Αν όχι ως συγγραφέα, σίγουρα ως εκδοτικό φαινόμενο. Φυσικά, συγγραφείς με πωλήσεις εκατομμυρίων αντιτύπων, δεκάδες μεταφράσεις σε διαφορετικές χώρες και διαδοχικές κινηματογραφικές διασκευές βιβλίων τους, έχουμε δει πολλούς.
του Ηλία Μαγκλίνη
Ωστόσο, η περίπτωση του Νταν Μπράουν έχει τις ιδιαιτερότητές της και αυτό φαίνεται και με το νέο του μυθιστόρημα, που είναι ένα ακόμα παγκόσμιο εκδοτικό γεγονός. Στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε στις 3 Οκτωβρίου από τον εκδοτικό οίκο Doubleday, παρουσιάστηκε με μεγάλη επισημότητα στην τελευταία διεθνή έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης (όπου ο ίδιος ο Μπράουν έδωσε το «παρών»), ενώ στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε μετάφραση του Χρήστου Καψάλη
Τίτλος του νέου βιβλίου,«Origin». Στην ελληνική έκδοση διατηρήθηκε ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος που σημαίνει «προέλευση» ή και «καταγωγή». Συνειρμικά έστω, στα αγγλικά ο τίτλος παραπέμπει στο δαρβινικό «Η καταγωγή των ειδών» και αυτό έχει τη σημασία του διότι με το μυθιστόρημα αυτό (το οποίο αριθμεί τις 672 σελίδες), ο γεννημένος το 1964 Αμερικανός συγγραφέας καταπιάνεται με το «καυτό» θέμα της τεχνητής νοημοσύνης, δίχως να αγνοεί, ακόμη μία φορά, το μάλλον αγαπημένο του θέμα της θρησκείας και της σχέσης της με την επιστήμη, όπως επίσης και τις θεωρίες συνωμοσίας.[…]
Στο «Origin», πρωταγωνιστής είναι, όπως και στα προηγούμενα, ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Λάνγκντον, ένα είδος σημειολόγου των θρησκευτικών συμβόλων. Αυτή τη φορά, από την Ιταλία και το Παρίσι μεταφερόμαστε στην Ισπανία, στο Μπιλμπάο και τη Βαρκελώνη. Ο Λάνγκντον έρχεται σε επαφή με έναν δισεκατομμυριούχο εφευρέτη και φανατικό άθεο, ο οποίος ανακοινώνει σε στενό κύκλο ότι έχει προβεί σε μια ανακάλυψη που θα αλλάξει μια για πάντα την αντίληψή μας για το ανθρώπινο γένος, θα αποτελειώσει τη θρησκεία και θα εγκαινιάσει την παντοκυριαρχία της επιστήμης. Ολα αυτά θα ανακοινωθούν στο κοινό σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Η ανακάλυψη για την οποία κάνει λόγο ο Εντμοντ Κιρτς, αυτός είναι ο άθεος μελλοντολόγος του Μπράουν, τρομοκρατεί τους εκπροσώπους των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, οι οποίοι κάνουν ό,τι μπορούν για να καθυστερήσει η ανακοίνωσή του στο ευρύ κοινό.
Περιπέτεια με ανατροπές
Δεν θα αποκαλύψουμε περισσότερα, πέρα από το ότι ο Λάνγκντον πέφτει πάνω σε καίρια τσιτάτα του Ουίλιαμ Μπλέικ περί της ανθρώπινης φύσης, καθώς και ότι η περίφημη ανακάλυψη σχετίζεται με τη δημιουργία τεχνητής νοημοσύνης […] Δεν χρειάζεται επίσης να τονίσουμε ότι στην καρδιά της αφήγησης φωλιάζει η καθαρή περιπέτεια, με σειρά φόνων, ανατροπές, καταδιώξεις και απελπισμένες απόπειρες είτε κάποια μυστικά να παραμείνουν μυστικά για πάντα είτε για να αποκαλυφθούν σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Δεν πρόκειται κανένας να θαυμάσει τον Νταν Μπράουν για τη γλώσσα του ούτε θα ήταν καλό να τον συγκρίνει, π.χ., με τον Ουμπέρτο Εκο ή τον Στίβεν Κινγκ. Ωστόσο, είναι ένας αρχετυπικός page-turner που μπολιάζει έξυπνα θρησκευτικά και επιστημονικά σχήματα στην πλοκή των έργων του.
