Πάμε σινεμά; Οι ταινίες της εβδομάδας (28-4-2018)

0

Δύο γυναίκες, η μία Γαλλίδα, η άλλη Ιταλίδα, διαφορετικές μεταξύ τους αλλά με κοινό χαρακτηριστικό το πείσμα, είναι τα γήινα πρόσωπα που ξεχωρίζουν, την ώρα που οι «πρωτοκλασάτοι» αμερικανοί Avengers λένε και κάνουν τα ίδια, και τα ίδια, και τα ίδια…

«Οδύνη» («La douleur», Γαλλία, 2017)

Μόνη, με βλέμμα ανήσυχο και ένα τσιγάρο διαρκώς σφηνωμένο στο στόμα, μια γυναίκα σέρνεται μέσα στις σκέψεις της που την οδηγούν σε αδιέξοδο. Η ματιά της άγρυπνη, σου δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθεί τα πάντα, όμως στην πραγματικότητα ίσως να μη βλέπει τίποτε. Καθετί την οδηγεί στην ανάμνηση του ανδρός της, μια εμμονή, ένα πάθος που έχει κυριεύσει ολοκληρωτικά το είναι της. Ζει; Πέθανε; Κι αν ζει, πού βρίσκεται; Τον βασανίζουν; Πότε θα επιστρέψει; Πρέπει να επιστρέψει!
Βρισκόμαστε στο Παρίσι δύο διαφορετικών αλλά κοντινών μεταξύ τους εποχών, τον Ιούνιο του 1944, επί γερμανικής ακόμη κατοχής, και τον Απρίλιο του 1945 με την απελευθέρωση. Ο χρόνος αναμειγνύεται διαρκώς και η γυναίκα αυτή είναι η Μαργκερίτ Ντιράς, που δεν έχει γίνει ακόμη η διάσημη συγγραφέας του «Χιροσίμα αγάπη μου», του «Μοντεράτο Καντάμπιλε», του «Ναύτη του Γιβραλτάρ» και του «Εραστή». Οχι, ενώ το συγγραφικό ταλέντο της έχει ήδη αρχίσει να καλλιεργείται και να φαίνεται, η Ντιράς είναι προς το παρόν μέλος της γαλλικής Αντίστασης και θέλει να κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ανακαλύψει τα ίχνη του εξαφανισμένου συζύγου της, συγγραφέα Ρομπέρ Αντέλ, επίσης μέλους της Αντίστασης, ο οποίος συνελήφθη από την Γκεστάπο.

Οι σκέψεις της Ντιράς έχουν καθηλώσει τη ζωή της σε αυτό το γενναίο υπαρξιακό ταξίδι στο οποίο καταφέρνει να μας κάνει συμμέτοχους ο σκηνοθέτης της ταινίας «Οδύνη» («La douleur», Γαλλία, 2017) του Εμανουέλ Φινκιέλ, με τη Μελανί Τιερί σε μια άκρως εσωτερική ερμηνεία. Πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο η Ντιράς κατέγραψε στιγμιότυπα από τις αναμνήσεις της στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής σε μια συλλογή έξι διηγημάτων ονόματι «Οδύνη». Λέγεται μάλιστα ότι τα διηγήματα αναμειγνύουν την αυτοβιογραφική εμπειρία και τη μυθοπλασία γιατί ήταν βασισμένα στο ημερολόγιο που κρατούσε τότε η συγγραφέας (αν και η ίδια είπε ότι δεν θυμόταν να κρατά ημερολόγιο).

Ο Φινκιέλ, που βασίστηκε σε δύο από αυτά τα διηγήματα, σκαλίζει παθιασμένα την ψυχή της συγγραφέως, αναζητεί και βρίσκει την οδύνη, την απόλυτη ταραχή, την αίσθηση της απώλειας που εκφράζεται με τη σιωπή. Βοηθά τον θεατή να βρεθεί πλήρως μέσα στην ψυχή και στο πνεύμα της ηρωίδας και συγχρόνως κινηματογραφεί με πειθώ το εξωτερικό περιβάλλον της γερμανικής κατοχής και της μόνιμης απειλής που επικρατούσε τότε στη Γαλλία, μια χώρα μοιρασμένη σε πατριώτες και δωσίλογους, όπως ο μυστηριώδης αστυνομικός (Μπενουά Μαζιμέλ) που θα σταθεί στο πλευρό της ηρωίδας. Βαθμολογία: 3



