Αν ένα πράγμα είναι βέβαιο με τον σκηνοθέτη Πολ Τόμας Αντερσον – δεν ξέρω καν αν θα το χαρακτήριζα χάρισμα – είναι ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να σε κάνει να αισθανθείς άβολα ενώ παρακολουθείς ταινία του.
«Αόρατη κλωστή» («Phantom thread», ΗΠΑ, 2017)
Το έχω νιώσει σε όλες του και είναι αρκετές, από τότε που το «Boogie nights», μια διασκεδαστική όσο και πικρόχολη μελέτη πάνω στον χώρο του αμερικανικού πορνό, γυρισμένη πριν από 20 ακριβώς χρόνια, έκανε τον Αντερσον για πρώτη φορά γνωστό στην Ελλάδα. Δουλειά των ηρώων των ταινιών του σκηνοθέτη (από τη «Μανόλια» μέχρι το «Θα χυθεί αίμα», από το «Punch drunk love» μέχρι το «The master» και το «Εμφυτο ελάττωμα») είναι να μας εκπλήσσουν, να μας κρατούν διαρκώς σε εγρήγορση, να «παίζουν» με τα νεύρα μας, να ανακατεύουν με μια αόρατη κουτάλα τον συναισθηματικό κόσμο μας.
Το ίδιο ακριβώς μού συνέβη και με την τελευταία ταινία του, την «Αόρατη κλωστή» («Phantom thread», ΗΠΑ, 2017), που είναι εποχής (δεκαετία του 1950) και γυρισμένη στην Αγγλία (η πρώτη ταινία του εκτός Αμερικής). Αόρατη κλωστή είναι ένας όρος που προέρχεται από τη βικτωριανή εποχή τον 19ο αιώνα και αφορά τις εξαιρετικά λεπτές κλωστές που χρησιμοποιούνταν στα ρούχα, σε σημείο να μη γίνονται ποτέ διακριτές. Ενώ δεν εξηγούνται πολλά σε ό,τι αφορά την περίεργη συμπεριφορά των δύο βασικών χαρακτήρων της, έναν διάσημο μόδιστρο ονόματι Ρέινολντς Γούντκοκ (Ντάνιελ Ντέι-Λιούις) και τη λαϊκή σερβιτόρα (Βίκι Κριπς) που θα βάλει στο σπίτι του, η σχέση των δύο αυτών ανθρώπων είναι τόσο έντονη, τόσο μυστήρια, τόσο απρόβλεπτης εξέλιξης, που δεν μπορεί παρά να σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Είναι μια σχέση εμφανώς διαστροφική, χωρίς να σου επιτρέπει όμως να ορίσεις με ακρίβεια την διαστροφή. Είναι μια σχέση εξάρτησης, αλλά εξάρτησης σε τι; Είναι μια σχέση ερωτικού πάθους, έλα όμως που το ερωτικό πάθος ελάχιστα «μεταφράζεται» σε σαρκική επαφή. Οι ραφές αυτής της σχέσης είναι τελικά αόρατες, σαν την αόρατη κλωστή στα ρούχα.
Πώς λοιπόν όλος αυτός ο παράξενος κόσμος να μη σου κεντρίσει την περιέργεια; Ο Αντερσον κτίζει τους δύο ήρωές του με υπομονή αξιοποιώντας στο έπακρο την ικανότητα του Ντέι-Λιούις να μεταμορφώνεται χωρίς τη βοήθεια του μακιγιάζ. Οι σκηνές εργασίας του Ρέινολντς Γούντκοκ είναι ίσως το πιο δυνατό σημείο της ταινίας, άψογα στημένες και παιγμένες, όχι μόνον από τον πρωταγωνιστή αλλά και τους ηθοποιούς σε μικρότερους ρόλους όπως οι ράφτρες του επιτελείου του, οι πάμπλουτες πελάτισσές του και φυσικά η καταπληκτική Λέσλι Μάνβιλ που υποδύεται την αδελφή του μόδιστρου, δίνοντας στην ψυχρή ηρωίδα της έναν αέρα από εκείνον της Τζούντιθ Αντερσον, της μέγαιρας οικονόμου Ντάνβερς στη «Ρεβέκκα» του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Βαθμολογία: 3 ½
«Ο άντρας που έριξε τον Λευκό Οίκο»
(«Mark Felt: The man who brought down the White House», ΗΠΑ, 2017).
