Το «The greatest showman» με τον Χιου Τζάκμαν και το βρετανικό «Party» της Σάλι Πότερ ξεχωρίζουν στις αίθουσες
«The greatest showman» (ΗΠΑ, 2017).
Ξεκίνησε κυριολεκτικά από το μηδέν, «ο γιος του ράφτη» με τα τρύπια παπούτσια, και έγινε «The greatest showman» (ΗΠΑ, 2017). Ομως η ιστορία του Φινέα Μπάρνουμ (Χιου Τζάκμαν) δεν ήταν ούτε τόσο ηρωική ούτε τόσο φωτεινή όσο ο τίτλος της ταινίας του Μάικλ Γκρέισι σε κάνει αρχικώς να νομίζεις. Εκεί εξάλλου βρίσκεται και το ενδιαφέρον της ταινίας, που ως μιούζικαλ δεν θα έλεγα ότι διακρίνεται από κέφι. Αντιθέτως, αφήνει πίσω του μια αίσθηση μελαγχολίας και πίκρας. Γιατί πίσω από το αστραφτερό του χαμόγελο και την αισιοδοξία που τον χαρακτήριζε, ο Μπάρνουμ, τελικά, ήταν ένας κυνικός εκμεταλλευτής του ανθρώπινου πόνου.
Εκμεταλλεύτηκε τις αδυναμίες ανθρώπων που η φύση αδίκησε και τους «στρατολόγησε» για τη δημιουργία ενός τσίρκου φρικιών, το οποίο απέκτησε τρομερή φήμη· όχι πάντα θετική. Οπως φάνηκε, όμως, ανά πάσα στιγμή ο Μπάρνουμ μπορούσε να «αδειάσει» τους φίλους του και, πράγματι, αυτό έκανε όταν του δόθηκε η ευκαιρία να παίξει σε βαθύτερα νερά μέσω της τρομερής φωνής που ανακάλυψε σε μια πολύ όμορφη γυναίκα (Ρεμπέκα Φέργκιουσον), το «Διαμάντι της Σουηδίας».
Οταν αργότερα τελείωσε και αυτό, ο Μπάρνουμ επέστρεψε στα «φρικιά», ίσως επειδή τελικά το εξωτερικό κάλλος δεν μπορεί να συγκριθεί με την εσωτερική ομορφιά που εκπέμπει η έννοια της οικογένειας, όπου εξάλλου βρίσκεται η ουσία της ταινίας, στο σενάριο της οποίας συνέβαλε και ο Μπιλ Κόντον, σεναριογράφος του «Σικάγο» και σκηνοθέτης του «Dreamgirls» (διεκδικεί τρία βραβεία στις Χρυσές Σφαίρες). Βαθμολογία: 3
The Party (Αγγλία, 2017)
Στο «Party» της Σάλι Πότερ, επτά άνθρωποι, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται από τα 40 ως τα 80, συμμετέχουν σε μια συνεστίαση που διοργανώνει στο πολυτελές σπίτι της μια πολιτικός (Κριστίν Σκοτ Τόμας), η οποία μόλις εξελέγη υπουργός. Μυστικά και ψέματα και διαφορετικές νοοτροπίες, αλλοπρόσαλλες καταστάσεις, σεξουαλική τρέλα και άλλα πολλά ζητήματα διαπερνούν σαν κοφτερά ακόντια την ταινία, η οποία μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις 70 λεπτά, γίνεται κάτι σαν μια μικρογραφία της σημερινής, χαοτικής Αγγλίας.