«Fortunata – Η ασυμβίβαστη» (Ιταλία, 2017)

Το δεύτερο γυναικείο κινηματογραφικό πορτρέτο αυτής της Πέμπτης έρχεται από την Ιταλία. Η Γιασμίνε Τρίνκα, θαυμάσια νέα ηθοποιός που πρωτογνωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια από το «Μέλι» της Βαλέρια Γκολίνο, είναι η «Fortunata – Η ασυμβίβαστη» (Ιταλία, 2017) του Σέρτζιο Καστελίτο, ένα αστικό δράμα με φόντο τη Γένοβα.

Κομμώτρια το επάγγελμα, με μια τρομερά άστατη ζωή, η Φορτουνάτα προσπαθεί να μεγαλώσει την ανήλικη κόρη της (Νικόλ Τσεντάνο) μόνη, αβοήθητη και μέσα σε ένα τρομερά προβληματικό περιβάλλον που της προκαλεί διαρκή άγχη.

Ο αστυνομικός πρώην σύζυγός της (Εντοάρντο Πέσε) την καταπιέζει, ο γείτονας φίλος της (Αλεσάντρο Μπόργκι) μοιάζει στοιχειωμένος μέσα σε ένα βεβαρημένο παρελθόν και ένας ευγενικός παιδοψυχολόγος (Στέφανο Ακόρσι) τη φλερτάρει γιατί τη θέλει, παρότι κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται στον κώδικα δεοντολογίας του επαγγέλματός του.
Μια γυναίκα σε πλήρη σύγχυση λοιπόν, αεικίνητη και σε συνεχή αγωνία για τα πάντα, μια γυναίκα που δεν ξέρει τι σημαίνει υπομονή και φοβάται τον χρόνο που τρέχει. Η ιστορία της σε συνεπαίρνει, αν και το σενάριο της Μάργκαρετ Ματσαντίνι θέλει να καλύψει πολλά ζητήματα – οικογενειακή βία, πατροκτονία, μητροκτονία κ.λπ. – και συχνά δείχνει τραβηγμένο. Η Τρίνκα πάντως είναι η πηγαία δύναμη της ταινίας. Η Φορτουνάτα της δεν είναι πόρνη, αλλά η πυγμή της θυμίζει «Μάμα Ρόμα» και το σεξαπίλ είναι παρόμοιο με της Ιλια του «Ποτέ την Κυριακή». Για την ακρίβεια, η Τρίνκα εδώ μοιάζει αρκετά με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ίσως όχι τυχαία κάποια στιγμή ακούγεται να τραγουδά έναν σκοπό από την παραπάνω ταινία του Ζυλ Ντασσέν. Βαθμολογία: 2 1/2

 

«Εκδικητές: Ο πόλεμος της αιωνιότητας» («Avengers: The infinity war», ΗΠΑ, 2018)

