Η τελευταία ταινία του Αλεξάντερ Πέιν έχει αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή στον πλανήτη Γη αλλά τελικά μοιάζει με ένα διαρκές ταξίδι χωρίς προορισμό
Μικρόκοσμος» («Downsizing», ΗΠΑ, 2017)
Οχι τόσο μια ταινία επιστημονικής φαντασίας όσο μια ταινία περιπλάνησης τυλιγμένη μέσα στο αμπαλάζ της φαντασίας, ο «Μικρόκοσμος» («Downsizing», ΗΠΑ, 2017) του Αλεξάντερ Πέιν, παρότι έχει στοιχεία που κινούν το ενδιαφέρον, μπορεί να σε αφήσει αμήχανο μπροστά της, όπως αμήχανη μοιάζει και η ίδια απέναντι στο θέμα της.
Γιατί ποιο ακριβώς είναι τελικά το θέμα της;
Σε ένα πρώτο επίπεδο ο ελληνικής καταγωγής αμερικανός σκηνοθέτης δείχνει ότι ενδιαφέρεται για έναν σχολιασμό του κόσμου μας και των κινδύνων που ελλοχεύουν στον πλανήτη, απόρροια της μανίας του ανθρώπου να τρώγεται διαρκώς με τα ρούχα του, να «πειράζει» τα πάντα, να πειραματίζεται με τα πάντα.
Ετσι λοιπόν, η βασική ιδέα του «Μικρόκοσμου» βρίσκεται σε μια εφεύρεση νορβηγών επιστημόνων που ανακαλύπτουν έναν καινοτόμο τρόπο σωτηρίας της Γης από το πρόβλημα του υπερπληθυσμού: τη σμίκρυνση! Με 10 εκατοστά ύψος και 18 γραμμάρια βάρος, οι άνθρωποι θα καταναλώνουν λιγότερο, θα ζουν φτηνότερα, θα μολύνουν την ατμόσφαιρα λιγότερο (ο υπεύθυνος επιστήμονας παρουσιάζει μια μικρή σακούλα που φέρει τα απορρίμματα 36 ανθρώπων σε μια διάρκεια τεσσάρων χρόνων) κ.ο.κ.
Ωραίο ακούγεται το σχέδιο. Τόσο ωραίο που ένα ζευγάρι τυπικών αμερικανών μεσοαστών (Ματ Ντέιμον, Κρίστεν Γουίγκ) αποφασίζει να λάβει μέρος. Μόνο που από την αρχή τα πράγματα θα στραβώσουν και στην πράξη, μετά το πείραμα, τα προβλήματα όπως φαίνεται είναι εξίσου μεγάλα, εξίσου βαριά όσο το κανονικό ύψος και το κανονικό βάρος των ανθρώπων.
Σιγά-σιγά ο «Μικρόκοσμος» εξελίσσεται σε ένα ταξίδι ψυχεδελικό, διαστημικό, βιβλικό, παράδοξο. Οι καλύτερες στιγμές του είναι εκείνες όπου ο Πέιν – με διευθυντή φωτογραφίας τον επίσης ελληνικής καταγωγής Φαίδωνα Παπαμιχαήλ – στήνουν πραγματικά εμπνευσμένες σκηνές, όπως εκείνη της χορογραφίας της διαδικασίας σμίκρυνσης στο επιστημονικό κέντρο, με τον λιλιπούτειο Ντέιμον να μεταφέρεται με… σπάτουλα κ.λπ.
Στη φιλοσοφία της, όμως, ενώ η ταινία προβληματίζει, συγχρόνως σε μπερδεύει θέλοντας να μιλήσει για πάρα πολλά ζητήματα μέσα σε πάρα πολύ λίγο χρόνο. Το Μεταναστευτικό, το οικολογικό, το θρησκευτικό, το θαύμα της επιστήμης, η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου, ακόμη και… τα παιδιά των λουλουδιών, προσπαθούν να βρουν μια θέση στην ιστορία, αλλά τελικά δεν μπορούν να χωρέσουν όλα.
Καταλήγουμε λοιπόν σε μια αξιοπρόσεκτη αποτυχία, μια ταινία που διαρκώς ταξιδεύει αλλά δεν ξέρει πού να πάει.
