Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (14-4-2018)

0

Δύο δυναμικά γυναικεία πορτρέτα από την Ιζαμπέλ Ιπέρ και τη Σαρλότ Γκενσμπούρ και μια πολύ επίκαιρη λιβανέζικη ταινία, που μάλιστα προτάθηκε για Οσκαρ, ξεχωρίζουν αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες

Κυρία Χάιντ» («Madame Hyde», Γαλλία, 2017)

Είναι γνωστή η απαράμιλλη ικανότητα της γαλλίδας ηθοποιού Ιζαμπέλ Ιπέρ να «μεταμορφώνεται» αλλά συγχρόνως να παραμένει η ίδια. Ενα αδιαμφισβήτητο χάρισμα που για μια ακόμη φορά τη βοηθάει να διαπρέψει στην «Κυρία Χάιντ» («Madame Hyde», Γαλλία, 2017), αυτή την παράξενη, «θηλυκή» παραλλαγή του μυθιστορήματος «Ο δρ Τζέκιλ και ο κύριος Χάιντ» του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, σκηνοθετημένη από τον Σερζ Μποζόν, με τον οποίο η Ιπέρ είχε συνεργαστεί μια φορά στο παρελθόν στην ταινία «Tic tac».
Δεν έχουμε συνηθίσει την Ιπέρ τρωτή και ευάλωτη, όμως αυτά ακριβώς είναι εδώ τα χαρακτηριστικά της ηρωίδας της, της κυρίας Ζεκίλ, καθηγήτριας μαθηματικών σε Τεχνικό Λύκειο και κατατρεγμένης από τους πάντες. Συνάδελφοι, γονείς και μαθητές, ακόμα και ο άβουλος σύζυγός της (Χοσέ Γκαρσία) νιώθεις ότι την έχουν βάλει στο στόχαστρό τους, την αποπαίρνουν, την πειράζουν, την κοροϊδεύουν· εκείνη αναγκαστικά τα δέχεται όλα, ακόμα και όταν διαμαρτύρεται με το δίκιο εμφανώς με το μέρος της ξέρει ότι δεν πρόκειται να το βρει. Ο πιο είρων είναι ο νεαρός διευθυντής του σχολείου (ο Ρομάν Ντουρί σε έναν πραγματικά εκνευριστικό ρόλο), ενώ ακόμα και ο Μαλίκ (Αντα Σενάνι), ο παράλυτος μουσουλμάνος μαθητής για τον οποίο η κυρία Ζεκίλ ενδιαφέρεται ουσιαστικά, παρουσιάζει μια εντελώς άδικη και επιθετική συμπεριφορά απέναντί της. Τι θα μπορούσε λοιπόν να βγάλει την κυρία Ζεκίλ από αυτό το αδιέξοδο;

Η απάντηση που δίνει ο σκηνοθέτης Σερζ Μποζόν έχει σχέση με τη μεταφυσική, εκτός αν δεχτούμε ότι όλο αυτό που βλέπουμε είναι ούτως ή άλλως μια φαντασίωση, κάτι που λαμβάνει χώρα στο υποσυνείδητο και όχι στην πραγματικότητα. Οπου και αν βρίσκεται η απάντηση, το γεγονός είναι ότι η κυρία Ζεκίλ θα πάρει κάποια στιγμή την εκδίκησή της και η Ιπέρ θα έχει ολοκληρώσει έναν ακόμα ρόλο τον οποίο αξίζει να θυμόμαστε, ένα ακόμα μικρό διαμαντάκι ανάμεσα στα τόσα της ενδιαφέρουσας κινηματογραφικής ανθολογίας ρόλων της. Βαθμολογία: 3




«Η προσβολή» («L’ insulte», Λίβανος / HΠΑ / Γαλλία / Βέλγιο / Κύπρος, 2017)