Ολα θολά, τίποτε βέβαιο. Η Πότερ, που έγραψε το σενάριο, δουλεύει με άξονα το χιούμορ και όντως υπάρχει αρκετό, συχνά «μαύρο» (παρεμπιπτόντως η ταινία είναι ασπρόμαυρη). Ακόμα και ο τίτλος της ταινίας είναι διφορούμενος, αφού «party» σημαίνει επίσης «κόμμα». Ολα αυτά όμως δεν θα είχαν καμία σημασία αν η σκηνοθέτρια δεν είχε καταφέρει να δημιουργήσει ζουμερούς, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, που χάρη στο εκλεκτό καστ της ταινίας αποκτούν ισάξιο βάρος. Εκτός από τη Σκοτ Τόμας, παίζουν επίσης οι Κίλιαν Μέρφι, Τίμοθι Σπολ, Τσέρι Τζόουνς, Εμιλι Μόρτιμερ, Πατρίτσια Κλάρκσον και ο πάντα γοητευτικός ελβετός ηθοποιός Μπρούνο Γκαντζ. Βαθμολογία: 3
«Θαύμα» («Wonder», ΗΠΑ, 2017)
Κατά μία έννοια θα μπορούσες να πεις ότι το «Θαύμα» («Wonder», ΗΠΑ, 2017) του Στίβεν Τσμπόσκι, θεματικά τουλάχιστον, βρίσκεται κοντά στο «The greatest showman». Αν και παραμένει σταθερά στα επίπεδα ενός ευπρόσωπου οικογενειακού δράματος, η ταινία μιλά για τον ρατσισμό που είναι αναγκασμένοι να υφίστανται σε καθημερινή βάση οι άνθρωποι με προβλήματα στην εμφάνισή τους. Η Τζούλια Ρόμπερτς και ο Οουεν Γουίλσον υποδύονται τους καλόψυχους γονείς ενός αγοριού (Τζέικομπ Τρέμπλεϊ) με ταλέντο στις φυσικές επιστήμες, του οποίου όμως το πρόσωπο είναι εκ γενετής παραμορφωμένο και ακυρώνει το όποιο χάρισμά του.
Το γεγονός προκαλεί προβλήματα στο παιδί. Στο σχολείο, στις σχέσεις και φυσικά στον εαυτό του· ως και με κράνος είναι αναγκασμένο να κυκλοφορεί. Μοιρασμένη σε κεφάλαια, όπου οι αφηγητές διαφέρουν, η ταινία δεν κρύβει τη διάθεσή της να μεταφέρει ενάρετα μηνύματα, αλλά με χαμόγελο. Βασισμένη στο ομότιτλο best seller της Ρ.Τζ. Παλάσιο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος), το «Θαύμα» είναι φτιαγμένο με όλα τα συστατικά μιας ταινίας προορισμένης να συγκινήσει. Και αυτό ακριβώς καταφέρνει.Βαθμολογία:3
«Τα Μυστικά της Τεχεράνης» («Teheran taboo», Αυστρία / Γερμανία, 2017)
Οσοι έχουν υπόψη τους τα κινούμενα σχέδια «Βαλς με τον Μπασίρ», μπορούν να αντιληφθούν την αισθητική των «Μυστικών της Τεχεράνης» («Teheran taboo», Αυστρία / Γερμανία, 2017) του Αλί Σουζάντε. Αυτή η ιδιαιτέρως τολμηρή ταινία, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γυριστεί με ζωντανούς ηθοποιούς, φέρνει στο φως καταστάσεις που επικρατούν στην κοινωνία σκοταδισμού του Ιράν, όπου το μόνιμο θύμα είναι η γυναίκα. Οι ιστορίες των τριών γυναικών της ταινίας μάς μεταφέρουν σε μια Τεχεράνη της οποίας η ατμόσφαιρα θυμίζει εκείνη σε κακόφημες συνοικίες σε οποιαδήποτε μεγαλούπολη της Δύσης. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι οι περιορισμοί εδώ είναι ασφυκτικοί και η έλλειψη ελευθερίας πυρετώδης. Το ίδιο όμως και η υποκρισία. Για παράδειγμα, στην αρχή της ταινίας ένας ταξιτζής αναγκάζει μια γυναίκα σε πεολειξία μπροστά στο παιδί της και ένα λεπτό μετά γίνεται έξαλλος βλέποντας την κόρη του να περπατά στον δρόμο αγκαλιά με έναν νεαρό. Ακριβώς λόγω των περιορισμών που δεν προέρχονται μόνον από τους νόμους, μα και από τους ίδιους τους ανθρώπους και τις παραδόσεις τους, η παράνοια παραμονεύει και το εφιαλτικό αποτέλεσμα είναι αυτό που με θάρρος παρουσιάζει η ταινία. Βαθμολογία: 3 ½
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