Το σκεπτικό είναι απλό. Ας υποθέσουμε ότι σε έναν ιδιοκτήτη ακινήτων βεβαιώνεται φόρος ύψους 600 ευρώ, ο οποίος με τα σημερινά δεδομένα καταβάλλεται είτε σε πέντε μηνιαίες δόσεις των 120 ευρώ, είτε σε έξι μηνιαίες δόσεις των 100 ευρώ. Η εφαρμογή του νέου συστήματος προβλέπει ότι από τον ερχόμενο Ιανουάριο, αφού έχει ολοκληρωθεί η εξόφληση του φετινού ΕΝΦΙΑ, ξεκινά η πληρωμή του φόρου για το 2019. Το 600άρι σπάει σε 12 μηνιαίες δόσεις των 50 ευρώ και με την εκκαθάριση του ΕΝΦΙΑ 2019, το καλοκαίρι του επόμενου έτους, οι εναπομείνασες δόσεις επαναπροσδιορίζονται. Θα παραμείνουν αμετάβλητες στο 50άρικο, εάν ο φόρος του επόμενου έτους είναι ο ίδιος, θα αυξηθούν ή θα μειωθούν, εάν έχει μεταβληθεί η περιουσιακή κατάσταση του φορολογούμενου ή εάν έχουν γίνει κάποιες προσαρμογές στον ΕΝΦΙΑ.
Αντίστοιχα, θα μπορούσε να εφαρμοστεί το νέο σύστημα και στους φόρους εισοδήματος, με μεγαλύτερη ευκολία σε μισθωτούς και συνταξιούχους, όπου επί της ουσίας εάν δεν υπάρχουν πρόσθετα εισοδήματα, αυτό ισχύει ήδη μέσω της μηνιαίας παρακράτησης φόρου, και πιο δύσκολα για τους ελεύθερους επαγγελματίες, τουλάχιστον στο μέτρο που αφορά την απευθείας παρακράτηση του φόρου.
Η απευθείας παρακράτηση των φόρων εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ φυσικών προσώπων δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα οδηγούσε σε αύξηση της εισπραξιμότητας, φρενάροντας παράλληλα τον ρυθμό αύξησης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των φορολογουμένων. Από την άλλη, θα καθιστούσε μόνιμο «σύντροφό» μας την εφορία, την ώρα που η υπερφορολόγηση έχει ρίξει βαθιές ρίζες, απαιτώντας μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές έως και περισσότερα από τα μισά των μειωμένων δραστικά, στα χρόνια της κρίσης, μηνιαίων αποδοχών.
πηγή: www,euro2day.gr
της Έλενας Λάσκαρη