Η σούπερ επανάληψη είναι το σούπερ στοιχείο που ξεχωρίζει στην τελευταία σούπερ περιπέτεια των «Εκδικητών», στην οποία οι σούπερ ήρωες της Marvel ενώνουν και πάλι τις σούπερ δυνάμεις τους για να σώσουν τη Γη, τον γαλαξία, το Διάστημα, το Σύμπαν, τα πάντα, από έναν καινούργιο «κακό» (Θεέ μου, πόσες φορές θα πρέπει να το έχω γράψει αυτό…).Στους «Εκδικητές: Ο πόλεμος της αιωνιότητας» («Avengers: The infinity war», ΗΠΑ, 2018) των αδελφών Ρούσο ο «κακός» είναι ο Θάνος, δηλαδή ο Τζος Μπρόλιν 15 φορές στο μέγεθός του – και το μόνο στοιχείο μιας σχετικής ανανέωσης -, ο οποίος έχει βάλει στο μάτι τα έξι Πετράδια της Αιωνιότητας, ήτοι το Διάστημα, η Πραγματικότητα, η Δύναμη, η Ψυχή, το Μυαλό και ο Χρόνος. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι πανζουρλισμός έχει να γίνει για να μην τα αποκτήσει. Η ομάδα των Iron Man (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζ.), Spider Man (Τομ Χόλαντ), Captain America (Κρις Εβανς), Hulk (Μαρκ Ράφαλο), Thor (Κρις Χέμσγουορθ), Μαύρης Χήρας (Σκάρλετ Τζοχάνσον) και Dr Strange (Μπένεντικτ Κάμπερνμπατς), έτσι για να ονομάσουμε μερικά από τα μέλη, αναλαμβάνει  δράση και το αποτέλεσμα είναι ό,τι περιμένεις ακριβώς να γίνει. Σέβομαι τους φαν της Marvel, αλλά είναι πιθανόν – έστω μια μικρή πιθανότητα – ακόμα και εκείνοι να βαρεθούν από την επανάληψη την οποία οι αδελφοί Ρούσο προσφέρουν και με το παραπάνω σε αυτήν την απολύτως καλοφτιαγμένη για το είδος της και απολύτως άδεια – αν και υπερφορτωμένη – ταινία. Βαθμολογία: 2




«Απάτη σε μαύρο φόντο» («Carbone», Γαλλία, 2017) 

Από τον Ολιβιέ Μαρσάλ, σκηνοθέτη του συμπαθέστατου νεονουάρ «Βρώμικος κόσμος» (2004), η ταινία «Απάτη σε μαύρο φόντο» («Carbone», Γαλλία, 2017) είναι ένα χορταστικό, νυχτερινό θρίλερ με γκάνγκστερ, αστυνόμους και στο επίκεντρο έναν απελπισμένο άνθρωπο (Μπενουά Μαζιμέλ) που προσπαθεί να σωθεί οικονομικά κάνοντας όλες τις λανθασμένες κινήσεις. Από την αρχή μπορείς να υποψιαστείς ότι η φούσκα επιχειρήσεων που ιδρύει έχει ημερομηνία λήξης, αφού τα χρήματα για να ξεκινήσει τις επιχειρήσεις του (με τους λάθος συνεργάτες, φυσικά) προέρχονται από τον υπόκοσμο και δη τον αραβικό. Το τίμημα θα είναι σκληρό και το θέαμα σε δικαιώνει γιατί ο Μαρσάλ ξέρει να φτιάχνει ατμόσφαιρα και χαρακτήρες μέσα από κουβέντες στα καφέ και στα ύποπτα νυχτερινά κέντρα, ενώ η φωτογραφία του Αντονί Ντιάζ είναι ελκυστική στο μάτι. Η «Απάτη σε μαύρο φόντο» ακολουθεί την παράδοση των παλιών auteurs γκανγκστερικών ταινιών του γαλλικού κινηματογράφου (Ζαν Πιέρ Μελβίλ, Ανρί Βερνέιγ, Ζοζέ Τζιοβανί) συνδυάζοντάς τη με τη βασική ιδέα του «Λύκου της Wall Street» του Μάρτιν Σκορσέζε (παρεμπιπτόντως είναι βασισμένη σε πραγματικά περιστατικά). Σε ρόλο – πέρασμα και επιβλητικός όπως πάντα ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ.Βαθμολογία: 2 1/2