Υποψήφια για Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας εφέτος, η «Προσβολή» («L’ insulte», Λίβανος / HΠΑ / Γαλλία / Βέλγιο / Κύπρος, 2017) του Λιβανέζου Ζιάντ Ντουεϊρί συνδυάζει ελκυστικά ένα τρομερά ενδιαφέρον θέμα με μια μοντέρνα, άμεση, «αμερικανική» κινηματογράφηση που πολύ απλά συναρπάζει. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Ντουεϊρί έχει θητεύσει ως τεχνικός στο πλάι σκηνοθετών όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο και ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ (σπούδασε εξάλλου στην Αμερική και σήμερα κατοικεί στη Γαλλία). «Μεταξύ σταθερότητας και δικαιοσύνης επιλέγω σταθερότητα» ακούμε κάποια στιγμή να λέγεται στην ταινία, μια φράση που μπορεί να σε βάλει σε σκέψεις γιατί εκεί βρίσκεται ένα μεγάλο μέρος της ουσίας της ταινίας. Βρισκόμαστε στη σύγχρονη Βηρυτό και όλα, πράγματι, ξεκινούν από μια προσβολή. Ενας μηχανικός αυτοκινήτων, χριστιανός, Λιβανέζος και εθνικιστής (Αντέλ Καράμ), αρνείται να επιτρέψει στον παλαιστίνιο μετανάστη εργολάβο (Καμέλ αλ Μπασά) να κάνει μια μετατροπή για να επισκευάσει τα χαλασμένα υδραυλικά της πολυκατοικίας του πρώτου. Και όχι μόνον αρνείται, αλλά τον προσβάλλει, με αποτέλεσμα ο άλλος να χάσει τον έλεγχο και να τον χτυπήσει. Από αυτή την ασήμαντη αφορμή, ο Ντουεϊρί «ξεδιπλώνει» έναν ολόκληρο κόσμο διχόνοιας και μίσους, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το τραυματισμένο τους παρελθόν και να κοιτάξουν μπροστά, όπου συχνά η παράνοια έχει τον πρώτο αλλά και τον τελευταίο λόγο. Η λογική λέει ότι σε μια σύρραξη κανείς δεν έχει το μονοπώλιο του πόνου, αν και κατόπιν εορτής ο καθένας κοιτάζει τα δικά του συντρίμμια. Η ψυχραιμία και η λογική είναι καταδικασμένες στη λήθη. Η ταινία, ωστόσο, εξετάζει με ισορροπία και τις δύο πλευρές και θα ήταν πραγματικά μια σπουδαία δημιουργία αν ο Ντουεϊρί δεν το παραξήλωνε στο κομμάτι της δίκης, δίνοντας στο όλο εγχείρημα μια διάσταση που θυμίζει ως και ελληνικού τύπου δικαστικό δράμα παλαιότερων εποχών.Βαθμολογία: 3

 

«Η υπόσχεση της αυγής» («La promesse de l’ aube», Γαλλία, 2017)

Γυναίκα βρίσκεται στο πρώτο πλάνο μιας ακόμη καινούργιας αξιόλογης γαλλικής ταινίας. Η «Υπόσχεση της αυγής» («La promesse de l’ aube», Γαλλία, 2017) του Ερίκ Μπαρμπιέ είναι η τελευταία κινηματογραφική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος του γάλλου συγγραφέα Ρομάν Γκαρί, ο οποίος το έγραψε μέσα από την ανάγκη του να τιμήσει αλλά και να εξορκίσει τη μητέρα του. Η Ουκρανή Νίνα Κάτσεβα (Σαρλότ Γκενσμπούρ) υπήρξε μια γνήσια μαχήτρια της ζωής. Αβοήθητη, εντελώς μόνη και κάτω από τρομερά δύσκολες συνθήκες, αφιερώθηκε με φανατική απολυτότητα στην ανατροφή του μοναδικού παιδιού της, του Ρομάν. Ωστόσο, η καταπιεστική συμπεριφορά της ανεξαρτήτως από το ότι προέκυπτε από μια αστείρευτη αγάπη, είχε ως αποτέλεσμα τη «δημιουργία» ενός καταθλιπτικού πλάσματος που δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη σκιά της μητέρας του, που τον επηρέαζε ακόμα και πεθαμένη (ο Γκαρί εν τέλει αυτοκτόνησε το 1980). Το μυθιστόρημα παραμένει το πιο δημοφιλές του βραβευμένου με Κονκούρ συγγραφέα της «Ευρωπαϊκής θητείας» και μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη από τον Ζυλ Ντασσέν με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη στον ρόλο της Νίνα. Εκείνη η ταινία, όμως, ακολουθούσε τα βήματα μάνας – γιου, ενώ ο Γκαρί είχε πια μεγαλώσει. Ο Μπαρμπιέ, αντιθέτως, δούλεψε το μυθιστόρημα με γλαφυρή «χολιγουντιανή» γραμμικότητα  παρακολουθώντας τη σχέση τους βήμα-βήμα και από πολύ νωρίς, αρχίζοντας από την παιδική ηλικία του Γκαρί, όταν μεγάλωνε στην Πολωνία όπου είχαν μεταναστεύσει. Η μοδίστρα μητέρα του Γκαρί προσπαθούσε να επιβιώσει διατηρώντας αλώβητη την αξιοπρέπειά της. Και τα κατάφερε γιατί ήταν πανέξυπνη, αεικίνητη, δυναμική και δεν μασούσε τα λόγια της. Η Γκενσμπούρ διαπρέπει δίπλα σε έναν εξίσου καλό Πιερ Νινέ, που όμως βρίσκεται στη σκιά της πρώτης, όπως ο Γκαρί έμεινε για πάντα στη σκιά της μητέρας του. Βαθμολογία: 3



