Λίγο πριν από τις άγιες ημέρες του Πάσχα, η «Μαρία Μαγδαληνή» του Γκαρθ Ντέιβις ξεχωρίζει στις αίθουσες και τιμά την 13η Απόστολο του Ιησού Χριστο
«Μαρία Μαγδαληνή» («Mary Magdalene», Aγγλία/Aυσταλία, 2018)
Εστιάζοντας στο πρόσωπο μιας ιστορικά περιθωριοποιημένης γυναίκας που ωστόσο από πολλούς θεωρείται ο 13ος Απόστολος του Ιησού του Ναζωραίου, ο σκηνοθέτης Γκαρθ Ντέιβις και η σεναριογράφος του, Φιλίπα Γκόσλετ, καταρρίπτουν πλήρως τον γραφικό μύθο της καταπιεσμένης εταίρας και στη δική τους, κινηματογραφική «Μαρία Μαγδαληνή» («Mary Magdalene», Aγγλία/Aυσταλία, 2018) εξετάζουν τη ζωή και τα πάθη του Ιησού μέσα από τη ματιά της, μέσα δηλαδή από τη γυναικεία οπτική.
Κάποια Ευαγγέλια μαρτυρούν ότι κατά ένα μεγάλο μέρος του το ιεραποστολικό έργο του Ιησού συντηρούνταν οικονομικά από γυναίκες «μαθήτριες». Ηταν γυναίκες που είχαν τους πόρους για τα έξοδα που απαιτούσαν οι μετακινήσεις του Ιησού και η Μαρία Μαγδαληνή, εδώ, κρατά τα σκήπτρα σε αυτόν τον τομέα και γίνεται επίσης η αγαπημένη μαθήτρια του Ιησού. Υπέρμαχος της συγχώρησης και του ελέους, η Μαγδαληνή ακολουθεί τον Ιησού ως τον Σταυρό, κάτι που την κάνει να διαφέρει από τους υπόλοιπους Αποστόλους, που όταν ο Χριστός σταυρωνόταν ήταν εξαφανισμένοι και ένας, ο προδότης Ιούδας, νεκρός.
Το αποτέλεσμα είναι αυτή η μινιμαλιστική και πλήρως εσωτερική ταινία, στην οποία μάλιστα οι ρωμαίοι κατακτητές είναι σχεδόν άφαντοι. Μια ταινία που θέλει μεν τον χρόνο της αλλά εν τέλει σε βάζει στον κόσμο της. Γίνεται το ευγενές πορτρέτο μιας έξυπνης, καλλιεργημένης γυναίκας (Ρούνεϊ Μάρα), η οποία με την κόντρα στάση της απέναντι στους θεσμούς και στις παραδόσεις της οικογένειας γίνεται τελικά μια από τις πρώτες γνήσιες φεμινίστριες του κόσμου αλλά και η πιο φωτεινή μαθήτρια του Ιησού Χριστού (Χοακίν Φίνιξ).
Δεν υπάρχει τίποτε το λαμπερό στην ταινία του Γκαρθ Ντέιβις, ακόμα και το πρόσωπο του Χριστού είναι κουρασμένο, σχεδόν παραιτημένο, αισθάνεσαι να νιώθει ότι όλα έχουν πια τελειώσει. Προσωπικά, παρακολουθώντας αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, ένιωσα ότι κινείται ανάμεσα στο ασκητικό ύφος του «Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου» του Πιερ Πάολο Παζολίνι και την πολιτική διάσταση που έπαιρνε ο «Τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορσέζε. Η διαφορά που κάνει η «Μαρία Μαγδαληνή» βρίσκεται στο ότι το κέντρο βάρους εδώ είναι μια γυναίκα. Βαθμολογία: 3
«Ραντεβού εκεί ψηλά» («Au revoir là-haut», Γαλλία/Καναδάς, 2017)
Τεράστια επιτυχία στις γαλλικές αίθουσες αλλά και στα εφετινά βραβεία Σεζάρ όπου κέρδισε πέντε, η ταινία «Ραντεβού εκεί ψηλά» («Au revoir là-haut», Γαλλία/Καναδάς, 2017), παρμένη από το μυθιστόρημα του Πιερ Λεμέτρ (εκδόσεις Μίνωας), είναι ένα γοητευτικά γυρισμένο παραμύθι, στο μοντέλο της «Αμελί» και των «Ατελείωτων αρραβώνων». Ανάλαφρα αλλά και πικάντικα, ο Αλμπέρ Ντιποντέλ αναπτύσσει μια ποικιλία ζητημάτων: από τη ματαιότητα του πολέμου και την προδοσία, μέχρι την οικογένεια, τη φιλία, την ανεύρεση της πραγματικής ταυτότητάς μας στη ζωή και φυσικά τον έρωτα.