Ακολουθεί ένα ενδεικτικό αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Origin», αντλημένο από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, όπως το προδημοσίευσε η «Καθημερινή»:
«Επιστροφή από την «άβυσσο»
Ο ναύαρχος Λουίς Αβιλα καθόταν σε ένα σκαμπό, μέσα σε μια παμπ όπου δεν υπήρχε ψυχή, σε μια πόλη άγνωστη. Αισθανόταν εξουθενωμένος από το ταξίδι του, καθώς είχε μόλις φτάσει αεροπορικώς στην πόλη, μετά από μια αποστολή στη διάρκεια της οποίας είχε μετρήσει πολλές χιλιάδες χιλιόμετρα, μέσα σε μόλις δώδεκα ώρες. Ηπιε μια γουλιά από το δεύτερο τόνικ που είχε παραγγείλει και έστρεψε το βλέμμα του πάνω στα πολύχρωμα μπουκάλια που αραδιάζονταν πίσω από το μπαρ.
Ο καθένας θα μπορούσε να παραμείνει νηφάλιος στην έρημο, αναλογίστηκε, μα μονάχα ο αληθινά πιστός μπορεί να στέκει σε μια όαση και να αρνείται να ανοίξει το στόμα του.
Ο Αβιλα δεν είχε ανοίξει το στόμα του για κανένα λόγο επί σχεδόν έναν χρόνο. Οπως παρατηρούσε το είδωλό του στους καθρέφτες του μπαρ, επέτρεψε στον εαυτό του μια σπάνια στιγμή ικανοποίησης στη θέα της μορφής που εμφανιζόταν εκεί.
Ο Αβιλα ανήκε σε εκείνη την ευτυχή κατηγορία Μεσογειακών αντρών για τους οποίους το πέρασμα του χρόνου έμοιαζε να αποτελεί μάλλον προσόν παρά μειονέκτημα. Με τον καιρό, τα σκληρά μαύρα γένια του είχαν μαλακώσει, σχηματίζοντας μια περιποιημένη, ψαρή γενειάδα, το φλογισμένο βλέμμα του είχε χαλαρώσει, αποκτώντας μια γαλήνια αυτοπεποίθηση, ενώ η σφιχτή, μελαχρινή επιδερμίδα του ήταν πλέον ηλιοψημένη και ρυτιδιασμένη, προσδίδοντάς του την αύρα ενός ανθρώπου που ατενίζει με μάτια μισόκλειστα τη θάλασσα στο διηνεκές.
Ακόμη και στα εξήντα τρία του, το σώμα του ήταν λεπτό και δυνατό, μια εντυπωσιακή σιλουέτα την οποία αναδείκνυε ακόμη περισσότερο η κατά παραγγελία ραμμένη στολή του. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο Αβιλα φορούσε τη μεγάλη, λευκή του στολή, ένα αρχοντικό σύνολο αποτελούμενο από λευκό σακάκι με διπλό κούμπωμα στο στήθος, φαρδιές μαύρες επωμίδες, μια εντυπωσιακή σειρά μεταλλίων, πουκάμισο με όρθιο, κολλαριστό γιακά και λευκό παντελόνι με μεταξωτή ρίγα.
Η Ισπανική Αρμάδα μπορεί να μην αποτελεί πλέον τον ισχυρότερο στόλο στον πλανήτη, όμως δεν έχουμε ξεχάσει πώς να ντύνουμε έναν αξιωματικό.