Μια ενδιαφέρουσα παραδοξότητα που εντόπισα πάντως είναι ότι ενώ εν έτει 2017 βλέπουμε στο σινεμά τον άνθρωπο να καταφεύγει στην επιστήμη αναζητώντας στη σμίκρυνση τη λύση των προβλημάτων του, πριν από 60 χρόνια, η σμίκρυνση, και πάλι στο σινεμά, είχε παρουσιαστεί ως επιστημονική απειλή του πλανήτη διότι εξέφραζε φόβους για την πυρηνική καταστροφή. Αναφέρομαι σε μια άλλη ταινία φαντασίας, τον «Ανθρωπο που σμίκρυνε» του Τζακ Αρνολντ, από την οποία ο Πέιν είναι προφανώς επηρεασμένος. Βαθμολογία: 2
«Molly’s game» (ΗΠΑ, 2017),
Η Τζέσικα Τσαστέιν δεν χρειάζεται πλέον συστάσεις, αλλά κάτι που επίσης στην περίπτωσή της σε εντυπωσιάζει είναι η εξαιρετική επιλογή ρόλων (εκτός από προσωπικό κριτήριο θα πρέπει να έχει και ιδιοφυή ατζέντη). Στην ταινία «Molly’s game» (ΗΠΑ, 2017), που σκηνοθέτησε στην πρώτη του απόπειρα πίσω από την κάμερα ο σεναριογράφος – κάτοχος Οσκαρ για το «Social Network» – Ααρον Σόρκιν, η Τσαστέιν φαίνεται ότι ήξερε και πάλι τι διάλεγε.
Η Μόλι Μπλουμ – πρόσωπο υπαρκτό – κερδίζει άνετα μια αξιοπρεπή θέση στην ούτως ή άλλως αξιοζήλευτη φιλμογραφία της ηθοποιού. Είναι μια δυναμική και συγχρόνως αυτοκαταστροφική γυναίκα που όταν ένα ατύχημα καταστρέφει την καριέρα της στο σκι, βρίσκει νόημα στη ζωή της διοργανώνοντας χαρτοπαικτική λέσχη υψηλών προδιαγραφών (και κεφαλαίων). «Στόχος μου πάντα η νίκη» λέει. Ωστόσο, όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα λάθος είναι αρκετό για να φέρει την καταστροφή
Πέρα από την πολύ καλή Τσαστέιν (που διεκδικεί και πάλι τη Χρυσή Σφαίρα για αυτή την ερμηνεία), το «Molly’s game» μοιάζει με ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε αλλά χωρίς τον Μάρτιν Σκορσέζε στη σκηνοθεσία. Είναι πολύ γρήγορη αλλά όχι σφιχτή, ενίοτε μπορεί να γίνει κουραστική με τις απανωτές, αδιάφορες λεπτομέρειες γύρω από τα παιχνίδια του πόκερ και η αφήγηση της Τσαστέιν γίνεται σε τόσο γρήγορους ρυθμούς που «χάνεις» πράγματα. Επίσης, η σχέση της ηρωίδας με τον ψυχαναλυτή πατέρα της (Κέβιν Κόστνερ) χρειαζόταν λίγο περισσότερο χρόνο διότι, αν και είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας, κατά κάποιον τρόπο, έχεις την αίσθηση ότι υποβιβάζεται και αδικείται. Βαθμολογία: 2
ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
Για το θρίλερ «Παγιδευμένη ψυχή: Το τελευταίο κλειδί» («Insidious: The Last Key», ΗΠΑ, 2017) παραθέτουμε απόσπασμα από το δελτίο Τύπου της ταινίας. «Τα δημιουργικά μυαλά πίσω από το πετυχημένο franchise τρόμου Παγιδευμένη Ψυχή (Insidious) επιστρέφουν με το τέταρτο μέρος, σκορπώντας ρίγη ενθουσιασμού και… φόβου στους πολυπληθείς πιστούς οπαδούς του. Το σενάριο της ταινίας έχει επιμεληθεί ο φύλακας άγγελος Leigh Whannell (Saw), σεναριογράφος των τριών πρώτων ταινιών και σκηνοθέτης του Παγιδευμένη Ψυχή: Κεφάλαιο 3». Ο νοών νοείτω…Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