Από το «Γκοντάρ, αγάπη μου» έως τις… ακρότητες του Ιθαν Χοκ και το βαθύ γαλάζιο του Βιμ Βέντερς
«Γκοντάρ, αγάπη μου» («Redoubtable», Γαλλία, 2017).
«Αλλάζεις πάντα τους κανόνες» λέει κάποιος στον Ζαν Λικ Γκοντάρ (Λουί Γκαρέλ) στην αρχή της βιογραφικής ταινίας «Γκοντάρ, αγάπη μου» («Redoubtable», Γαλλία, 2017). «Ναι, τους αλλάζω» απαντά εκείνος με υπεροψία και αγένεια. «Ε, και;».
Ζαν Λικ Γκοντάρ, το τρομερό παιδί της γαλλικής Nouvelle Vague, πρώην κριτικός κινηματογράφου στα περίφημα Cahiers Du Cinema, αργότερα ένας από τους πιο αντιφατικούς, εκκεντρικούς, απρόβλεπτους, αντιδραστικούς, αλαζόνες μα και ακτινοβόλους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Ευφυολόγος, προκλητικός, αστείος, αφόρητος.
Να χαίρεσαι να τον ακούς αλλά να μη διανοείσαι ότι θα μπορούσες κάποια στιγμή να τον κάνεις παρέα.
Να χαίρεσαι να τον ακούς αλλά να μη διανοείσαι ότι θα μπορούσες κάποια στιγμή να τον κάνεις παρέα.
Μιλάμε φυσικά για τον δημιουργό εμβληματικών ταινιών όπως οι «Με κομμένη την ανάσα», «Τρελός Πιερό» και «Περιφρόνηση», για έναν σκηνοθέτη με φανατικούς οπαδούς και αργότερα, στα χρόνια του 1970 και του 1980, με ακόμη πιο φανατικούς εχθρούς.
Ομως ο πιο φανατικός εχθρός του, όπως λέει η ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους, ίσως να ήταν ο ίδιος ο εαυτός του.Η επιτυχία στο «Γκοντάρ, αγάπη μου» έγκειται στο ότι ο Χαζαναβίσιους αποφάσισε να αντιμετωπίσει με μια light διάθεση το βαρύ πεπόνι, που είναι το αντικείμενο της ταινίας του, για να μας πει δυο-τρία πράγματα που δεν ξέραμε για αυτόν. H ταινία κινείται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, όταν ο Γκοντάρ, μετά την «Κινέζα» (μια ταινία για την οποία τον έβρισαν οι Κινέζοι) αναζητούσε έναν «άλλον» εαυτό του, θεωρώντας ότι ο ως τότε Γκοντάρ είχε πια πεθάνει.
Ομως ο πιο φανατικός εχθρός του, όπως λέει η ταινία του Μισέλ Χαζαναβίσιους, ίσως να ήταν ο ίδιος ο εαυτός του.Η επιτυχία στο «Γκοντάρ, αγάπη μου» έγκειται στο ότι ο Χαζαναβίσιους αποφάσισε να αντιμετωπίσει με μια light διάθεση το βαρύ πεπόνι, που είναι το αντικείμενο της ταινίας του, για να μας πει δυο-τρία πράγματα που δεν ξέραμε για αυτόν. H ταινία κινείται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960, όταν ο Γκοντάρ, μετά την «Κινέζα» (μια ταινία για την οποία τον έβρισαν οι Κινέζοι) αναζητούσε έναν «άλλον» εαυτό του, θεωρώντας ότι ο ως τότε Γκοντάρ είχε πια πεθάνει.
«Είμαι ένας ηθοποιός που υποδύεται τον Γκοντάρ» έλεγε ο ίδιος βρίζοντας ασύστολα τις πρώτες ταινίες του, «δεν υπάρχει ο Ζαν Λικ Γκοντάρ». Δίπλα του σε αυτή τη μοναχική διαδρομή ενός ανθρώπου που τρωγόταν με τα ρούχα του, χωρίς ακριβώς να μπορεί να εξηγήσει το γιατί, βρέθηκε η κατά πολλά χρόνια νεότερή του ηθοποιός Αν Βιαζέμσκι (Στέισι Μάρτιν), πρωταγωνίστρια της «Κινέζας» και σύζυγος του Γκοντάρ μέχρι το 1979 (το σενάριο της ταινίας είναι εμπνευσμένο από δύο βιβλία της για τη σχέση της μαζί του).
