Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (3-3-2018)

0

Η εν μέρει αυτοβιογραφική ταινία «Ladybird» και ο «Σπόρος» του Σεμίχ Καπλάνογλου ξεχωρίζουν στις αίθουσες

«Ladybird» (ΗΠΑ, 2017)

Αυτοβιογραφική κατά ένα αρκετά μεγάλο μέρος της, η «Ladybird» (ΗΠΑ, 2017) της ηθοποιού και σκηνοθέτριας Γκέρτα Γκέργουικ (η Φράνσες Χ της ομότιτλης ταινίας του Νόα Μπάουμπαχ) παρακολουθεί τις σχέσεις γύρω από διάφορους ανθρώπους που περιστοιχίζουν την κεντρική της ηρωίδα (Σίρσα Ρόναν, υποψήφια για το Οσκαρ Α’ ρόλου): η κοπέλα είναι ένα ιδιαίτερο, sui generis πλάσμα, με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες και μια πηγαία ανάγκη να ξεφύγει από τη μετριότητα της ζωής της στην Καλιφόρνια και να τραβήξει προς την Ανατολική Ακτή και τον πολιτισμό της Νέας Υόρκης.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και η Πασχαλίτσα (όπως η κοπέλα έχει βαφτίσει τον εαυτό της και επιμένει να την αποκαλούν) πηγαίνει σε θρησκευτικό, συντηρητικό σχολείο, δεν είναι η καλύτερη μαθήτρια του κόσμου και μεγαλώνει με δύο γονείς οι οποίοι, χωρίς να είναι αυτό που λέμε καταπιεστικοί, την εμποδίζουν να εκφραστεί όπως θέλει.
Από τη μια πλευρά το όνειρο και από την άλλη η απότομη προσγείωση στην ανιαρή πραγματικότητα που εκείνη μισεί. Ενα εκκρεμές το οποίο η Γκέργουικ δουλεύει με προσοχή, φορτσάροντας στις συγκρούσεις της Πασχαλίτσας με την αυστηρή αλλά καλοπροαίρετη μητέρα της, την οποία η Λόρι Μέτκαλφ υποδύεται ισορροπημένα στην πιο διάσημη κινηματογραφική στιγμή της που την οδήγησε στα Οσκαρ (Β’ ρόλου).
Με την απλότητα στην καταγραφή φυσικών σκηνών καθημερινότητας στο σχολείο και στο σπίτι της Πασχαλίτσας, αλλά και με το εύστροφο, διακριτικό χιούμορ της, η ταινία κερδίζει την προσοχή και τη συμπάθειά σου, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται κάτι που θα αποκαλούσες αξέχαστο. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να την κατατάξω στις ταινίες της χρονιάς, παρότι αυτό τελικά έγινε. Η «Πασχαλίτσα» απέκτησε περισσότερη φήμη απ’ όσο ίσως της άξιζε χάρη στις αρκετές υποψηφιότητες που συγκέντρωσε στα εφετινά Οσκαρ (απονέμονται την Κυριακή). Στα οποία τη βρίσκουμε ακόμα και στην κατηγορία της καλύτερης ταινίας!   Βαθμολογία: 3


 
«Ο σπόρος» («Grain», Τουρκία / Γερμανία / Γαλλία / Σουηδία / Κατάρ, 2017) 
Ενας κόσμος χαώδης, εφιαλτικός, αν και εξηγήσεις για το πώς έφτασε σε αυτό το σημείο δεν δίνονται – δεν είναι εξάλλου απαραίτητο να δοθούν -, βρίσκεται στο πρώτο πλάνο της τελευταίας ταινίας του τούρκου auteur Σεμίχ Καπλάνογλου «Ο σπόρος» («Grain», Τουρκία / Γερμανία / Γαλλία / Σουηδία / Κατάρ, 2017), μιας ταινίας που θεματικά όσο και κινηματογραφικά απέχει πολύ μακριά από την τριλογία του Γιουσούφ («Γάλα», «Αβγό» , «Μέλι») που τον έκανε γνωστό την τελευταία δεκαετία.
Ο Καπλάνογλου γύρισε τον «Σπόρο» ασπρόμαυρο και στην αγγλική γλώσσα, με διεθνείς ηθοποιούς, όπως ο πρωταγωνιστής Ζαν Μαρκ Μπαρ, και ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας στην Αμερική. Το άλλο είναι γυρισμένο στην Ανατολία της πατρίδας του και αν επιμένω στο χωροταξικό στοιχείο της ταινίας είναι διότι εξυπηρετεί την ιστορία κυριολεκτικά σαν πρωταγωνιστής, χωρίς ούτε ένα πλάνο να περνά αδιάφορο, με κάδρα που θα ζηλέψουν πολλοί του χώρου όταν τα δουν.
Ενα εγκαταλειμμένο, σάπιο λεωφορείο στη μέση της ερήμου, ένα φλεγόμενο δέντρο κάπου αλλού. Σκηνές μανιασμένου πλήθους σε πόλεις υπό κατάρρευση, σμπαραλιασμένες πολυκατοικίες και άλλα άδεια κτίρια. Τεράστια όρη πίσω από πεδιάδες με καταυλισμούς κινηματογραφημένες από ψηλά, η θάλασσα γεμάτη πτώματα πάνω από τα οποία περιπολεί ένα μικρό διαστημόπλοιο. Ολες αυτές οι εικόνες έχουν τόση ομορφιά μέσα στην αρνητική τους διάθεση, που τα χάνεις.
Ενσωματώνονται δε σε μια πρωτότυπη ιστορία που φλερτάρει διακριτικά με την επιστημονική φαντασία, χωρίς η ταινία να συγκαταλέγεται άμεσα σε αυτό το είδος: ο Ζαν Μαρκ Μπαρ υποδύεται τον επιστήμονα που προσπαθεί να ανακαλύψει τον τέλειο σπόρο που θα ξαναφέρει ισορροπία στην κατεστραμμένη Γη. Πραγματοποιεί το ταξίδι του μαζί με έναν άλλον επιστήμονα (Ερμίν Μπράβο), που θυμίζει περισσότερο φιλόσοφο και είναι εκείνος προφήτευσε το τέλος της επιστήμης. Το αποτέλεσμα είναι μια υπαρξιακή διαδρομή εξαιρετικά γοητευτική στην παρακολούθησή της, ένα road movie με ουσιαστικές οικολογικές προεκτάσεις και ίσως το ομορφότερο ασπρόμαυρο φιλμ που έχω δει τα τελευταία χρόνια. Βαθμολογία: 3 ½



«Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα»
Εκτιμώ απεριόριστα το φιλοσοφημένο, ιδεολογικά συνεπές, ρεαλιστικό, ανθρώπινο σινεμά του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, Γάλλου αρμενικής καταγωγής, αριστερού και διανοουμένου. Τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο» παραμένουν το αριστούργημά του, όμως και η τελευταία ταινία του «Το σπίτι δίπλα στη θάλασσα» σε συνεπαίρνει βυθισμένο μέσα σε μια βαθιά μελαγχολία.
«Πήραμε τη ζωή μας λάθος» λέει ο ποιητής και ο στίχος περνά από το μυαλό σου βλέποντας εδώ τρία αδέλφια, που έχουν περάσει πια τα πενήντα (Αριάν Ασκαρίντ, Ζαν Πιερ Ναρουσέν, Ζεράρ Μεϊλάν), να συγκεντρώνονται ξανά ύστερα από χρόνια στο σπίτι του άρρωστου πατέρα τους και να προσπαθούν να ξαναβρούν τον κρίκο που κάποτε τους ένωνε και τους έκανε δυνατούς, σήμερα όμως όχι.
Είναι κουρασμένοι, βαριεστημένοι, απογοητευμένοι. Τι συνέβη και άλλαξε τόσο πολύ η ζωή τους, πού πήγε ο παλιός χαρακτήρας τους; Πού πήγαν όλες εκείνες οι αξίες που πάντοτε προάσπιζαν με τόλμη, πάθος και θράσος; Γιατί δεν μπορούν να αναγνωρίσουν πλέον τον ίδιο τους τον εαυτό; Ενας αριστερός που τείνει πλέον στην Ακρα Δεξιά, μια ηθοποιός που δεν έζησε τον έρωτα έτσι όπως τον ήθελε γιατί είχε άλλες προτεραιότητες, η ανάμνηση ενός πεθαμένου παιδιού…
Μέσα στις λίγες ημέρες που θα διαρκέσει αυτή η επανένωση, ο Γκεντιγκιάν θα χτίσει έναν μικρόκοσμο στον οποίο αντανακλάται ολόκληρος ο κόσμος μας. Το Μεταναστευτικό, η απώλεια, η ορφάνια, η κρίση αξιών, η απιστία είναι στοιχεία που σχολιάζονται στην ταινία βρίσκοντας τη θέση τους σε ένα σενάριο – υπόδειγμα. Σχεδόν πάντα, σε όλο το έργο του σκηνοθέτη, οι ήρωες που εξετάζει είναι άνθρωποι που μοιάζουν εκτός τόπου και χρόνου, θαρρείς ότι ο χρόνος τούς έχει ξεπεράσει και ο τόπος δεν τους χωρά. Ετσι ακριβώς συμβαίνει και σε αυτή την ταινία, ιδίως στις σκηνές όπου βλέπουμε τη γενιά των 50 και κάτι να έρχεται σε επαφή με τους νεότερους. Βαθμολογία: 3


«Το κόκκινο σπουργίτι»
Το «Κόκκινο σπουργίτι» του Φράνσις Λόρενς θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλή ταινία αν δεν έπεφτε θύμα της υπέρτατης φιλοδοξίας του. Ο Λόρενς, που έγινε γνωστός από την επιτυχημένη τριλογία «Αγώνες πείνας», θέλησε να φτιάξει μια ταινία κατασκοπείας με ψυχροπολεμικό στυλ, ξεχνώντας όμως ότι η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου έχει οριστικά τελειώσει. Μόνο οι ταινίες εποχής, όπως ας πούμε το «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», μπορούν σήμερα να σταθούν ακριβώς επειδή, άλλες νοσταλγικά, άλλες λιγότερο, ανακατασκευάζουν μια παρελθούσα εποχή.
Εδώ, η προσπάθεια του σκηνοθέτη να παρουσιάσει μια Μόσχα του σήμερα, η οποία έχει διατηρήσει την εικόνα του ψυχροπολεμικού χθες, δεν μπορεί να πείσει κανέναν. Ακόμα και το γεγονός ότι η κεντρική ηρωίδα, η Τζένιφερ Λόρενς (που έγινε σταρ από τους «Αγώνες πείνας»), που είναι μια μπαλαρίνα, παγιδεύτηκε από τις μυστικές υπηρεσίες για να γίνει όργανό τους είναι τόσο πρόχειρη ως ιδέα, που σίγουρα θα έκανε τον Τζον Λε Καρέ να κρυφογελά με τον ερασιτεχνισμό στον χειρισμό του θέματος (δεν συζητώ καν για την κάκιστη κόμμωσή της, που επίσης παραπέμπει σε look σταλινικής περιόδου).
Εξάλλου όλη η δομή της ιστορίας του «Σπουργιτιού» είναι μια κάκιστη φωτοκόπια του «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι». Ασφαλώς και υπάρχουν κάποιες αρετές στην ταινία, κάποιες σκηνές δράσης, για παράδειγμα αυτή με το κυνηγητό αυτοκινήτων, που έχουν ενδιαφέρον. Δεν αρκούν όμως για να σώσουν το ευρύτερο σύνολο που, εκτός από φτωχό σε ιδέες, είναι και εξαντλητικά μακρύ σε διάρκεια (το λαμπρό καστ των συμπρωταγωνιστών ανήκουν οι Τζόελ Ετζερτον, Ματίας Σένερτς, Τζέρεμι Αϊρονς, Μέρι-Λουίζ Πάρκερ, Σάρλοτ Ράμπλινγκ).Βαθμολογία: 1 ½

ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ

Σε μεταμεσονύχτιες προβολές στο Αστορ προβάλλεται η ταινία του 2015 «H γέννηση ενός ηγέτη» («The childhood of a leader», ΗΠΑ / Γαλλία / Ουγγαρία) του Μπρέιντι Κορμπέτ, η οποία δεν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες. Η ιστορία αναφέρεται στα παιδικά χρόνια ενός ανθρώπου που όταν μεγάλωσε έγινε ηγέτης ευρωπαϊκής χώρας (μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Το ποιος είναι δεν έχει σημασία, ο Κορμπέτ δεν τον κατανομάζει, ενδιαφέρεται κυρίως για την «ακτινογραφία» της παιδικής ψυχολογίας. Στην πραγματικότητα η ταινία είναι εμπνευσμένη από τα παιδικά χρόνια πολλών φασιστών ηγετών. Το καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον συμβάλλει στην ωρίμαση ενός τρομακτικού «εγώ» μέσα από τη γεμάτη ένταση κινηματογράφηση, την υποβλητική φωτογραφία του Λολ Κρόλεϊ και την έξοχη heavy metall / classical μουσική του Σκοτ Γουόκερ, την οποία ο Κορμπέτ βάζει επίτηδες στη διαπασών. Βαθμολογία: 3
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.