Η ταινία «Foxtrot» του Ισραηλινού Σάουελ Μόαζ ξεχωρίζει στις αίθουσες με τον αντιπολεμικό χαρακτήρα της
«Foxtrot» (Ισραήλ, 2017)
Το «Foxtrot» (Ισραήλ, 2017) του Σάμουελ Μάοζ είναι μοιρασμένο σε τρία μέρη και είναι μια ταινία που σχετίζεται με την απώλεια. Ενας άνδρας (Λορ Εσκενάζι) μαθαίνει ότι ο γιος του σκοτώθηκε ενώ υπηρετούσε στα σύνορα και η τραγική είδηση διαμορφώνει το πρώτο μέρος της ταινίας, φέρνοντας τον θεατή σε επαφή με τα πρόσωπα.
Συναισθήματα, αντιδράσεις και συμπεριφορές βγαίνουν στο προσκήνιο και η ταινία αποκτά την εικόνα ενός κλειστοφοβικού ψυχοδράματος στο οποίο η ανάμνηση είναι ο χειρότερος εχθρός, ο μόνιμος πόνος. Στο δεύτερο μέρος ο χρόνος μετατοπίζεται και παρακολουθούμε τη ζωή του νεαρού φαντάρου στα σύνορα, ο Μόαζ συνδέει αριστοτεχνικά την ποίηση με τον ρεαλισμό, με πιο χαρακτηριστική τη σκηνή όπου ένας φαντάρος χορεύει φόξτροτ με το Καλάζνικοφ ως ντάμα και με φόντο την έρημο. Στο τρίτο μέρος ο φακός του σκηνοθέτη επιστρέφει και πάλι στο σπίτι του μικρού αλλά η ένταση είναι διαφορετική, η ανάμνηση έχει διάθεση πιο φιλική, λειτουργεί ως φανός στο σκοτάδι των ψυχών.
Γνωρίσαμε τον Σάμουελ Μάοζ πριν από μερικά χρόνια, όταν ο αριστουργηματικός του «Λίβανος» παίχθηκε στις αίθουσες έχοντας κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2009. Με το «Foxtrot» ο Μόαζ αποδεικνύεται μόνος του μια μεγάλη δύναμη του σύγχρονου ισραηλινού κινηματογράφου, επιστρέφει στο θέμα του πολέμου, ένα θέμα που τον απασχολεί προσωπικά αφού ο «Λίβανος» ήταν παρμένος από τις προσωπικές εμπειρίες του την εποχή που υπηρετούσε στον στρατό και στα τεθωρακισμένα. Βαθμολογία: 4
«Ο θάνατος του Στάλιν» («The death of Stalin»)
Δεν είναι τυχαίο που η διανομή της ταινίας του Αρμάντο Ιανούτσι «Ο θάνατος του Στάλιν» («The death of Stalin») ενώ αρχικώς είχε προγραμματιστεί για τον Ιανουάριο, τελευταία στιγμή άλλαξε για τον Μάρτιο. Συμπίπτει με την επέτειο θανάτου του Ιωσήφ Στάλιν (5 Μαρτίου 1953), κάτι που ενδεχομένως να βοηθήσει εμπορικά μια ταινία που αναφέρεται στα γεγονότα μέσα και έξω από το Πολίτ Μπιρό λίγο πριν και λίγο μετά από τον θάνατο του θρυλικού ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης.
Το περίεργο αλλά και ενδιαφέρον σε αυτή την ταινία, η οποία μάλιστα στηρίζεται σε ένα κόμικ (κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Οξύ), είναι ότι ενώ όλοι οι ήρωές της, πρόσωπα κοντά στον Στάλιν, έχουν μια καρτουνίστικη μορφή (ακόμα και στο σχεδόν παραμορφωτικό μακιγιάζ τους), δεν είναι σάτιρα. Αντιθέτως προσπαθεί να κοιτάξει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά μπορεί την εποχή της απόλυτης παράνοιας στη Ρωσία, όταν ο τρόμος ήταν καθημερινότητα και ο κόσμος έχανε τη ζωή του χωρίς να ξέρει καν τον λόγο.
Κυρίαρχη μορφή της ιστορίας είναι εκείνη του Λαβρέντι Μπέρια (Σάιμον Ράσελ Μπιλ), του «χασάπη» του Στάλιν, επικεφαλής του σοβιετικού μηχανισμού ασφαλείας και των μυστικών υπηρεσιών και υπευθύνου για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Ο Μπέρια ήταν επικεφαλής και στις… συνωμοσίες και στις ίντριγκες με στόχο τη διαδοχή του Στάλιν στην εξουσία, όταν όλοι άλλαζαν πλεύση ανάλογα με το πώς φυσούσε ο άνεμος (άλλαζαν στρατόπεδα σε κλάσματα δευτερολέπτου!).
Ηταν μια πολύ σκληρή, πολύ τρελή και εν τέλει πολύ αστεία περίοδος την οποία ο Ιανούτσι αντιμετωπίζει ισορροπώντας ανάμεσα στη σοβαρότητα της Ιστορίας και στην γκροτέσκα αισθητική του κόμικ. Οι πολύχρωμοι χαρακτήρες, πρόσωπα αληθινά που υποδύονται καλοί ηθοποιοί (Στιβ Μπουσέμι-Νικίτα Χρουστσόφ, Τζέφρεϊ Τάμπορ ως Γκεόργκι Μάλενκοφ, Μάικλ Πέιλιν-Γιάτσεσλαβ Μολότοφ, Τζέισον Αϊζακς-Γκέοργκι Ζούκοφ) συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός χορταστικού συνόλου, ενός εύπεπτου αν και όχι σημαντικού θεάματος. Βαθμολογία: 3
«Mom and Dad» (ΗΠΑ, 2017)
Με κάποιες εξαιρέσεις όπως ο «Τζο», οι ταινίες στις οποίες τα τελευταία χρόνια παίζει ο Νίκολς Κέιτζ δεν είναι και οι καλύτερες, άσε που αρκετές δεν έχουν προβληθεί καν στις ελληνικές αίθουσες, ή κι αν προβλήθηκαν ουδείς τις είδε. Το «Mom and Dad» (ΗΠΑ, 2017) του Μπράιαν Τέιλορ ανήκει σε αυτές τις ελάχιστες εξαιρέσεις, μια μαύρη κωμωδία τρόμου που επιστρέφει σε ένα θέμα χιλιοειπωμένο στον κινηματογράφο προσθέτοντάς του όμως μια ιδέα διαστροφής με ενδιαφέροντα αποτελέσματα.
Το θέμα είναι η μεταστροφή μιας μερίδας της κοινωνίας σε επικίνδυνα τέρατα και η ιδέα ότι η μερίδα αυτή εν προκειμένω έχει τη μορφή των… γονέων. Για κάποιον μυστηριώδη λόγο οι γονείς αρχίζουν να συμπεριφέρονται αλλόκοτα απέναντι στα παιδιά, το αλλόκοτο γίνεται επικίνδυνο και τα παιδιά σύντομα αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους τελικά κινδυνεύει από τους ίδιους τους ανθρώπους που τους έφεραν στον κόσμο.
Το θέμα το έχουμε ξαναδεί, είτε στα ζόμπι των ταινιών του μετρ Τζορτζ Ρομέρο είτε στις δεκάδες παραλλαγές των «Μακάβριων εισβολέων» του Ντον Σίγκελ, όπου τα σώματα των ανθρώπων μολύνονται και καταλήγουν σε άψυχες ρεπλίκες τους προκαλώντας θανάσιμο τρόμο σε όσους εξακολουθούν να κουβαλούν την ψυχή τους (μια από αυτές τις παραλλαγές είναι και το προσφάτως βραβευμένο με το Οσκαρ σεναρίου «Τρέξε!» του Τζόρνταν Πιλ).
Ο Τέιλορ υιοθετεί αυτά τα στοιχεία, δουλεύει καλά το στοιχείο του θρίλερ και η σάλτσα κωμωδία που προσθέτει μετατρέπει το «Mom and dad» σε ένα τουλάχιστον διασκεδαστικό σπλάτερ που προσωπικά το παρακολούθησα με περιέργεια χωρίς ποτέ να παίρνω στα σοβαρά αυτό που παρακολουθούσα. Βαθμολογία: 2 ½
Death wish
Οταν η γυναίκα του δολοφονείται και η κόρη του καταλήγει σε κώμα ύστερα από επίθεση κακοποιών στο σπίτι τους, ένας καθ’ όλα νομότυπος γιατρός αποφασίζει να πάρει το αίμα του πίσω και μετατρέπεται σε εκδικητή-Vigilante δολοφονώντας κακοποιούς στους δρόμους του Σικάγο.
