Ήταν το μόνο στη σειρά πάνω στην παλιά οικοδομική γραμμή, σχεδόν στο χείλος. Εβγαινε έξω στον δρόμο και άφηνε ένα στενό, μονάχα, πεζοδρόμιο. Είχα βγει στη Λιοσίων, αναπάντεχα, σε έναν από εκείνους τους περιπάτους γύρω και κάτω από την Αχαρνών. Θα έπρεπε να μελετηθεί όλη αυτή η περιοχή, δρόμο προς δρόμο, σπίτι προς σπίτι, όσο ακόμη διατηρεί κάτι από την όψη των μεταπολεμικών δεκαετιών. Αλλά ο χρόνος κυλάει γρήγορα…
του Νίκου Βατόπουλου
Το σπίτι που αντίκριζα στην οδό Λιοσίων 89 ήταν ένα απλό διώροφο της δεκαετίας του 1920 και σκέφτηκα ότι, τι κρίμα, σε αυτήν την τόσο παλιά περιοχή της Αθήνας, τα σπίτια του 19ου αιώνα έχουν ήδη σχεδόν όλα χαθεί χωρίς να αφήσουν παρά σκόρπια φωτογραφικά τεκμήρια.
Τα σπίτια του 1920, που ήταν κάποτε τα νεοφερμένα στην περιοχή, είναι αυτά που σήμερα πλέον εκφράζουν το μακρινό παρελθόν, θολό, ασαφές, αγνοημένο. Οι κύκλοι του χρόνου.
Το νούμερο 89 της Λιοσίων είναι σχετικά κοντά στον σταθμό Λαρίσης και έτσι όπως το έβλεπα, μόνο και βουβό, «παράταιρο» μέσα στα όρια της φυσικής περιοχής του, μου ήρθε στον νου η φωτογραφική υγρασία από τις μαυρόασπρες λήψεις του Στέλιου Σκοπελίτη πριν από 45 και 50 χρόνια, όταν εκείνος, σχεδόν μόνος, έβρισκε τα θνήσκοντα σπίτια, φορτωμένα με επιγραφές, ξεφτισμένα από τον χρόνο, εγκλωβισμένα σε οικοδομικά τετράγωνα που γρήγορα θα άλλαζαν.
Ηταν μια εκπαίδευση του βλέμματος και του νου εκείνες οι φωτογραφίες και σήμερα, όλα εκείνα τα φωτογραφικά θραύσματα ενός θνήσκοντος, τότε, 19ου αιώνα, επανέρχονται ορμητικά, ελευθερωμένα από τα δεσμά του χρόνου, για να ορίσουν εκ νέου μια σχέση βλέμματος και πόλης. Αισθήσεων και λογισμού.
Το 89 της Λιοσίων θα ήταν κάποτε ένα σπίτι σαν πολλά ακόμη. Θυμάμαι τον πατέρα μου που μου έλεγε ότι, όταν περπατούσε έφηβος από τα Πατήσια ώς το κέντρο της Αθήνας, θυμόταν τις ατέλειωτες πόρτες των σπιτιών, δρόμο με τον δρόμο, γειτονιά τη γειτονιά. Ετσι θα ήταν και αυτή η πόρτα της Λιοσίων, μια πόρτα φτιαγμένη από μάστορες, μια πόρτα «μοντέρνα» με επιρροές από τη «νέα τέχνη» που έφτασε στην Αθήνα μετά το 1910-15, αρκετά αργά, για να φέρει σταδιακά τη μετακύλιση από τον νεοκλασικό κανόνα στον άξονα του Jugendstil και των πειραμάτων της μορφής.
Αλλά η παλιά Αθήνα, έτσι όπως έρχεται στα μάτια μας, είναι ένας κόσμος ολόκληρος, πολύσημος, μεν, αλλά ενιαίος μέσα στη χοάνη του χρόνου, εν τούτοις ευανάγνωστος, καθώς εσαεί οικείος αλλά εσχάτως απόμακρος. Είναι μια σχέση δραματική, όχι πλέον γαλήνια.
Γι’ αυτό η θέα προς τα άδεια σπίτια εκείνων των διαδρομών με τις ατελείωτες πόρτες σε αναρίθμητες παραλλαγές εξάπτει ένα ακαθόριστο αλλά εγγεγραμμένο παρελθόν.
Από μόνο του το σπίτι της Λιοσίων 89 ήταν βουτηγμένο σε μια παλιοκαιρινή σέπια, σαν να έσταζε ακόμη το υγρό του παλιού φωτογράφου. Αυτό το καστανό χρώμα που το τυλίγει σήμερα τού δίνει μια αίσθηση φθινοπώρου, μιας αμετάκλητης πορείας προς τη γη, προς την επιστροφή.
Ηθελα να το βλέπω έτσι, με τα παράθυρά του κλειστά και μισάνοιχτα, με την επιγραφή του στο ισόγειο, λερή μεν αλλά άθικτη, να διαβάζω για το πρατήριο ποτών, με το μπαλκονάκι στην ταράτσα να είναι ασκεπές και τον σοβά ξεφλουδισμένο να μας δείχνει τη λιθοδομή στο ισόγειο και τα λεπτά επάλληλα τουβλάκια στον όροφο. Να, και ένα μάθημα ανατομίας.
Ετσι, σε αυτό το τραπέζι ενός αστικού νεκροτομείου, το άσημο αυτό σπίτι της Λιοσίων εμφανιζόταν έμπλεο συμβολισμών και η εξώθυρα σαν να άνοιγε πάλι για να οδηγήσει από την ξύλινη σκάλα, αθέατη αλλά υπαρκτή, στα δωμάτια του ορόφου. Ηταν ένα σπίτι μόνο, χωρίς τους ενοίκους του, χωρίς τον κόσμο που το γέννησε και το συνόδευσε.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή