1. Υπέρβαση ορίων βραχείας ασθενείας & άδεια
του Πέτρου Ραπανάκη (Σύμβουλος επ/σεων σε θέματα εργατικής νομοθεσίας & ανθρ. δυναμικού)
Για τον υπολογισμό του βασικού χρόνου απασχόλησης του εργαζόμενου , τα διαστήματα κατά τα οποία αυτός απείχε ή απέχει από την απασχόληση του στην υπόχρεη επιχείρηση λόγω βραχείας σχετικώς διάρκειας ασθενείας, στράτευσης, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης ούτε συμψηφίζονται προς τις ημέρες αδείας τις οποίες αυτός δικαιούται (παρ.6 του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945).
Η αποχή του μισθωτού από την εργασία του που οφείλεται σε βραχείας σχετικά διάρκειας ασθένεια, δεν θεωρείται ως λύση της εργασιακής σύμβασης εκ μέρους του. Ως βραχείας διάρκειας ασθένεια θεωρείται εκείνη που διαρκεί ένα (1) μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τεσσάρων (4) ετών, τρεις (3) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των τεσσάρων(4) ετών, τέσσερις (4) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα (10) ετών και έξι (6) μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πλέον των δέκα πέντε (15) ετών (παρ.3 του άρθρου 5 του Ν.2112/1920, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν.4558/1930).
Υπηρεσία Μισθωτού | Χρονικά όρια βραχείας ασθένειας |
Εως 4 έτη μη συμπληρωμένα | 1 μήνας |
+ 4 έτη έως 10 έτη μη συμπληρωμένα | 3 μήνες |
+10 έτη έως 15 έτη μη συμπληρωμένα | 4 μήνες |
Περισσότερα από 15 έτη | 6 μήνες |
Το δικαίωμα προς λήψη των αποδοχών αδείας είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα του μισθωτού να λάβει αυτούσια την άδεια αναψυχής και επομένως ο μισθωτός δικαιούται αποδοχές αδείας και όταν ακόμα δεν έχει δικαίωμα προς λήψη αδείας.
Η αποχή, συνεπώς, του μισθωτού από την εργασία του για διάστημα που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της «βραχείας ασθενείας» του άρθρου 3 του Ν.4558/1930 και το οποίο διάστημα θεωρείται, εξ αντιδιαστολής προς το άρθρο 2 παρ.6 του ΑΝ.539/1945, ως χρόνος αδικαιολόγητης απουσίας συμψηφιζόμενος προς τις ημέρες της οφειλομένης αδείας, δεν του στερεί το δικαίωμα να απαιτήσει τις προεκτεθείσες αποδοχές (Ολ. ΑΠ 27/2004).
Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων και σε ότι αφορά την άδεια οι μισθωτοί που ασθένησαν:
α) αλλά δεν υπερέβησαν τα όρια της βραχείας διάρκειας ασθένειας μέσα σε ένα έτος, δικαιούνται να λάβουν την ετήσια κανονική άδεια και το επίδομα αδείας κανονικά.
β) και υπερέβησαν τα όρια βραχείας ασθένειας π.χ. κατά 15 ημέρες (ημερολογιακές), θα πάρουν αυτούσια την άδεια το υπόλοιπο σε εργάσιμες ημέρες που απομένει, αν από τις δικαιούμενες ημέρες αδείας αφαιρεθούν οι εργάσιμες ημέρες που περιλαμβάνονται στο 15νθήμερο διάστημα που υπερέβησαν τα όρια βραχείας ασθένειας (συμψηφισμός). Θα πάρουν όμως τις αποδοχές αδείας όλες καθώς και το επίδομα αδείας.
γ) και υπερέβησαν τα όρια βραχείας ασθένειας επί χρόνο τόσο όσο και η δικαιούμενη άδεια δεν δικαιούνται για το έτος που ασθένησαν να πάρουν αυτούσια την ετήσια κανονική άδεια , καθόσον οι η μέρες αδείας συμψηφίζονται με τις ημέρες υπέρβασης των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας). Θα πάρουν όμως τις αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας γιατί είναι αξιώσεις διαφορετικές και δεν μπορεί να προταθούν σε συμψηφισμό. (Έγγραφο Υπoυργείου Εργασίας 1517/1985).
Πάντως το δικαίωμα προς λήψη των αποδοχών αδείας είναι ανεξάρτητο από το δικαίωμα του μισθωτού να λάβει αυτούσια την ετήσια κανονική του άδεια και επομένως ο μισθωτός τις δικαιούται (τις αποδοχές αδείας και κατ΄ επέκταση και το επίδομα αδείας) και όταν ακόμα δεν έχει δικαίωμα προς λήψη αδείας. Η αποχή, συνεπώς, του μισθωτού από την εργασία του για διάστημα που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της βραχείας ασθενείας του άρθρου 3 του Ν.4558/30 και το οποίο διάστημα θεωρείται, εξ αντιδιαστολής προς το άρθρο 2 παρ.6 του ΑΝ 539/1945, ως χρόνος αδικαιολόγητης απουσίας συμψηφιζόμενος προς τις ημέρες της οφειλομένης αδείας, δεν του στερεί το δικαίωμα να απαιτήσει τις προεκτεθείσες αποδοχές (Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών 12/2006).
Επίσης, στην εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας με αριθμό 1054/81 ορίζεται ότι οι ημέρες αδικαιολόγητης απουσίας του εργαζομένου, ενώ μπορούν να συμψηφιστούν με τις ημέρες κανονικής αδείας αναπαύσεως, σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με τις αποδοχές των ημερών αδείας και του επιδόματος αδείας. Με βάση τα παραπάνω εργαζόμενος δεν δικαιούται να απουσιάσει με κανονική άδεια εντός του ίδιου έτους αφού ήδη έχει υπερβεί τα προαναφερόμενα όρια βραχείας διάρκειας ασθένειας, καθόσον οι ημέρες της υπερβάσεως συμψηφίζονται με τη δικαιούμενη από αυτόν κανονική άδεια του έτους αυτού. Δικαιούται όμως τις αποδοχές της αδείας, καθώς επίσης και το επίδομα αδείας του ίδιου έτους, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.16 του Ν.4504/1966 και το άρθρο 6 της από 26/1/1977 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του Ν.549/1977 (Έγγραφο Υπουργείου Εργασίας 4/12/1997).
Παράδειγμα
Υπάλληλος που προσελήφθη το 2014 με 12 έτη συνολική προϋπηρεσία, με πλήρη απασχόληση σε εξαήμερη βάση, η σχέση εργασίας του παραμένει ενεργός καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους 2017. Ο μικτός μηνιαίος μισθός του σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης ανέρχεται σε 900,00 € και έχει κάνει χρήση 12 εργασίμων ημερών αδείας κατά το μήνα Ιούλιο 2017. Ο εργοδότης κατέβαλε ως όφειλε το ποσόν των (12/25)x 900,00 = 432,00€ ως αποδοχές ληφθείσας άδειας. Επίσης κατέβαλε ως όφειλε ακέραιο το ποσόν του επιδόματος αδείας ύψους 450,00 €. Ο υπόψη υπάλληλος ασθένησε από 1/10/2017 έως 16/12/2017.Δεδομένης ,εν προκειμένω, της υπέρβασης των ορίων της βραχείας ασθενείας , είναι δυνατός ο συμψηφισμός των ημερών δικαιούμενης κανονικής άδειας με τις ημέρες υπέρβασης των ορίων της βραχείας διάρκειας ασθένειας. Στην περίπτωση αυτή στο Έντυπο Ε11 του ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» θα αναγραφεί:
Με δεδομένο ότι η επιχείρηση χορήγησε στον υπόψη εργαζόμενο κατά το έτος 2017, 12 ημέρες άδεια ενώ αυτός δικαιούτο συνολικά 30 ημέρες άδειας, θα πρέπει να του καταβάλει ως αποζημίωση αδείας (18/25) x 900,00 = 648,00 €. Στο ποσό αυτό, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν υπολογίζονται ασφαλιστικές εισφορές.
Επισημαίνεται ότι στο Έντυπο Ε11 του ΠΣ «ΕΡΓΑΝΗ» θα αναγραφεί:
- Αριθμός ημερών δικαιούμενης κανονικής άδειας: 30
- Αριθμός ημερών κανονικής άδειας που χορηγήθηκε: 12
- Αποδοχές αδείας: (12/25) x 900,00 = 432,00 €
- Αποδοχές επιδόματος αδείας 450,00 €
- Στις Παρατηρήσεις αναγράφεται «υπέρβαση ορίων βραχείας ασθενείας & καταβολή του ποσού των 648,00€ ως αποζημίωσης αδείας».
2. Άδεια βραχείας ασθενείας και εγκυμοσύνη – λοχεία
Το άρθρο 7 της ΕΓΣΣΕ (2000-2001), το οποίο κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου με βάση το άρθρο 11 του Ν.2874/2000, προβλέπει ότι η συνολική διάρκεια της άδειας μητρότητας είναι δέκα επτά (17) εβδομάδες.
Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται υποχρεωτικά μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος συνολικής άδειας δέκα επτά (17) εβδομάδων.
Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, η άδεια παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς ωστόσο η παράταση αυτή να οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση των ημερών της άδειας που δικαιούται να λάβει η μισθωτός μετά τον τοκετό (άρθρο 1 του Ν.1302/1982) και χωρίς ο χρόνος αυτός της παράτασης να προσμετράται στα χρονικά όρια βραχείας ασθενείας.
Το δικαίωμα αμοιβής των γυναικών – μισθωτών για όσο χρόνο κάνουν χρήση της άδειας μητρότητας αντιμετωπίζεται από την κείμενη εργατική νομοθεσία με τον ίδιο τρόπο με αυτόν που αντιμετωπίζεται η ασθένεια και τούτο γιατί και ο τοκετός, όπως και η ασθένεια, θεωρείται ανυπαίτιο κώλυμα παροχής της εργασίας.
Κατόπιν τούτου, η επιχείρηση που χορηγεί άδεια μητρότητας στις μισθωτούς που απασχολεί, οφείλει να καταβάλει σ΄ αυτές και τις αποδοχές της άδειας ασθενείας.
Οι αποδοχές της άδειας ασθενείας είναι ίσες με δέκα τρία (13) ημερομίσθια ή με το μισό (1/2) του μηνιαίου μισθού των μισθωτών, στην περίπτωση που η προϋπηρεσία τους είναι μικρότερη του έτους ή με είκοσι έξι (26) ημερομίσθια ή τον ένα μηνιαίο μισθό, στην περίπτωση που η προϋπηρεσία τους είναι μεγαλύτερη του ενός (1) έτους.
Από τις ως άνω αποδοχές ασθενείας μπορεί ο εργοδότης να αφαιρέσει τα χρηματικά ποσά που τυχόν καταβλήθηκαν στους μισθωτούς από τα οικεία ασφαλιστικά τους ταμεία.
Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η τεκούσα μισθωτός κάνει χρήση της άδειας μητρότητας δεν μπορεί να συμψηφισθεί με τις ημέρες της δικαιούμενης κανονικής άδειας αυτής.
Επίσης, οι ημέρες της άδειας μητρότητας δεν εμπίπτουν στα όρια της βραχείας ασθένειας.
Στην περίπτωση όμως που η μισθωτός μετά το πέρας της άδειας μητρότητας, δεν επανέλθει στην εργασία της λόγω ασθενείας, τότε οι ημέρες αυτές της απουσίας της εμπίπτουν στα όρια της βραχείας ασθένειας.
Στην περίπτωση που η μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας παρουσιασθείσα ασθένεια της τεκούσας μισθωτού ξεπεράσει τα όρια της βραχείας ασθένειας, τότε οι ημέρες αυτές της αποχής της συμψηφίζονται με τις ημέρες της κανονικής άδειας της μισθωτού (Υπ. Εργασίας 1943/1991).
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Πέτρου Ραπανάκη, με τίτλο «Βραχεία ασθένεια μισθωτού» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2018 του περιοδικού Epsilon7.
πηγή: www.e-forologia.gr