Παρότι παρόμοια περιστατικά αυτοδικίας έχουν συμβεί και στην πραγματικότητα (έτσι εξάλλου βγήκε ο όρος Vigilante), μόνο στο σινεμά μπορούν να παρουσιαστούν σαν να είναι κάτι εξαιρετικά εύκολο. Ο Μπρους Γουίλις, που υποδύεται τον γιατρό, σου δίνει την εντύπωση ότι βαριέται που το κάνει και ίσως όντως κάτι τέτοιο να συμβαίνει αφού σε όλη του την καριέρα ο τύπος κρατά ένα πιστόλι και πυροβολεί. Στα 63 του (τα κλείνει στις 19 του μηνός) είναι φυσικό πια να βαριέται.
Πρόκειται πάντως για την πιο ήπια σε βία ταινία του Ελι Ροθ (σκηνοθέτης του ανεκδιήγητα σαδιστικού «Hostel») αν και δεν βρήκα κανέναν απολύτως λόγο ύπαρξής της αφού με τη σειρά ταινιών «Death Wish» που άρχισε το 1974 με πρωταγωνιστή τον Τσαρλς Μπρόνσον το όλο ζήτημα έχει νομίζω καλυφθεί και με το παραπάνω. Γιατί άραγε να το επαναφέρουν σήμερα σε νέα μορφή με μια μωρουδίστικου τύπου διάθεση καταγγελίας της ολοένα αυξανόμενης βίας; Μόνον όσοι έχουν τη λογική του Ντόναλντ Τραμπ μπορούν πραγματικά να την απολαύσουν. Βαθμολογία: 1 ½
«Do it yourself» (Ελλάδα, 2017)
Με το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία, το «Do it yourself» (Ελλάδα, 2017), ο Δημήτρης Τσιλιφώνης υιοθετεί επιρροές, αγάπες και εικόνες από το σύγχρονο σινεμά προκειμένου να φτιάξει μια δική του ταινία. Δεν είναι ο πρώτος που το κάνει αλλά το κάνει καλά, ή αν θέλετε καλύτερα σε σχέση με άλλους όπως οι Ανδρέας Λαμπρόπουλος, Κώστας Σκίφτας στο «Short fuse». Το αποτέλεσμα είναι ένα στυλάτο αλαλούμ όπου «μικροί» και «μεγάλοι» κακοποιοί πυροβολούνται μεταξύ τους, πέφτουν από κτίρια, βιντεοσκοπούν ψεύτικες ομολογίες για να τις περάσουν στο YouTube και άλλα τέτοια πολλά που χοροπηδούν στον χρόνο σαν ζιζάνια αποδεικνύοντας ότι ο Τσιλιφώνης έχει την εικόνα, όχι όμως και το σενάριο. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Βαθμολογία: 2
Επίσης στις αίθουσες
– «Επιχείρηση μαμά» («Beyond, beyond»). Κινούμενα σχέδια δανέζικης παραγωγής 2017 σε σκηνοθεσία Εσμπεν Τοφτ Γιάκομπσεν. Βαθμολογία: –
– «Η μεγάλη κακιά αλεπού και άλλες ιστορίες» («Le grand méchant Renard et autres contes…»). Κινούμενα σχέδια συμπαραγωγής Γαλλίας/Βελγίου 2017 σε σκηνοθεσία Πατρίκ Ιμπέρ, Μπενζαμέν Ρενέρ. Βαθμολογία: –
– «Το παιχνίδι του δολοφόνου» («Hangman»). Αστυνομική περιπέτεια σε σκηνοθεσία Τζόνι Μάρτιν, με τους Αλ Πατσίνο, Καρλ Ερμπαν, Μπρίτανι Σνόου.Βαθμολογία: –
– «Αγκάθι» («Thorn»). Κοινωνική ταινία συμπαραγωγής Δανίας/Ελλάδας σε σκηνοθεσία Γαβριήλ Τζάφκα, με τους Νέελ Ρόνχολτ, Γενς Σέτερ Λάσεν, Βίμπεκε Χάστρουπ, Ολαφ Γιοχάνεσεν Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