Η ιστορία αρχίζει με μια σύλληψη και από την ανάκριση που θα ακολουθήσει ξεδιπλώνεται σιγά -σιγά μπροστά μας ένα σύμπαν γεμάτο εκπλήξεις και ευφάνταστες ιδέες, ανάμεσα στις οποίες και ένα «άγγιγμα» στο «Φάντασμα της όπερας». Αφηγητής είναι ένας συμπαθητικά πονηρός ανθρωπάκος, ο Αλμπέρ (Ντιποντέλ), βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ακροατής ένας αξιωματικός του γαλλικού στρατού. Το γιατί ο πρώτος έχει συλληφθεί δεν το μαθαίνουμε παρά στο τέλος, όμως η ιστορία του έτσι όπως καταγράφεται από τον σκηνοθέτη μάς κρατά διαρκώς απίκο, η μία κατάσταση οδηγεί στην άλλη χωρίς ποτέ να ξέρεις τι να περιμένεις. Βαθμολογία: 3
«Δεν ήσουν ποτέ εδώ» («You were never really here», ΗΠΑ, 2017),
Δεύτερη ταινία στην ίδια εβδομάδα με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Χοακίν Φίνιξ, που έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο ενδιαφέροντες ηθοποιούς του σύγχρονου κινηματογράφου, το «Δεν ήσουν ποτέ εδώ» («You were never really here», ΗΠΑ, 2017), ανήκει στα πιο βίαια και συγχρόνως νοσηρά φιλμ που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια. Με αποστομωτική ωμότητα που σε σημεία σε ωθεί να στρέψεις αλλού το βλέμμα σου, η Σκωτσέζα Λιν Ράμσεϊ καταγράφει βήμα προς βήμα τα στάδια που ακολουθεί ένας πρώην κυβερνητικός πράκτορας (Φίνιξ) προκειμένου να φτάσει στον στόχο του: την απελευθέρωση απαχθέντων κοριτσιών από κυκλώματα πορνείας και παιδεραστίας στα οποία βασικό ρόλο παίζουν πρόσωπα υψηλού προφίλ από τον χώρο της πολιτικής. Με όπλα του ένα σφυρί και την ατσαλένια αποφασιστικότητά του, ο πράκτορας, του οποίου η όψη διόλου τυχαία παραπέμπει σε βιβλική μορφή, ανοίγει το ένα κεφάλι μετά το άλλο, με την απάθεια που θα είχε αν κάρφωνε καρφιά στον τοίχο. Δεν μιλάει πολύ, οι κουβέντες του περιορίζονται στα απαραίτητα και αυτό τον κάνει ακόμα πιο τρομακτικό. Στη φιλοσοφία της η ταινία δεν δείχνει να διαφέρει από τον «Ταξιτζή» του Μάρτιν Σκορσέζε, μόνο που εδώ η εκδίκηση παρουσιάζεται ως επάγγελμα αφού ο κεντρικός ήρωας εργάζεται για ένα ειδικό γραφείο (σαν ιδιωτικός ντετέκτιβ). Ωστόσο, η επιτυχία της ταινίας και πιο συγκεκριμένα του ιδίου του Φίνιξ είναι ότι ο εσωτερικός πόνος του ήρωα (του οποίου τα ψυχικά τραύματα των παιδικών χρόνων του δικαιολογούν την ιδιομορφία του χαρακτήρα του) δείχνει πολύ πιο έντονος από τον πόνο των θυμάτων του.Βαθμολογία: 2
«Το όραμα» («L’apparition», Γαλλία, 2018).