Ο Χαζαναβίσιους, βραβευμένος με Οσκαρ σκηνοθέτης τού «The artist», σεβάστηκε το «αντικείμενο» της ταινίας του αλλά δεν δίστασε να χαμογελάσει, να χαριτολογήσει γύρω του και μάλιστα με πολύ ελκυστικό και καθόλου προσβλητικό τρόπο.
Μια βαθιά αίσθηση ειρωνείας πλημμυρίζει την ταινία, ακόμη και όταν βλέπουμε τον Γκοντάρ να δέχεται κατά κράτος επίθεση όταν σε μία από τις συνελεύσεις των αριστερών της έκρυθμης εκείνης εποχής, όπου το πρόσωπο του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ πρωτοστατούσε, ο Γκοντάρ δήλωσε αντισημιτικές διαθέσεις λέγοντας το φοβερό «οι σημερινοί ναζί είναι οι Εβραίοι».
Ναι, μια ταινία για τον Ζαν Λικ Γκοντάρ μπορεί να γίνει πραγματικά απολαυστική, με τα χαριτωμένα trivia της ζωής του, με τον σχεδόν παιδικό χαρακτήρα του, με τα ασταμάτητα τσιτάτα του, με την ικανότητά του να μεταμορφώνεται από τρυφερός ερωτικός σύντροφος σε ψυχρό, άκαρδο, σχεδόν παράλογο, σίγουρα αντιπαθητικό αλλά και πάντα ενδιαφέροντα διανοούμενο. Βαθμολογία: 3 ½
«Ακρότητες» («First reformed», ΗΠΑ, 2018)
Από το πρώτο κιόλας πλάνο της ταινίας «Ακρότητες» («First reformed», ΗΠΑ, 2018) του Πολ Σρέιντερ αντιλαμβάνεσαι ότι θα δεις κάτι πολύ ενδιαφέρον: μέσα σε ένα λιτό δωμάτιο που αντανακλά το ύφος ολόκληρης της ταινίας, θυμίζοντας κάτι ανάμεσα σε Καρλ Ντράγερ και Ρομπέρ Μπρεσόν (κυρίως το «Ημερολόγιο ενός εφημέριου»), βλέπουμε έναν ιερέα (Ιθαν Χοκ) να γράφει. Από την αφήγηση του ιδίου μαθαίνουμε ότι είναι αποφασισμένος να διατηρήσει ημερολόγιο για έναν χρόνο καταγράφοντας τα γεγονότα της ημέρας. Μετά θα κάψει το ημερολόγιο σαν να μην υπήρξε ποτέ. «Είναι μια μορφή προσευχής» λέει.
Ο Σρέιντερ μας έχει κερδίσει με το «καλημέρα». Γιατί θέλουμε να μάθουμε τι ακριβώς συμβαίνει με αυτόν τον άνθρωπο, ποιο είναι το παρελθόν του, ποιο το παρόν του, τι προμηνύεται να είναι το μέλλον του;
Είναι προφανώς ένας ιερέας με προβλήματα και μυστικά τα οποία ο σκηνοθέτης (που έχει γράψει και το σενάριο) φέρνει στην επιφάνεια με αξιοθαύμαστη υπομονή. Παράλληλα, τον παρακολουθεί στις δραστηριότητές του, η μεταρρυθμιστική εκκλησία στη Νέα Αγγλία την οποία διαχειρίζεται είναι περισσότερο ένα ιστορικό μουσείο (στο οποίο ο ιερέας κάνει και τον… ξεναγό) και λιγότερο ένας χώρος προσευχής. Καταλυτική όμως θα είναι η επίσκεψη μιας γυναίκας (Αμάντα Σέιφριντ) που ζητεί τη βοήθειά του για τον άνδρα της ο οποίος δεν θέλει το παιδί τους.