Δύο ντοκιμαντέρ

Αλλο ένα ελληνικό ντοκιμαντέρ από αυτή την Πέμπτη που, παρότι περιέχει κάποιες καταγραφές και μαρτυρίες, μοιάζει περισσότερο με προσωπικό φόρο τιμής του σκηνοθέτη προς το θέμα του. Με το «Της πατρίδος μου η σημαία»ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος («Τη νύχτα που ο Κωνσταντίνος Καβάφης συνάντησε τον Φερνάντο Πεσόα) υποκλίνεται στα Βούρβουρα, ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, το οποίο μετά τη γερμανική κατοχή άδειασε από κατοίκους καθώς οι περισσότεροι μετανάστευσαν στο Μαρούσι, εκείνη την εποχή προάστιο των Αθηνών που ήταν ακόμη χωράφι. Ο Χαραλαμπόπουλος, κάτοικος Αμαρουσίου ο ίδιος, άρχισε να γυρίζει το ντοκιμαντέρ από το 2004, την περίοδο που το Μαρούσι προετοιμαζόταν να υποδεχθεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες θολωμένο μέσα στην πλάνη ενός κίβδηλου ονείρου που σήμανε μόνο υπερκαταναλωτισμό και δάνεια μέχρις εσχάτων, δηλαδή χρεοκοπίας. Την ώρα που όλη η χώρα ζούσε τότε τον πυρετό του χρυσού που δεν θα έβρισκε ποτέ, σχολεία όπως αυτό στα Βούρβουρα έκλειναν και οι σημαίες της πατρίδας γίνονταν πατσαβούρες.

Ο σκηνοθέτης νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί θυμίζοντας κάποιες πικρές αλήθειες, και πράγματι το καταφέρνει. Μόνο που το στυλ της ταινίας πέφτει στην παγίδα μιας παλαιομοδίτικης λογικής που θυμάται κανείς στην ΕΡΤ της δεκαετίας του 1980, με αποτέλεσμα μια ενδιαφέρουσα άποψη να χάνεται μέσα σε κουραστικές, επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις ηλικιωμένων κατοίκων ενταγμένες σε πλάνα που γίνονται ως και κουραστικά.Βαθμολογία: 2 

Δεν είναι ίσως και τόσο δίκαιο να συγκρίνεις το «Της πατρίδας μου η σημαία» με το αμερικανικό «Απώτατο σημείο της ανθρωπότητας» («The Farthest»), όμως από την άλλη πλευρά και οι δύο ταινίες σε ωθούν προς τα εκεί καθώς ανήκουν στο είδος του ντοκιμαντέρ.
Στο «Απώτατο σημείο», η σκηνοθέτρια Εμερ Ρέινολντς έκανε μια σχολαστική, πληρέστατη (πιο πλήρης δεν γίνεται) αναδρομή στην ιστορία των διαστημόπλοιων «Voyager 1» και «Voyager 2» που το 1977 εκτοξεύθηκαν από τη NASA στο Διάστημα για την εξερεύνηση των πιο απόμακρων σημείων του ηλιακού συστήματος. Αλλά ποιους ενδιαφέρει αυτό το ηλιακό σύστημα; Ολους; Δεν νομίζω. Ωστόσο, η επιτυχία του ντοκιμαντέρ δεν έγκειται μόνο στον εξαιρετικό χειρισμό του θέματός του, με πλάνα αρχείου και σύγχρονες καταθέσεις επιστημόνων, αλλά – κυρίως – στο ότι ενώ πραγματεύεται ένα περιεχόμενο αμιγώς επιστημονικό, ο τρόπος με τον οποίο έχει αποδοθεί είναι φιλικός απέναντι και στον πιο άσχετο επί του θέματος. Θα μπορούσε να είναι λίγο σφιχτότερο, αλλά τελικά του το συγχωρείς όταν μετά το τέλος του μένεις με την ανάμνηση ότι αυτό που είδες έχει σημασία.
Εκεί λοιπόν που ο Χαραλαμπόπουλος με ένα απλούστατο θέμα εσωτερικής μετανάστευσης και πατριωτισμού χωλαίνει στην επικοινωνία μέσω ενός θεάματος που δεν το λες γοητευτικό, η Ρέινολντς με ένα σύνθετο, επιστημονικό θέμα που υποτίθεται αντιλαμβάνονται μόνο οι ειδικοί κατορθώνει να σε αγκαλιάσει και, αν όχι να σε συναρπάσει, να σε κρατήσει από το χέρι. Να σε κάνει να ενδιαφερθείς για ένα θέμα που ως τώρα δεν ένιωσες ποτέ την ανάγκη να το κάνεις. Βαθμολογία: 3

-Προβάλλεται επίσης η μεταγλωτισμένη ταινία κινουμένων σχεδίων «Η ζουγκλοπαρέα» («Les as de la jungle», Γαλλία, 2017) του Νταβίντ Αλό σε περισσότερες από 80 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα.

Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ



 

Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.