Η σουηδική ιστορική-κοινωνική ταινία «Η καταγωγή των Σάμι» και το γαλλικό θρίλερ «Revenge», ταινίες σκηνοθετημένες από γυναίκες και με γυναίκες σε πρώτο πλάνο, ξεχωρίζουν από αύριο στις αίθουσες
«Η καταγωγή των Σάμι» («Samiblod», Noρβηγία / Δανία / Σουηδία, 2016)
Χωρίς αμφιβολία, η υποψήφια εφέτος για το βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ταινία «Η καταγωγή των Σάμι» («Samiblod», Noρβηγία / Δανία / Σουηδία, 2016) είναι μακράν το πιο ενδιαφέρον κινηματογραφικό εγχείρημα της εβδομάδας. Μέσα από την ιστορία ενός κοριτσιού από τη Λαπωνία, της Ελε Μάργια, η οποία προσπαθεί να μεγαλώσει μαζί με τη μικρότερη αδελφή της στην εχθρική – απέναντι στους Λάπωνες – σουηδική κοινωνία της δεκαετίας του 1930, η σκηνοθέτρια Αμάντα Κέρνελ συνέθεσε ένα βαθιά ανθρώπινο έργο μέσα από το οποίο αντηχούν η μισαλλοδοξία, η προκατάληψη και ο κοινωνικός ρατσισμός εποχών σημερινών· θέματα που δυστυχώς δεν έχουν ακόμη ξεπεραστεί.
Η «Καταγωγή των Σάμι» αρχίζει στο σήμερα, όταν βλέπουμε μια ηλικιωμένη γυναίκα να μη θέλει να επιστρέψει στο χωριό όπου ζούσε η αδελφή της προκειμένου να παραστεί στην κηδεία της. Το γιατί δεν θέλει θα εξηγηθεί αργότερα. Ομως από αυτή την αφορμή ξεδιπλώνεται το παρελθόν, η παιδική ηλικία, χωρίς καμία αθωότητα, πλημμυρισμένη από βία σωματική και ψυχολογική, γεμάτη δυσάρεστες στιγμές – δώστε προσοχή στη σκηνή όπου οι επιστήμονες κάνουν τις καταμετρήσεις των προσώπων, λες και τα κορίτσια αυτά δεν είναι άνθρωποι αλλά όντα προς έρευνα. Οπως περίπου θα πρέπει να είχε συμβεί στη Δύση όταν οι Ινδιάνοι εξολοθρεύτηκαν από τους λευκούς κατακτητές.
Αλλά την ίδια ώρα, η Ελε Μάργια, την οποία υποδύεται σε μια ερμηνεία-πρότυπο η Λένε Σεσίλια Σπάροκ, αποδεικνύεται χαρακτήρας αλύγιστος, που με σθένος, πείσμα, μυαλό και πηγαία εσωτερική δύναμη είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε κακό που προκύπτει μπροστά της – και προκύπτουν πολλά. Κορίτσια σαν την Ελε Μάργια είχαν το χάρισμα της διεκδίκησης του δίκιου και σε αυτά τα κορίτσια οφείλονται πολλά. Η Κέρνελ κινηματογραφεί με αγάπη και συμπόνια το σκληρό σαν πέτρα αγέλαστο πρόσωπο του κοριτσιού που κανείς δεν το θέλει αλλά που εκείνο θέλει τον εαυτό του. Και τον βρίσκει. Βαθμολογία: 3 ½
«Revenge» (Γαλλία, 2018)
Η εκδίκηση, λένε, είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο, επομένως η Zεν (Ματίλντα Λουτζ), κεντρική ηρωίδα της ταινίας «Revenge» (Γαλλία, 2018), δεν πρόκειται να χάσει ούτε δευτερόλεπτο όταν «ξυπνώντας» από βέβαιο θάνατο, αποφασίζει να πάρει το αίμα της πίσω εκδικούμενη τους τρεις άνδρες που την έφεραν σε αυτή τη θέση. Μιλώντας με ρεαλιστικούς όρους βέβαια, η «θέση» στην οποία αναφερόμαστε δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο δυσάρεστη για την κοπέλα: έχει πέσει από γκρεμό και έχει καταλήξει σε ένα δέντρο του οποίου ένα τεράστιο κλαδί έχει διασχίσει το σώμα της.