Παλιός συνεργάτης του Μάρτιν Σκορσέζε, για τον οποίο έγραψε τα σενάρια του «Ταξιτζή», του «Οργισμένου ειδώλου» και του «Τελευταίου πειρασμού», και σκηνοθέτης ο ίδιος («Επάγγελμα ζιγκολό» κ.ά.) ο Πολ Σρέιντερ βρίσκεται εδώ σε μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας του· καριέρας γεμάτης σκαμπανεβάσματα. Οι «Ακρότητες» είναι η εξονυχιστική μελέτη ενός πολύ πονεμένου και προβληματικού ανθρώπου (ο Ιθαν Χοκ έκτατος σε έναν ρόλο που εκ πρώτης νομίζεις ότι δεν του ταιριάζει), ο οποίος ενώ καλείται να βοηθήσει τους άλλους, έχει παραμελήσει τον εαυτό του, που επίσης χρειάζεται βοήθεια, αν όχι τη μεγαλύτερη.
Είναι ένας άνθρωπος που πνίγεται, ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά, ένας άνθρωπος που τελικά άθελά του τείνει προς το απόλυτο κακό, τα κακό που ο ίδιος θέλει να πολεμήσει. Και δεν είναι τυχαίο που το κακό είναι ο τζιχαντισμός, που η πίστη του προς τον χριστιανισμό κλονίζεται από τον κυνισμό, την υποκρισία, την αμφισβήτηση και τη μαρτυρική συνειδητοποίηση ότι ο ίδιος είναι ανίκανος να βοηθήσει . Έκτακτος ο Σέντρικ στον ρόλο ενός άλλου πάστορα που δίνει στην ταινία μια ανάσα χιούμορ πραγματικά απαραίτητη μέσα σε όλο αυτό το βαρύθυμο κλίμα της). Βαθμολογία: 3 ½
«Submergence», (Γερμανία / ΗΠΑ / Γαλλία / Ισπανία, 2017)
Η καταβύθιση («Submergence», Γερμανία / ΗΠΑ / Γαλλία / Ισπανία, 2017), όπως μεταφράζεται κατά λέξη από τα αγγλικά η ταινία «Στο βαθύ γαλάζιο» του Βιμ Βέντερς, είναι ερωτικό δράμα με πολύ υγρό στοιχείο και ενταγμένο σε ένα περίεργο πολιτικο-επιστημονικό πλαίσιο. Εκείνος (Τζέιμς Μακ Αβόι) είναι πράκτορας των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών και πρόκειται να αναλάβει μια επικίνδυνη αποστολή σε μια χώρα της Αφρικής παριστάνοντας κάτι που δεν είναι, τον σύμβουλο σε θέματα ύδρευσης. Εκείνη (Αλίσια Βικάντερ), καλλιεργημένη επιστήμονας, βιομαθηματικός με πλούσιο λεξιλόγιο, ετοιμάζεται να λάβει μέρος σε μια αποστολή καταβύθισης στον Βορρά. Και οι δύο παίζουν με τη ζωή τους και οι δύο αγαπιούνται με πάθος (χωρίς αυτό να βγαίνει) και οι δύο νιώθουν κενοί όταν χάνεται η επαφή τους.
