Σε μια πλούσια κινηματογραφική εβδομάδα, τον πρώτο λόγο έχειη ταινία «Μαζί ή τίποτα» του τουρκικής καταγωγής γερμανού σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν, ο οποίος σχολιάζει το φαινόμενο της άνθησηςτου νεοναζισμού σε όλη την Ευρώπη και φυσικά και στην Ελλάδα
«Μαζί ή τίποτα» («Aus dem Nichts», Γερμανία / Γαλλία, 2017).
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, λέει η γνωστή ρήση, όμως το να πάρεις την απόφαση να ξεπεράσεις εαυτόν για να πάρεις το αίμα σου πίσω δεν είναι τελικά καθόλου εύκολη υπόθεση, όπως φαίνεται στην τελευταία, θαυμάσια ταινία του Φατίχ Ακίν, «Μαζί ή τίποτα» («Aus dem Nichts», Γερμανία / Γαλλία, 2017). Με «οδηγό» του την Νταϊάν Κρούγκερ σε σπουδαία στιγμή, πραγματικά ανατριχιαστική μέσα στην καρδιά του ρόλου της μάνας σε απόγνωση μετά τον θάνατο του τούρκου συζύγου και του γιου της, θυμάτων τρομοκρατικής επίθεσης νεοναζιστών της Γερμανίας, ο Ακίν έφτιαξε μια εύπεπτη περιπέτεια που ενώ κινείται μέσα στους κώδικες του Χόλιγουντ, νιώθεις τον ευρωπαϊκό παλμό της.
Γυρισμένη ως επί το πλείστον στη Γερμανία, αλλά με κορύφωση στην Ελλάδα, η ταινία παρακολουθεί βήμα προς βήμα την πορεία της κεντρικής ηρωίδας της από τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η τραγωδία στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Ο Ακίν έχει το βλέμμα τού ρεπόρτερ, οι έρευνές του άλλωστε για την υλοποίηση του σεναρίου υπήρξαν εξονυχιστικές, καθότι η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα και πρακτικά δικών στα οποία σχετίζεται η NSU, η νεοναζιστική οργάνωση της Γερμανίας, η οποία όπως φαίνεται στην ταινία (και όπως συμβαίνει στ’ αλήθεια) έχει ισχυρούς δεσμούς με τη «δική μας» Χρυσή Αυγή.
Η Χρυσή Αυγή άλλωστε είναι ο λόγος για τον οποίο η ιστορία μεταφέρεται στην Ελλάδα, με τον σκηνοθέτη Γιάννη Οικονομίδη και τη Γιούλα Μπούνταλη σε χαρακτηριστικά περάσματα. Ο Ακίν μας δίνει μια μουντή, μελαγχολική, κάθε άλλο παρά τουριστική Ελλάδα, κινηματογραφώντας την σε όλη της τη γύμνια σε περιοχές όπως ο Μαραθώνας, το Σούνιο, ο Σχινιάς και η Βαρυμπόμπη (ας σημειωθεί ότι την ευθύνη των γυρισμάτων στη χώρα μας είχε η εταιρεία παραγωγής BLACK ORANGE του Γιάννη Ιακωβίδη, της οποίας τελευταία δημιουργία είναι η πρόσφατη επιτυχία του Παντελή Βούλγαρη «Το τελευταίο σημείωμα»).
Υποψήφιο για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το «Μαζί ή τίποτα» κέρδισε το βραβείο, αλλά μια υποψηφιότητα στα Οσκαρ, που επίσης δικαιούνταν, δεν ακολούθησε. Δεν πειράζει. Ανεξαρτήτως βραβείων, παραμένει μια σημαντική δημιουργία του σκηνοθέτη της, ο οποίος μετά την απογοητευτική «Μαχαιριά» βρίσκεται και πάλι στα νερά του. Βαθμολογία: 3 ½
«Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου» («Hostiles», ΗΠΑ, 2017)
Boυτηγμένη μέσα στο απύθμενο μίσος, η τελευταία ταινία του Σκοτ Κούπερ «Ταξιδεύοντας με τον εχθρό μου» («Hostiles», ΗΠΑ, 2017) είναι ένα αντιηρωικό γουέστερν περιπλάνησης στο οποίο στρατιώτες του αμερικανικού Ιππικού καταδιώκονται από τους εφιάλτες των εγκλημάτων τους προς τους Ινδιάνους και γερασμένοι Ινδιάνοι σέρνονται πλέον με σκυμμένο το κεφάλι, έχοντας χάσει, με δυο λέξεις, τα πάντα.