Μιλώντας πάντα με ρεαλιστικούς όρους, ούτε το βλέφαρό της δεν είναι δυνατόν να σηκώσει, όμως εκείνη θα τα κάνει όλα. Οχι μόνο θα σηκωθεί από το δέντρο, όχι μόνο θα τρέξει με το κλαδί σφηνωμένο στο σώμα της, αλλά θα το καυτηριάσει με πυρακτωμένο αλουμίνιο και χωρίς αναισθητικό, για να πάρει αμέσως τα όπλα και να πιάσει δουλειά «καθαρίζοντας» τα τρία καθάρματα.
Είτε τη δέχεσαι είτε όχι αυτή την υπερρεαλιστική συνθήκη σεναρίου, η οποία βέβαια μυρίζει από μακριά «Kill Bill», το βέβαιο είναι ότι η ματιά της σκηνοθέτριας Κοραλί Φαρζά σε συνεπαίρνει, ακόμη και η γεμάτη έκσταση εμμονή της με το αίμα έχει μια εικαστική ομορφιά. Ισως επειδή η ταινία δεν ξεφεύγει ποτέ από την αισθητική του κόμικ που θέλει να ακολουθήσει, εξάλλου πολλά πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο των κόμικς παραμένουν ανεξήγητα.Γκρο πλάνα που σε άλλες περιπτώσεις θα προκαλούσαν απώθηση – ένα γυαλί που βγαίνει αργά-αργά από τη σάρκα, μυρμήγκια που πιτσιλιούνται από αίμα, το εσωτερικό ενός στόματος που μασά τροφή -, εδώ αποκτούν μια ως και ελκυστική όψη. Γυρισμένο με μόλις πέντε ηθοποιούς σε μια έρημο, το «Revenge» είναι μια ταινία που πάνω απ’ όλα γουστάρεις να κοιτάζεις, χωρίς απαραιτήτως να θες και να εξηγήσεις. Βαθμολογία: 3 ½
«Ο γιος μου» («Mon garcon», Γαλλία, 2017)
«Κάτι συνέβη στον Ματί!». Από την εισαγωγή κιόλας στον «Γιο μου» («Mon garcon», Γαλλία, 2017), σε ένα ακόμη γαλλικό θρίλερ για αυτή την εβδομάδα, η φράση της πρώην συζύγου του (Μελανί Λοράν) στοιχειώνει τον Ζιλιάν (Γκιγιόμ Κανέ), η παρουσία του οποίου μονοπωλεί την ιστορία. Καλοβαλμένος, καλλιεργημένος, επαγγελματικά επιτυχημένος 40άρης, ο Ζιλιάν θα βρεθεί για πρώτη φορά στη ζωή του σε πραγματικό αδιέξοδο. Ποιος και γιατί πήρε τον γιο του; Και πώς θα τον πάρει πίσω; Το πρώτο ερώτημα δεν είναι εκείνο που απασχολεί ιδιαίτερα τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο Κριστιάν Καριόν, γνωστό κυρίως ως σεναριογράφο του θρίλερ του Γκιγιόμ Κανέ «Μην το πεις σε κανέναν» (2005). Η απάντηση του δεύτερου ερωτήματος είναι η ταινία που βλέπουμε.