Ο Βέντερς, κινηματογραφιστής έμπειρος και εξαιρετικά παραγωγικός (η ταινία γυρίστηκε πριν από το ντοκιμαντέρ του για τον Πάπα της Ρώμης που είδαμε στις Κάννες), παίζει με τους χρόνους αφήγησης της ιστορίας, άλλοτε βλέπουμε τους δύο ήρωες μαζί – να τρώνε, να περπατούν, να κάνουν έρωτα -, άλλοτε χωριστά σε απελπισία. Εικόνες κάτω από το νερό, σκηνές μαρτυρίου και βασανιστηρίων, επιστημονικές αναλύσεις. Ωραία όλα αυτά, τα χαζεύεις μια χαρά, αν και το βαθύτερο νόημά τους μάλλον μου διέφυγε – αν υπήρχε κιόλας. Πολλά γίνονται δίχως λόγο, λίγα δραστηριοποιούν την περιέργεια, το συναίσθημα της αμηχανίας είναι εδώ κυρίαρχο. Στον σκηνοθέτη, στους ηθοποιούς, στον θεατή. Βαθμολογία: 2
«Κορίτσι για φίλημα» («I feel pretty», ΗΠΑ, 2018)
Η Ρενέ (Εϊμι Σούμερ), κεντρικό πρόσωπο της ταινίας «Κορίτσι για φίλημα» («I feel pretty», ΗΠΑ, 2018), είναι έξυπνη, ετοιμόλογη, έχει πηγαίο χιούμορ και ένα τεράστιο σύμπλεγμα: δεν μπορεί να χωνέψει το παχουλό, «στραβοχυμένο» παρουσιαστικό της. Ναι, είναι παχουλή και νιώθει κατώτερη δίπλα στα σούπερ αδύνατα έως ασθενικά μοντέλα που κυκλοφορούν γύρω της και την αντιμετωπίζουν σαν να μην υπάρχει. Γιατί μέσα σε όλα, η Ρενέ εργάζεται σε εταιρεία καλλυντικών! (ευχάριστη έκπληξη η ολιγόλεπτη εμφάνιση της Λορίν Χάτον που παίζει την ιδρύτρια της εταιρείας). Ωσπου μια μέρα ένα ατύχημα θα τη… συνεφέρει με τον λάθος (;) τρόπο. Η Ρενέ χτυπά στο κεφάλι και ξαφνικά «βλέπει» τον εαυτό της σαν να είναι μοντέλο τής… Vogue, παρότι εξωτερικά δεν έχει αλλάξει σε τίποτε.
Η ιδέα έχει «ψωμί», και μάλιστα ιδιαίτερα χορταστικό, γιατί χάρη στο ταλέντο τής 37χρονης κωμικού Εϊμι Σούμερ – γνωστής από την πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά «Inside Amy Schumer» – είναι πραγματικά αστείο να βλέπεις τη Ρενέ να συμπεριφέρεται σαν να πρόκειται για την Μπριζίτ Μπαρντό στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», παρότι στην πραγματικότητα θυμίζει την Κάθι Μπέιτς στις «Πράσινες τηγανητές ντομάτες». Οι σεναριογράφοι / σκηνοθέτες / παραγωγοί Εϊμπι Κον, Μαρκ Σίλβερσταϊν που έχουν εντρυφήσει σε αυτού του τύπου τις ανάλαφρες «κομεντί με μήνυμα» («Δεν με φίλησαν ποτέ», «Απλώς δεν σε γουστάρει», «Οδηγός για singles») χειρίζονται το θέμα τους απελευθερωμένα και με ειλικρινή κατανόηση γιατί φυσικά η Ρενέ είναι ένα πρόσωπο που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά· για την ακρίβεια ανήκει στην πλειοψηφία. Βαθμολογία: 2 ½
«Με αγάπη, Σάιμον» («Love Simon», ΗΠΑ, 2018)
Η αποδοχή του εαυτού μας ως έχει, χωρίς ντροπή και χωρίς να κρύβουμε τίποτε, είναι το θέμα και της ταινίας «Με αγάπη, Σάιμον» («Love Simon», ΗΠΑ, 2018), μόνον που εδώ το κεντρικό πρόσωπο είναι ένας ομοφυλόφιλος μαθητής λυκείου (Νικ Ρόμπινσον), ο οποίος φοβάται να παρουσιάσει δημόσια την πραγματική σεξουαλική του ταυτότητα από τη στιγμή που τη συνειδητοποιεί. Ο μόνος τρόπος για να εκφραστεί είναι τα ηλεκτρονικά μηνύματα που στέλνει σε έναν παραλήπτη που επίσης είναι ομοφυλόφιλος. Οταν όμως κάποιο από τα παιδιά αντιλαμβάνεται το «πρόβλημα» του Σάιμον, αυτό κοινοποιείται βίαια.