Ο ναύαρχος είχε χρόνια να φορέσει τη συγκεκριμένη στολή, όμως η αποψινή βραδιά ήταν ιδιαίτερη και, νωρίτερα, καθώς περιδιάβαινε τους δρόμους αυτής της άγνωστης πόλης, είχε απολαύσει το ενδιαφέρον στα βλέμματα των γυναικών, καθώς και την απόσταση που κρατούσαν οι άντρες.
Οι πάντες σέβονται εκείνους που πορεύονται στη ζωή ακολουθώντας έναν κώδικα τιμής.
“Otra tonica? ” ρώτησε η χαριτωμένη μπαργούμαν. Ηταν τριαντάρα, με καμπύλες και είχε ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο.
Ο Αβιλα έγνεψε αρνητικά. “No, gracias”.
Το μπαρ ήταν ολότελα άδειο και ο Αβιλα ένιωθε τον θαυμασμό στο βλέμμα της μπαργούμαν. Ηταν όμορφη αίσθηση να είναι και πάλι ορατός. Επέστρεψε από την άβυσσο.
Το φρικιαστικό συμβάν που είχε κοντέψει να καταστρέψει τη ζωή του Αβιλα πριν από πέντε χρόνια θα παρέμενε για πάντα φωλιασμένο στα βάθη του νου του – μια εκκωφαντική στιγμή κατά την οποία η γη είχε ανοίξει και τον είχε καταπιεί ολόκληρο.
Καθεδρικός της Σεβίλης.
Πρωί, ανήμερα του Πάσχα.
Ο ήλιος της Ανδαλουσίας έλουζε τον χώρο όπως περνούσε μέσα από το βιτρό, απλώνοντας ολόγυρα στο πέτρινο εσωτερικό του Καθεδρικού ολόφωτες, πολύχρωμες δέσμες. Το εκκλησιαστικό όργανο βροντούσε χαρμόσυνα, την ώρα που χιλιάδες πιστοί γιόρταζαν το θαύμα της Ανάστασης.
Ο Αβιλα γονάτιζε μπροστά στην κουπαστή για να λάβει τη Θεία Κοινωνία και η καρδιά του πλημμύριζε από ευγνωμοσύνη. Εχοντας περάσει μια ολόκληρη ζωή υπηρετώντας στη θάλασσα, ο Θεός τον είχε ευλογήσει με το σπουδαιότερο δώρο: μια οικογένεια. Χαμογελώντας πλατιά, ο Αβιλα γύρισε στο πλάι και έριξε μια ματιά πίσω του, προς τη νεαρή σύζυγό του, τη Μαρία, η οποία εξακολουθούσε να κάθεται στα στασίδια, καθώς βρισκόταν σε τόσο προχωρημένη εγκυμοσύνη ώστε δεν άντεχε να κατηφορίσει ώς εκεί. Δίπλα της, ο τρίχρονος γιος τους, ο Πέπε, έγνεφε ενθουσιασμένος στον πατέρα του.
Ο Αβιλα έκλεισε το μάτι στο αγόρι και η Μαρία χαμογέλασε θερμά στον σύζυγό της.
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, σκέφτηκε ο Αβιλα, όπως στρεφόταν και πάλι προς τα εμπρός προκειμένου να κοινωνήσει.
Την επόμενη στιγμή, μια εκκωφαντική έκρηξη σάρωσε τον άψογο Καθεδρικό.
Μια εκτυφλωτική λάμψη και ολόκληρος ο κόσμος του παραδόθηκε στις φλόγες.
Το ωστικό κύμα τίναξε βίαια τον Αβιλα πάνω στην κουπαστή της Θείας Κοινωνίας, το σώμα του χτυπήθηκε από τη ζεματιστή καταιγίδα χαλασμάτων και ανθρώπινων μελών. Οταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, ο Αβιλα δεν μπορούσε να ανασάνει από τον πυκνό καπνό, και για μια στιγμή δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν ή τι είχε συμβεί.
Και τότε, κι ενώ τα αυτιά του βούιζαν ακόμη, άκουσε τις κραυγές αγωνίας.»
πηγή: Έντυπη Καθημερινή