Το σπίτι με τα τέσσερα παιδιά στο μπαλκόνι

0

Τ​​ις προάλλες που περπατούσα στην οδό Κεραμεικού, από τη Δεληγιώργη ώς την Ιερά Οδό, ένιωσα φευγαλέα μια ανεξήγητη αλληλεγγύη με τα σπίτια που συναντούσα. Πολλά ήταν έρημα, αλλά αυτό δεν ξάφνιαζε. Εκείνο που με απασχολούσε ήταν οι ξεχασμένες ιστορίες τους.

του Νίκου Βατόπουλου

Γιατί πάντα θυμάμαι εκείνες τις φωτογραφίες που βγαίνουν λίγο διστακτικά, σχεδόν ντροπαλά, με δόση περηφάνιας και νοσταλγίας, για να φανερωθεί το πατρογονικό σπίτι. Θυμάμαι τις περιγραφές που ξετυλίγονταν. Και αφετηρία μπορεί να ήταν μία μικρή φωτογραφία, 3×5 εκατοστά, ένα ελάχιστο τεκμήριο υψηλής συμπύκνωσης. Εχω κρατήσει μία από αυτές, ως δώρο, ενός σπιτιού στην οδό Κεραμεικού, με τις πολύφυλλες πόρτες και τις φωτερές κάμαρες. Αναρωτιέμαι πού να ήταν…

Αλλά, σε όλες σχεδόν τις γειτονιές, τα ξεχασμένα σπίτια που έγιναν ατμός, έχουν αφήσει κάποιες κοιλότητες ζώσας μνήμης. Ανακαλούνται ενίοτε σε οικογενειακές συζητήσεις και σαν τους πολλούς νεκρούς μνημονεύονται με αγάπη, ακόμη και όταν δυσκόλευαν την καθημερινότητα με τις λιγοστές ανέσεις τους.

Είδα πρόσφατα μια φωτογραφία ενός διώροφου σπιτιού με κήπο. Θα μπορούσε να ήταν και σε άλλη πόλη, στον Βόλο ή στη Χαλκίδα, αλλά πίσω υπάρχει η σφραγίδα του φωτογράφου. Ηταν ο Χρήστος Βλάντικας (ή Βλαντίκας) και είχε το φωτογραφείο του στην καρδιά της Αθήνας, στην Αγίου Μάρκου 7. Στο αρχείο του ΕΛΙΑ υπάρχουν περίπου 5.000 πλάκες του φωτογράφου στα αρχικά τους κουτιά, όλες πορτρέτα στούντιο, ηθοποιοί, ζευγάρια, πρόσωπα μόνα. Από τον Μεσοπόλεμο ώς τη δεκαετία του ’50.

Παρατηρώ το σπίτι στη φωτογραφία και το βλέπω νεόκτιστο. Ο αρχιτέκτων ή ο εμπειροτεχνίτης φαίνεται ότι αγαπούσε τον διάκοσμο. Στην εσοχή του τυφλού παραθύρου στο ισόγειο σμίλεψε θυρεό, κάτω από τα παράθυρα του ορόφου εναπόθεσε ρόδακες και τη ζωφόρο κάτω από τη στέψη τη γέμισε με αδιατάρακτη γιρλάντα από ανθοφόρους βοστρύχους. Στο στηθαίο, προέβλεψε πέντε πολεμίστρες με την ποδιά τους σημαδεμένη από ανθισμένους δαυλούς και στην ταράτσα, ο πυργίσκος στέφεται από κιγκλίδωμα και στηθαίο.

Αλλά το βλέμμα στέκεται στον κεντρικό εξώστη στον οποίο βγαίνουν δύο μπαλκονόπορτες. Εκεί, παρατηρώ τα τέσσερα παιδιά. Προσπαθώ να υπολογίσω την ηλικία τους. Να είναι 10-11 το μεγαλύτερο και 5-6 το μικρότερο. Το κορίτσι αριστερά φοράει λευκό φιόγκο. Ισως να είναι αδελφάκια, ίσως ξαδέλφια, μπορεί το ένα να είναι γειτονόπουλο…

Και ποιος τους βγάζει; Ισως ένας συνεργάτης του φωτογράφου, που είναι φίρμα στο κέντρο. Ή μήπως ο ίδιος ο Χρήστος Βλάντικας; Και αν αυτό είναι το σπίτι του; Και αν αυτά τα παιδάκια είναι τα δικά του; Ο κήπος φαίνεται μεγάλος. Σε αυτόν οδηγεί η πλαϊνή αυλόπορτα με πλούσιο λοφίο.

Αλλά ένα άλλο στοιχείο που με ενδιαφέρει είναι ο δρόμος. Δύο λιπόψυχα δεντράκια (μήπως είναι αγριοπιπεριές ή μήπως ψευδοακακίες;) ρίχνουν ισχνή σκιά. Ο χωματόδρομος μοιάζει έρημος. Να, όμως, που είναι ένας δρόμος πέρασμα, φανερό όχι μόνο από το φάρδος του αλλά και από τις καβαλίνες που είναι διάσπαρτες στο χώμα. Μας θυμίζει ότι ώς τουλάχιστον το 1920-30, σε όλες τις ελληνικές πόλεις μύριζε καβαλίνα. Ακόμη και αργότερα σε γειτονιές ή χωριά. Η μυρωδιά ήταν συχνά βαριά, ιδίως το καλοκαίρι και έμπλεκε με τη σκόνη και κολλούσε στον λαιμό. Συχνά υποτιμούμε την ανάγνωση των πόλεων με τις αισθήσεις. Αλλά ακόμη συχνότερα, σαρώνουμε τα πάντα σε ένα κενό μνήμης.

Αυτή η φωτογραφία ανακαλεί τη χαρά ενός καινούργιου σπιτιού. Φέρνει γεύση μιας ζωής που δεν γνωρίζουμε. Αφήνει τις σκιές των παιδιών που έτρεχαν στον κήπο του.

πηγή: Έντυπη Καθημερινή



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.