Ο Καριόν εστιάζει στη μάχη του Ζιλιάν με τον χρόνο, ο οποίος κυλά αδίστακτα εναντίον του. Ο πατέρας θα περάσει από όλα τα αναπόφευκτα στάδια προτού αποφασίσει να δράσει μόνος, κάνοντας τις κινήσεις που εκείνος κρίνει απαραίτητες. Μετά τις ανακρίσεις από την αστυνομία, μετά την επίθεση στον νέο σύντροφο της γυναίκας του, μετά τον καυγά με την ίδια τη γυναίκα του, μετά τις αναμνήσεις του με το παιδί, που περισσότερο τον εμποδίζουν παρά τον βοηθούν να σκεφτεί καθαρά, ο Ζιλιάν θα αποπειραθεί μια προσωπική έρευνα, ένας ερασιτέχνης ιδιωτικός ντετέκτιβ με μοναδικό πελάτη τον εαυτό του.Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην άγρια παγωμένη φύση της Κεντρικής Γαλλίας (και εδώ η φύση παίζει σημαίνοντα ρόλο) και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι έχει να συναντήσει μπροστά του. Ο Κριστιάν Καριόν, που προκειμένου να αποσπάσει από τον Κανέ μια κατά το δυνατόν ρεαλιστική ερμηνεία δεν του είπε ποτέ πώς καταλήγει η ιστορία, έφτιαξε μια άλλη εκδοχή της «Αρπαγής» με τον Λίαμ Νίσον, μόνον που εδώ καταιγιστική δράση δεν υπάρχει, αφού ο εσωτερικός κόσμος και η ψυχολογία του κεντρικού ήρωα βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Βαθμολογία: 3
«Anon» (Γερμανία, 2017)
Φουτουριστικό θρίλερ με εξαιρετική εικαστική αντίληψη αλλά και εξαιρετικά μπερδεμένη πλοκή, το «Anon» (Γερμανία, 2017) φέρει την υπογραφή του Αντριου Νίκολ στο σενάριο και τη σκηνοθεσία· δημιουργού αξιόλογου σε ό,τι αφορά την αντίληψη για το μέλλον, που μας έχει δώσει καλές ταινίες του είδους, όπως η «Σιμόν» και η «Γκάτακα». Ο κόσμος του μέλλοντος που ο Νίκολ αυτή τη φορά συνθέτει, είναι όπως πάντα ψυχρά μινιμαλιστικός αλλά συγχρόνως φέρει «ζεστά» σημάδια του παρελθόντος.
Τα κτίρια, τα ρούχα, τα οχήματα, τα αντικείμενα αναδύουν μια ακαθόριστη αίσθηση παλιού, την ώρα που η οθόνη γεμίζει από μια λευκή ψηφιακή «γαρνιτούρα» (κουκίδες, μικρές οθόνες, πινακίδες, ταμπέλες, σχεδιαγράμματα, βελάκια κ.λπ.) που προσδιορίζουν την ταυτότητα των ανθρώπων που βλέπουμε. Με αυτόν τον τρόπο εξάλλου ο αστυνομικός Σαλ Φρίντμαν (Κλάιβ Οουεν), κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας – η εικόνα του οποίου είναι βγαλμένη από φιλμ νουάρ της δεκαετίας του 1940 – μπορεί να ελέγχει τους ανθρώπους που βρίσκονται μπροστά του και να προσδιορίζει αμέσως την ταυτότητά τους.
Η αιώνια ιστορία της μάχης του καλού με το κακό θα επανέλθει, όταν ο αστυνομικός θα βρεθεί μπροστά στο αίνιγμα μιας σειράς φόνων που όλα δείχνουν ότι πρόκειται για κατά συρροήν. Ο Νίκολ ακολουθεί πιστά τα «υλικά» της παραδοσιακής ιστορίας. Η μοιραία γυναίκα (Αμάντα Σέφριντ), ο προϊστάμενος που μέχρι ενός σημείου μπορεί να δείξει κατανόηση (Κόλεμ Φεόρε), το εχθρικό σύστημα στο οποίο ο Φρίντμαν αντιστέκεται μόνος τελικά εναντίον όλων.
Η ίδια η λύση του μυστηρίου όμως δεν φαίνεται να έχει τόση σημασία μπροστά στο ευρύτερο πλαίσιο της ταινίας, μπροστά στον ίδιο, τον εφιαλτικό κόσμο που περιγράφει, ένα παράξενο μείγμα από Ρέιμοντ Τσάντλερ, Φραντς Κάφκα, Τζορζ Οργουελ, Φίλιπ Ντικ και Ισαάκ Ασίμοφ. Η κινηματογράφηση της ιστορίας και όχι η ίδια η ιστορία ήταν αυτό που εδώ μου προξένησε την περιέργεια, γι’ αυτό εξάλλου η ταινία δεν είναι τίποτε παραπάνω από αξιοπερίεργη.Βαθμολογία: 2 ½
«Ο κύριος και η κυρία Αντλεμαν» («Mr & Mme Adelman», Γαλλία / Βέλγιο, 2017)
Η αισθηματική δραματική κομεντί «Ο κύριος και η κυρία Αντλεμαν» («Mr & Mme Adelman», Γαλλία / Βέλγιο, 2017) είναι το προσωπικό στοίχημα των σεναριογράφων και πρωταγωνιστών της, Ντοριά Τιλιέρ και Νικολά Μπεντός, ο οποίος και σκηνοθέτησε. Το πρόβλημα ωστόσο εδώ είναι ότι η ταινία παραείναι φιλόδοξη για το εξαιρετικά τετριμμένο θέμα της, τη 45χρονη ιστορία ενός ζευγαριού από τη στιγμή που γνωρίζεται στα seventies ως τη στιγμή που ο άνδρας πεθαίνει, στις μέρες μας.