Βαθύ Λαρύγγι ήταν το παρατσούκλι που είχαν δώσει οι δημοσιογράφοι της «Washington Post» στην πηγή του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ που τελικά τον βοήθησε στις αποκαλύψεις παρασκηνίου του σκανδάλου Watergate. Οπως πολλά χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε, το Βαθύ Λαρύγγι, του οποίου οι πράξεις οδήγησαν στην παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον από την προεδρία των ΗΠΑ, ήταν ο υψηλόβαθμος πράκτορας του FBI Μαρκ Φελτ, με τον οποίο ασχολείται το πολιτικό θρίλερ του Πίτερ Λάντσμαν«Ο άντρας που έριξε τον Λευκό Οίκο» («Mark Felt: The man who brought down the White House», ΗΠΑ, 2017).
Το παράξενο είναι – και σε αυτό το σημείο η ταινία στέκεται αρκετά – ότι ο Φελτ (Λίαμ Νίσον) είχε μέσα του έναν σκληροπυρηνικό, γνήσιο πατριωτισμό, δίνοντας την εντύπωση του τελευταίου ανθρώπου στην Αμερική ο οποίος θα έφτανε στο σημείο να δώσει απόρρητα κυβερνητικά μυστικά στον Τύπο. «Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δύναμη μιας έρευνας του FBI, ούτε το ίδιο το FBI» έλεγε και το πίστευε από την καρδιά του.
Στους λόγους για τους οποίους ο Φελτ αποφάσισε να κάνει αυτό το κρίσιμο βήμα στη ζωή του βρίσκεται το ενδιαφέρον της ταινίας. Οι λόγοι έχουν σχέση με την προσωπική του υπερηφάνεια, την οικογένειά του (η Νταϊάν Λέιν στον σύντομο αλλά ουσιαστικό ρόλο της συζύγου του), την τυφλή αφοσίωσή του στο σώμα αλλά και την απογοήτευσή του από αυτό. Μετά τον θάνατο του θρυλικού διευθυντή του FBI Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, του οποίου ο Φελτ υπήρξε δεξί χέρι, η υπηρεσία δεν τον δικαίωσε με μια προαγωγή. Αντιθέτως, ο Φελτ φορτώθηκε έναν διευθυντή που εξυπηρετούσε την κυβέρνηση Νίξον και ήθελε να κουκουλώσει την υπόθεση Watergatre που αποδείκνυε τη διαφθορά της κυβέρνησης. Εν τέλει, η προδοσία του ήταν μια πράξη πατριωτισμού. Βαθμολογία: 3
«Dolphin man» (Ελλάδα/Γαλλία/Καναδάς/Ιαπωνία, 2017)
Εντυπωσιακό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους του Λευτέρη Χαρίτου, το ντοκιμαντέρ «Dolphin man» (Ελλάδα/Γαλλία/Καναδάς/Ιαπωνία, 2017) είναι ένα χορταστικό πορτρέτο του διάσημου γάλλου δύτη Ζακ Μαγιόλ (1927-2001), ο οποίος έγινε γνωστός σε όλον τον κόσμο μέσω της μυθοπλαστικής ταινίας του Λικ Μπεσόν «Απέραντο γαλάζιο» (1988). Πρωταγωνιστής εκεί, στον ρόλο του Μαγιόλ, ήταν ο Ζαν Μαρκ Μπαρ, ο οποίος τώρα είναι αφηγητής. Το ντοκιμαντέρ προσπαθεί να σκαλίσει την ψυχή ενός δύτη που επηρέασε ολόκληρες γενιές. Ο Χαρίτος δουλεύει με φροντίδα το θέμα του σαν να προσπαθεί να φωτίσει το μυστήριο Ζακ Μαγιόλ, ο οποίος ως δύτης έδινε μεγάλη σημασία στη φιλοσοφία του ζεν και του γιόγκα, στην άσκηση ηρεμίας για να είναι ισορροπημένος στον βυθό. Ωστόσο, ο Μαγιόλ δεν ήταν πάντα αγαπητός, ούτε προσπαθούσε να γίνει. Αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας, αθεράπευτος νάρκισσος, παντελώς ανίκανος να κρατήσει όπως όφειλε τα καθήκοντα του οικογενειάρχη και του πατέρα. Ομως ένας άνθρωπος βαθιά ερωτευμένος με τη θάλασσα και την περιπέτεια της ζωής, ένας άνθρωπος που θα ήθελε πραγματικά να είναι δελφίνι γιατί πίστευε ότι το νερό είναι στη φύση μας και πρέπει απλώς να το ανακαλύψουμε. Βαθμολογία: 3
Προβάλλεται επίσης
Το κινούμενο σχέδιο «Ο άνθρωπος των σπηλαίων» («Early man», ΗΠΑ, 2017) του Νικ Παρκ, ένα ταξίδι μεταξύ της Παλαιολιθικής Εποχής και της Εποχής του Χαλκού. Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Σχετικά