Κέντρο βάρους της ταινίας ένας λοχαγός του ιππικού (Κρίστιαν Μπέιλ), άνθρωπος με τη φήμη ότι έχει πάρει περισσότερα σκαλπ Ινδιάνων από όσα έχουν πάρει οι Ινδιάνοι από τους λευκούς. Ολιγομίλητος και άτεγκτος, έχει δει πολλά και ξέρει μόνο να μισεί κάθε τι που σχετίζεται με τους Ινδιάνους. Αλλά η τελευταία αποστολή πριν από τη συνταξιοδότησή του (αποστολή την οποία αρχικώς αρνείται) είναι να μεταφέρει το Κίτρινο Γεράκι (Γουές Στάντι), έναν κάποτε πανίσχυρο, νυν τελειωμένο ινδιάνο αρχηγό, κάπου στη Μοντάνα, όπου ο τελευταίος θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Το ταξίδι τους είναι η ταινία και είναι ένα ταξίδι που θα αλλάξει όσους σχετίζονται με αυτό. Και οι σταθμοί του, όπως και τα πρόσωπα που η αποστολή συναντά, ανάμεσα στα οποία μια γυναίκα (Ρόζαμουντ Πάικ) της οποίας η οικογένεια σφαγιάστηκε από Ινδιάνους, διαμορφώνουν την εικόνα της εποχής στα τέλη του προπερασμένου αιώνα: οι Ινδιάνοι έχουν εξαφανιστεί πλήρως, πνιγμένοι μέσα στο αίμα τους και ο λευκός «πολιτισμός» συνεχίζει ακάθεκτος την πορεία του.
Το αποτέλεσμα είναι μια πολύ στενάχωρη (και την ίδια ώρα πανέμορφη σε ό,τι αφορά τους φυσικούς χώρους γυρισμάτων της) ταινία, στην οποία το ψυχολογικό στοιχείο κυριαρχεί μπροστά σε εκείνο της περιπέτειας που μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Η μόνη αχτίδα φωτός είναι ότι πρόκειται επίσης για μια ταινία που μιλά για την ανάγκη συγχώρεσης και μετάνοιας, ο μόνος τρόπος για να κάνεις ένα βήμα παρακάτω. Βαθμολογία: 3
«Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή» («Mudbound», HΠA, 2017)
Το οικογενειακό δράμα «Mudbound: Δάκρυα στον Μισισιπή» («Mudbound», HΠA, 2017) μας μεταφέρει στην αγροτική Αμερική την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα από την ιστορία δύο οικογενειών, των λευκών Μακ Κάλεν και των μαύρων Τζάκσον, αποτυπώνει για μία ακόμη φορά την εικόνα μιας Αμερικής που έχουμε δει πολλές φορές στο σινεμά: του φυλετικού ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και των προκαταλήψεων.
Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης ταινίας όμως έγκειται στο πώς η σκηνοθέτρια Ντι Ρις λέει την ιστορία ακολουθώντας τη γραμμή που χάραξε το ομότιτλο μπεστ σέλερ της Χίλαρι Τζόρνταν. Δεν υπάρχει ένας κεντρικός χαρακτήρας που να λειτουργεί ως άξονας. Αντιθέτως όλα τα βασικά πρόσωπα (και είναι αρκετά) έχουν λόγο ακόμη και στην off αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Ο καθένας έχει το δικό του μερίδιο στην αφήγηση, ο καθένας ανοίγει την ψυχή του έτσι όπως μόνον ο ίδιος μπορεί να κάνει και το αποτέλεσμα είναι ο θεατής να αποκτά μια σφαιρική άποψη των γεγονότων μέσα από τις διαφορετικές ματιές των ηρώων.
