Η Αθήνα είναι όπως τη συνηθίσεις. Αν μένεις στη μία της πλευρά -ας πούμε σε ένα Μαρούσι, ένα Χαλάνδρι, μία Λυκόβρυση βρε αδελφέ- αγνοείς την άλλη: το Περιστέρι, το Χαϊδάρι, τον Πειραιά. Υπάρχουν γειτονιές που ακόμα κι αν τις έχεις διασχίσει για να φθάσεις στον όποιον προορισμό σου, παραμένουν ανοίκειες και ακατάληπτες. Έτσι είναι οι μεγαλουπόλεις, θα πεις. Αλήθεια, έτσι είναι.
Σε μία από τις συνήθεις βόλτες μου στο τρεχαγύρευε, βρέθηκα στο Νέο Κόσμο και συγκεκριμένα στο Δουργούτι. Πριν κάποια χρόνια, βρισκόμουν στην περιοχή καθημερινά (ήταν η δουλειά μου λίγο πιο πέρα, επί της Συγγρού), αλλά είχα καιρό να περάσω.
Το Δουργούτι ήταν πάντοτε μία από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές της πόλης. Ως τη δεκαετία του 60, μόνο παράγκες έβρισκες εδώ και λασπουριά. Το νεορεαλισμό εκείνης της εποχής έχει καταγράψει ο Κούνδουρος στην ταινία “Μαγική Πόλις”. Με Φούντα, Βέγγο και Κατράκη. Και μουσική του Χατζιδάκι. Από εκεί και το “Μια Πόλη Μαγική”. Στους τίτλους της ταινίας και με τη ρετρό φωνή της Ζωής Μάγγου. Να το ιδείς, αν δεν το έχεις δει. Είναι διδακτικό και για το σήμερα.
Το 1965 ο Παπανδρέου -ο παππούς ντε- είπε το έπικ σύνθημα “κάτω η παράγκα” και εθεμελίωσε νέο οικισμό με την υπόσχεση να παραδώσει στους κατοίκους χίλια τόσα νεόδμητα διαμερίσματα. Με νερό και αποχέτευση περικαλώ. Και μεγάλους κοινόχρηστους χώρους! Και αίθρια ανάμεσα στα μπλοκς των πολυκατοικιών. Χλίδες.
Για κάποια χρόνια, έδειχνε το πράμα να αλλάζει. Βελτιώθηκε σημαντικά το επίπεδο διαβίωσης, έβλεπες παιδιά να παίζουν στις παιδικές χαρές και τα πάρκα, ηλικιωμένους να κάθονται στα παγκάκια και τα περβάζια, έβλεπες γλάστρες με βασιλικό και μύριζες σπιτικό φαγητό από τ’ανοιχτά παράθυρα. Οι άνθρωποι άρχισαν να ονειρεύονται πως η ζωή επιτέλους θα τους χαμογελάσει, πως υπάρχει ένα μέλλον πιο λαμπερό πάνου από τις στέγες των νεοαποκτηθέντων διαμερισμάτων τους.
Κι ύστερα διαψεύστηκαν όλα. Οι πολυκατοικίες πάλιωσαν, τα όνειρα ξεφτίσανε, η ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς άλλαξε. Έπεσε από πάνω και η κρίση ωσάν οδοστρωτήρας. Και πάλι ήρθε η ξυπολησιά και η φτώχεια να κατοικήσουν τούτη τη γειτονιά. Μία ξυπολησιά που θυμόντουσαν καλά, οι προσφυγικές κατοικίες που έχουν απομείνει στην περιοχή.
Το Δουργούτι, σου διηγείται μία παραβολή για ετούτη τη χώρα που ξεκίνησε μέσα από τις λάσπες και τη φτώχεια. Που διαμορφώθηκε μέσα από τη μετανάστευση. Που πίστεψε το όνειρο. Που θέλησε να υπερβεί την παράγκα της και να αποκτήσει φως. Και νερό και τηλέφωνο.
Που κοίταξε με πόθο την ευμάρεια της Δύσης και λαχτάρησε να δοκιμάσει να φάει κάτι παραπάνω από τις πατάτες μπλουμ και τη φασολάδα.
Που πλανεύτηκε από τα μεγάλα λόγια, τις υποσχέσεις και τις ευκολίες. Ναι, πλανεύτηκε! Ξεύρεις, καμιά φορά, είμαι κι εγώ σκληρός μ’αυτή τη χώρα. Της προσάπτω το πόσο άμυαλη και απερίσκεπτη φάνηκε. Τη μέμφομαι για το σημερινό της κατάντημα.
Και τείνω να ξεχνώ, κάτι που ευτυχώς μου υπενθυμίζει το Δουργούτι: το από που ξεκίνησε! Πώς ήταν πριν πενήντα κι εξήντα χρόνια. Δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, μήτε η φτώχεια, μήτε η μιζέρια, μήτε η μετανάστευση. Όπως δεν είναι ξένες προς ετούτη την πατρίδα, η τρυφερότητα, το νοιάξιμο και ο διονυσιασμός. Που στις δύσκολες στιγμές, σαν βάλσαμο γιατρεύουν τις πληγές της. Ακόμα κι εδώ. Σε αυτήν την ταλαιπωρημένη γειτονιά. Που ανέλπιστα, θα συναντήσεις ανθρώπους να σου χαμογελάσουν. Έλληνες και ξένους…
Μια πόλη μαγική
ζούμε μαζί οι δυο αγαπημένοι
μια πόλη σαν κι αυτή
πεθαίνει, ζει
κι αλλάζει μαγεμένη
Σαν πέσει η σκοτεινιά
η αναπνοή μου
θα σμίξει με τ’αγέρι
τότες η πόλη θα φανεί
μονάχη ερημική
σαν τ’ακριβό μου αστέρι.