Επίσης στις αίθουσες

«Rampage – Το απόλυτο χάος» (ΗΠΑ, 2018), περιπέτεια του Μπραντ Πέιτον. Ο Ντουέιν – The Rock – Τζόνσον προσπαθεί να καλμάρει τον Τζορτζ, έναν λευκό γορίλα ο οποίος διογκώνεται με ραγδαίους ρυθμούς έχοντας μολυνθεί από την επαφή με ένα κράμα αρουραίου – λύκου που κατέληξε στη Γη ύστερα από ένα διαστημικό ατύχημα (ακούγεται απίστευτη αυτή πρόταση, ε;). Παραλλαγή του «Κινγκ Κονγκ» με μια δόση από περιπέτεια τύπου «Γκοτζίλα», ένας διασκεδαστικός αχταρμάς απευθυνόμενος σε παιδιά κάτω των δέκα ετών. Με τον σκηνοθέτη Μπραντ Πέιτον ο Τζόνσον είχε γυρίσει την περιπέτεια καταστροφής «San Andreas: Επικίνδυνο ρήγμα» που είχε κάνει θραύση στα ταμεία. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα.Βαθμολογία: 1 ½

«Συνωμοσία» («Unlocked», Αγγλία, 2017), περιπέτεια του Μάικλ Απτεντ. Η σουηδή ηθοποιός Ναόμι Ραπάτσε σε ρόλο ειδικής στις ανακρίσεις πράκτορα των Αμερικανών στο Λονδίνο, η οποία πέφτει στην παγίδα μιας τρομερής συνωμοσίας, σχετικής με βιολογικού χαρακτήρα τρομοκρατική επίθεση. Κάτι σαν θηλυκή απάντηση στις ταινίες «Τζέισον Μπορν», αν και αμφιβάλλω ότι θα έχει την ανάλογη συνέχεια. Είναι εύπεπτη στην παρακολούθησή της αλλά άγευστη σε όλα τα άλλα. Από το ενδιαφέρον καστ των β’ ρόλων (Μάικλ Ντάγκλας, Τόνι Κολέτ, Ορλάντο Μπλουμ κ.ά.) ο Τζον Μάλκοβιτς, προβάλλοντας τα απειλητικά δόντια και τα ελαφρώς αστεία αλλήθωρα μάτια του, ξεχωρίζει ως μοχθηρός, κυνικός και φυσικά επικίνδυνος υπεύθυνος επιχειρήσεων της CIA.
Βαθμολογία: 2

«Ο ήλιος του μεσονυχτίου» («The midnight sun», ΗΠΑ, 2018), ερωτικό δράμα του Σκοτ Σπίερ. Τινέιτζερ μελόδραμα με μια βαριά νότα τραγωδίας: εκείνος είναι ο ωραίος ήσυχος νέος που αναζητεί την ιδανική σύντροφο και εκείνη είναι μεν η ιδανική σύντροφος αλλά πάσχει από μια σπάνια δερματική ασθένεια και κινδυνεύει να πεθάνει. Εντιμο σε προθέσεις και σκηνοθετική εκτέλεση, άχρωμο σε ό,τι αφορά τα κεντρικά πρόσωπα, την Μπέλα Χορν και τον Πάτρικ Σβαρτσενέγκερ (γιο του Αρνολντ), ο οποίος, αν και πολύ ωραίο παιδί, δυστυχώς δεν εκπέμπει κάτι το ιδιαίτερο (αν εκπέμπει και κάτι). Πίσω από το σενάριο είναι κρυμμένη μια ιαπωνική επιτυχία του 2006 σε σκηνοθεσία Νοριχίρο Κοιζούμι. Βαθμολογία: 2





«Γκαστόν ο γκαφατζής» («Gaston Lagaffe», Γαλλία, 2018). Κωμωδία  του Πιερ-Φρανσουά Μαρτέν-Λαβάλ με τον ίδιο και τον Τεό Φερνάντεζ στον ρόλο του ήρωα του τίτλου: πρόκειται για έναν αθεράπευτο τεμπέλη, ανίκανο για οποιαδήποτε δουλειά, που όμως δίνει τελικά  χαρακτήρα στην επιχείρηση όπου υποτίθεται ότι εργάζεται. Παιδική ταινία από τον παραγωγό του «Θεέ μου, τι σου κάναμε», εμφανώς εμπνευσμένη από τον θρυλικό Γκαστόν Λαγκάφ, έναν ήρωα κόμικς που έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο γαλλικό περιοδικό «Le Journal de Spirou» τον Φεβρουάριο του 1957. Σε ορισμένες στιγμές μια πραγματικά χαριτωμένη ταινία, σε άλλες (τις περισσότερες) μια μπαλαφάρα.Βαθμολογία: 1 ½

Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.