Προσιτός, κοινωνικός κινηματογράφος με επίκαιρο θέμα (δεν είναι τυχαίο που αυτή η ταινία γυρίστηκε σήμερα), δικαίως έφτασε μέχρι τα Οσκαρ διεκδικώντας βραβεία σε τέσσερις κατηγορίες, από τις οποίες η μία γράφει Ιστορία: η Ρέιτσελ Μόρισον είναι η πρώτη γυναίκα διευθύντρια φωτογραφίας που διεκδικεί Οσκαρ. Οι άλλες τρεις είναι για το σενάριο, Β’ ρόλου, για τη Μέρι Τζ. Μπλάιτζ και τραγουδιού (Mighty river). Βαθμολογία: 3
«Aναχώρηση για Παρίσι 15.17» («The 15.17 to Paris», ΗΠΑ, 2018)
Εκτιμώ απεριόριστα τις σκηνοθετικές αρετές του Κλιντ Ιστγουντ, όμως η «Aναχώρηση για Παρίσι 15.17» («The 15.17 to Paris», ΗΠΑ, 2018), δεν παύει να είναι μια απογοήτευση. Γιατί το κατόρθωμα των τριών νεαρών Αμερικανών (Σπένσερ Στόουν, Αντονι Σάντλερ, Αλεκ Σκαρλάτος) που εν έτει 2015 κατάφεραν να σταματήσουν μια τρομοκρατική επίθεση σε τρένο με κατεύθυνση από το Αμστερνταμ στο Παρίσι έρχεται τελικά σε δεύτερη μοίρα στην εδώ «αναπαράστασή» του.
Ο Ιστγουντ φλυαρεί με φλας μπακ στα παιδικά χρόνια των τριών ηρώων και με σκηνές τουρισμού σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Αν κάτι εντυπωσιάζει πάντως είναι το πόσο βαθιά μέσα στη συνείδηση πολλών Αμερικανών είναι χαραγμένη η «κουλτούρα του όπλου», την οποία βέβαια ο Ιστγουντ υπερασπίζεται. Ρίσκο του Ιστγουντ πάντως – που αποδεικνύει ότι ως σκηνοθέτης παραμένει απρόβλεπτος και πειραματίζεται – ήταν η απόφασή του να μη χρησιμοποιήσει επαγγελματίες ηθοποιούς στους ρόλους των τριών ηρώων αλλά τα πραγματικά πρόσωπα που συμμετείχαν στην πράξη. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι οι Σάντλερ, Σκαρλάτος και Στόουν δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα ως προσωπικότητες, δεν «γράφουν» στον φακό έτσι όπως θα συνέβαινε με επαγγελματίες ηθοποιού στη θέση τους. Βαθμολογία: 2
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ
-Η κωμωδία «Μαζί τα φάγαμε» (Ελλάδα, 2018) σε σκηνοθεσία Στράτου Μαρκίδη. Παίζουν: Κώστας Αποστολάκης, Μπέσυ Μάλφα, Σωτήρης Καλυβάτσης κ.ά. Bαθμολογία: –
-Τα κινούμενα σχέδια «Tad: Το μυστικό του βασιλιά» («Tadeo Jones 2: El secreto del Rey Midas», Ισπανία, 2017) σε σκηνοθεσία των Ντέιβιντ Αλόνσο, Ενρίκο Γκάτο. Bαθμολογία: –
Η ρομαντική ταινία «Κάθε μέρα, άλλη μέρα» («Every day», ΗΠΑ, 2017) σε σκηνοθεσία Μάικλ Σάκσι. Παίζουν Ανγκούρι Ράις, Τζάστις Σμιθ κ.α.Bαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