Ανέκαθεν οι «αντιπαραθέσεις» ανάμεσα σε ορθολογισμό και μεταφυσική είχαν γοητεία και αυτό ακριβώς είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας «Το όραμα» («L’apparition», Γαλλία, 2018). Ωστόσο, αν κάτι με κράτησε εδώ, αυτό ήταν το ίδιο το θέμα της ταινίας και όχι ο ενίοτε φλύαρος και αδικαιολόγητα μεγάλος σε διάρκεια χειρισμός του από τον σκηνοθέτη Ξαβιέ Τζιανολί. Ολα ξεκινούν όταν το Βατικανό αναθέτει σε έναν έγκριτο δημοσιογράφο-ερευνητή (Βενσάν Λιντόν) μια έρευνα μέσω της οποίας θα πρέπει να αποδείξει αν το όραμα που συνέβη σε ένα γαλλικό χωριό είναι έγκυρο ή απάτη: μια κοπέλα ισχυρίζεται ότι είδε την Παρθένο Μαρία.
Ενώ ο άθρησκος δημοσιογράφος αρχικώς είναι αρνητικός και δύσπιστος απέναντι στην αποστολή του, εν τέλει εισχωρεί στα άδυτα ενός κόσμου που δεν καταλαβαίνει και που σιγά-σιγά θα διαμορφώσει τη γενικότερη οπτική του πάνω στα πράγματα. Αναπτύσσοντας την ιστορία η οποία διανθίζεται από πολλές κουραστικές και περιττές λεπτομέρειες, ο Τζιανολί καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς της παράνοιας που κρύβεται πίσω από τον «τυφλό» θρησκευτικό φανατισμό. Συγχρόνως, μιλάει για τη χυδαιότητα που υπάρχει στο μάρκετινγκ της θρησκείας, σημείο το οποίο προσωπικά θεωρώ το πιο ουσιώδες μιας ταινίας που στα 140′ λεπτά κουράζει μεν αλλά και προβληματίζει.Βαθμολογία: 2 ½
«Συμμορία του τυφώνα» («The Hurricane hest», ΗΠΑ, 2018),
Συνδυασμός ταινίας καταστροφής και αρχετυπικής αστυνομικής περιπέτειας, η «Συμμορία του τυφώνα» («The Hurricane hest», ΗΠΑ, 2018), με φόντο την Αλαμπάμα του 1992 παρακολουθεί τα δρώμενα μιας φιλόδοξης ληστείας με στόχο 600 εκατ. δολάρια προς απόσυρση την ώρα που η Πολιτεία πρόκειται να ζήσει τον χειρότερο τυφώνα της ιστορίας της. Σε μια έρημη περιοχή της οποίας οι κάτοικοι αναζητούν καταφύγιο για να προφυλαχθούν από τη θεομηνία που έρχεται, ένας μετεωρολόγος (Τόμπι Κεμπέλ), ο ηλεκτρολόγος αδελφός του (Ράιαν Κουάντεν) και μια κυβερνητική πράκτορας (Μάγκι Γκρέις) θα αντισταθούν στους κακοποιούς που έχουν καταλάβει την αποθήκη φύλαξης των χρημάτων. Ομως ο καιρός είναι ο βασικός αντίπαλος όλων.
Η ταχύτητα και οι άθλιες καιρικές συνθήκες είναι τα όπλα του σκηνοθέτη Ρομπ Κοέν για τη δημιουργία αυτής της χορταστικής περιπέτειας, που μπορεί να έχει τον χαρακτήρα ενός b movie αλλά δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις ανάλογες, πρωτοκλασάτης παραγωγής ταινίες. Ο Κοέν άλλωστε είναι ο σκηνοθέτης του πρώτου και καλύτερου «The Fast and the Furious», πράγμα που σημαίνει ότι τα ψηφιακά εφέ είναι ελάχιστα και τα «πρακτικά» έχουν τον πρώτο λόγο. Κλασική περίπτωση ταινίας που μπορεί να προσφέρει ένα χορταστικό, ανάλαφρο δίωρο, χωρίς ποτέ να σε προσβάλλει. Βαθμολογία: 2
Επίσης στις αίθουσες
-«Pacific Rim Εξέγερση (Pacific Rim: Uprising, ΗΠΑ, 2018)». Περιπέτεια φαντασίας σε σκηνοθεσία Στίβεν Σ. Ντε Νάιτ. Παίζουν: Τζον Μπογέγκα, Σκοτ Ιστγουντ κ.ά. Βαθμολογία: –
-«Σέρλοκ Ζούμπομς (Sherlock Gnomes, ΗΠΑ, 2018)». Κινούμενα σχέδια σε σκηνοθεσία Τζον Στίβενσον. Βαθμολογία: –