Στην αρχή η ταινία παρακολουθείται σαν ένα ευχάριστο γαϊτανάκι με μπόλικη δόση νοσταλγίας σε ό,τι αφορά τη σκηνική αναπαράσταση της δεκαετίας του ’70. Νυχτερινά κέντρα, φλερτ που σήμερα δεν γίνονται, λόγια που σήμερα δεν ακούγονται. Χαριτωμένο. Εκείνος είναι φέρελπις συγγραφέας, εκείνη θέλει να γίνει μούσα του. Σύντομα, όπως εξάλλου το περιμένεις, τα πράγματα σκουραίνουν, εκείνος λέει στον ψυχαναλυτή του ότι εκείνη θέλει να τον ευνουχίσει. Παρ’ όλα αυτά τον γοητεύει το χαμόγελό της («σαν τζουκμπόξ, θέλεις να βάλεις κέρμα μέσα»).
Ολα αυτά όμως ο Μπεντός τα κινηματογραφεί με «σκορσεζικούς» ρυθμούς, σε μια ταινία όμως στην οποία οι «σκορσεζικοί» ρυθμοί μοιάζουν εκτός τόπου, ακόμη και όταν η αντίστροφη μέτρηση της σχέσης αρχίζει, με εκείνον να κερδίζει το Γκονκούρ και εκείνη να στρέφεται στην κοκαΐνη. Υπάρχουν πάντως σκηνές πολύ αγαπησιάρικες ή πολύ αστείες, παράδειγμα η γνωριμία του συγγραφέα με τα πεθερικά και της μούσας με τα δικά της. Αλλά ως εκεί. Μια όμορφη περιγραφή και στο τέλος όλα ξεχνιούνται.Βαθμολογία: 2
EΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Ζευγάρι με το ζόρι» («Overboard», ΗΠΑ, 2018) των Μπομπ Φίσερ, Ρομπ ΓκρίνμπεργκΑυτό το ανόητο αισθηματικό παραμυθάκι είναι αμυδρά βασισμένο σε μια ξεχασμένη κομεντί του 1987, του Γκάρι Μάρσαλ, στο οποίο η Γκόλντι Χον παίζει την κακομαθημένη πλούσια κληρονόμο που βρίσκει τον δάσκαλό της στον Κερτ Ράσελ, έναν λαϊκό ξυλουργό που της βάζει μυαλό. Εδώ οι ρόλοι (και το σενάριο) αλλάζουν. Ο μεξικανός ηθοποιός-φαινόμενο (ευτυχώς μόνο στο Μεξικό) Εουτζένιο Ντερμπέζ είναι ο κακομαθημένος πλούσιος που χάνει τη μνήμη του και τίθεται υπό την «προστασία» μιας φτωχής Αμερικανίδας (Αννα Φέρις), η οποία όμως θέλει να τον εκδικηθεί επειδή την πέταξε στη θάλασσα από το γιοτ του. Ολοι θα γίνουν καλοί άνθρωποι και μετά όλοι μαζί προσγειωνόμαστε στον Κρόνο… Φαντάσου όμως σε τι κατάσταση βρίσκονται τα σενάρια που κυκλοφορούν στο Χόλιγουντ για να κάνει κάποιος ριμέικ σε κάτι που έφτανε και περίσσευε… Βαθμολογία: 1
«Θάρρος ή αλήθεια» («Truth or dare», ΗΠΑ, 2018) του Τζεφ ΓουάντλοουΕνα φαινομενικά ακίνδυνο παιχνίδι μεταξύ φίλων ονόματι «Θάρρος ή αλήθεια» καταλήγει αιματηρό, όταν κάποιος ή κάτι απειλεί θανάσιμα όσους δεν αποφασίζουν να ακολουθήσουν τους κανόνες και να «τολμήσουν» ή να «πουν την αλήθεια»… (Παίζουν: Λούσι Χέιλ, Τάιλερ Πόουζι, Βάιολετ Μπιν κ.ά.)Βαθμολογία: –
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