Βαριά η σκιά τού «Να με φωνάζεις με το όνομά σου» του Λούκα Γκουαντανίνο, μιας πραγματικά ώριμης και ουσιαστικής ταινίας την οποία είδαμε (και αγαπήσαμε) πρόσφατα. Και παρά τις καλές προθέσεις της, η ταινία του Γκρεγκ Μπερλάτλι δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη σκιά. Στον «Σάιμον» ώρα πολλή σπαταλιέται ασυστόλως στις γραφικές πλακίτσες ανάμεσα στα παιδιά του σχολείου, την αδιανόητη κουταμάρα των μεγάλων (ο διευθυντής του σχολείου είναι ένας κλόουν με περικεφαλαία), την αφέλεια των γονέων. Μια χαζοχαρούμενη διάθεση, που δεν «κολλά» με τη σοβαρότητα του θέματος, υπερκαλύπτει την ταινία.Βαθμολογία: 1
«Jurassic World:Το βασίλειο έπεσε»
To βασίλειο έπεσε, λέει ο υπότιτλος της ταινίας του Ισπανού Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά,όμως απ’ ό,τι φαίνεται το βασίλειο των κινηματογραφικών δεινοσαύρων που ιδρύθηκε το 1993 από τον «μάγο» Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν πρόκειται ποτέ να πέσει. Παρεμπιπτόντως ο Σπίλμπεργκ είναι εδώ εκτελεστής παραγωγής. Σίριαλ της μεγάλης οθόνης πια και αυτό, υποκινείται από την αγιάτρευτη μανία του ανθρώπου για όλο και περισσότερα, την ανεξαρτήτως κόστους απληστία του, γεγονός που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί προς την καταστροφή του.
Πράγματι, οι δεινόσαυροι στην τελευταία ταινία προορίζονται να γίνουν… σούπερ όπλα για σούπερ πολέμους· όπλα που ως και σε δημοπρασία βγαίνουν σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας (με συντονιστή τον Τόμπι Τζόουνς). Και σαν όπλα που ούτως ή άλλως είναι, όταν έρχεται η κακιά η ώρα, οι δεινόσαυροι αρχίζουν να καταβροχθίζουν τους ανθρώπους όπως οι άνθρωποι τα καναπεδάκια! Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά θα βρούμε το ζευγάρι Μπράις Ντάλας Χάουαρντ – Κρις Πρατ να καλείται και πάλι να σώσει τον κόσμο αλλά και τους δεινοσαύρους. Και όπως πολύ σωστά ακούγεται, έχει κι αυτό τις ευθύνες του, αφού έχει παίξει στο παιχνίδι της εκπαίδευσης των δεινοσαύρων, έστω και αν τα κίνητρά του ήταν ενάρετα για τη διατήρηση του είδους. Βαθμολογία: 2
«Βασικός ύποπτος» («Spinning man», ΗΠΑ / Ιρλανδία / Σουηδία, 2018)
Ανευρο αστυνομικό θρίλερ του Σάιμον Κάιζερ στο οποίο ο Γκάι Πιρς είναι αυτό που δηλώνει ο τίτλος στην υπόθεση εξαφάνισης και δολοφονίας ενός κοριτσιού που υπήρξε φοιτήτριά του. Το έκανε ή δεν το έκανε έπαψε από κάποια στιγμή να με ενδιαφέρει και απ’ ό,τι φαίνεται είχα δίκιο, διότι η εξήγηση του τέλους είναι για τα πανηγύρια.
Ακόμη και ο Πιρς Μπρόσναν στον ρόλο ενός φαινομενικά ήπιου αλλά κατά βάθος παμπόνηρου αστυνομικού α λα Πίτερ Φολκ στο «Κολόμπο», ακόμα κι αυτός νιώθεις ότι βαριέται που παίζει (και η κοιλίτσα δεν του ταιριάζει διόλου). Οσοι θέλουν να δουν το ίδιο ακριβώς θέμα σε μια πολύ καλύτερη ταινία να αναζητήσουν το ιταλικό θρίλερ «Το κορίτσι στην ομίχλη» με τον Τόνι Σερβίλο.Βαθμολογία: 1
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