Στη γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού στάθηκα για λίγο για να συνδέσω το χθες με το σήμερα.
του Νίκου Βατόπουλου
Είχα προσπεράσει τη Μασσαλίας και σαν έκλαμψη είχα δει για μια και μόνο στιγμή και πάλι τους παλιούς βιβλιοπώλες, οι περισσότεροι ήταν ηλικιωμένοι, με τις όρθιες ξύλινες βιβλιοθήκες τους στον τοίχο της Νομικής, με τις στοίβες τα μεταχειρισμένα βιβλία και τον εαυτό μου 18 ετών, εκεί ανάμεσά τους, να μην ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει…
Αλλά, η εικόνα έφυγε όπως ήρθε. Εμεινε όμως η ανάγκη να ξαναδιαβάσω όσα με περιστοίχιζαν, τις παλιές πολυκατοικίες, τα άχαρα κτίρια γραφείων, τα κλειστά μαγαζιά, τα γκαράζ και τις προτομές μιας εφήμερης παρουσίας.
Εκεί, στη γωνία με την Ασκληπιού βρισκόμουν σε ένα σημείο μέσα στην πόλη, με τον εαυτό μου πυκνωτή αστικών βιωμάτων. Αν έστριβα το βλέμμα προς τα πίσω θα έβλεπα το κτίριο γραφείων του εξαίρετου Διονύση Ζήβα, από το 1962, κομμάτι και αυτό της ιστορίας της πόλης, και πιο πίσω τη σκιά του σπιτιού του Παλαμά, αφανισμένου στο κενοτάφιο της Αθήνας.
Πρόσφατα, ξαναδιαβάζοντας την αυτοβιογραφία του Μανόλη Καλομοίρη («Η ζωή μου και η τέχνη μου», εκδ. Νεφέλη) δανείστηκα το βλέμμα του, όταν και εκείνος –όπως χιλιάδες Αθηναίοι– περνούσε από την οδό Ασκληπιού.
Ο Καλομοίρης, όμως, είχε δει τον Παλαμά, ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο, «καθισμένο στο μπαλκονάκι του γραφείου του να διαβάζει κάποιο βιβλίο». Μου έμεινε η σκηνή γιατί ήταν τόσο απλή και τόσο φορτισμένη, ο ποιητής να διαβάζει απερίσπαστος σε έναν εξώστη της πόλης. Στην οδό Ασκληπιού.
Αλλά καθώς είχα σκοπό να ανηφορίσω αυτήν την ίδια Ασκληπιού, που είχε διασχίσει και ο Καλομοίρης με το βλέμμα του να συλλαμβάνει τη μορφή του Παλαμά, διέσχισα τη διάβαση. Δεν μπορούσα, βεβαίως, να μη σκεφτώ ότι τόσο ο Καλομοίρης όσο και ο Παλαμάς ήταν μαρμάρινες προτομές και αγάλματα, εκεί γύρω στο Πνευματικό Κέντρο, εκεί που ανάσαιναν τον αέρα της Αθήνας.
Το βλέμμα μου, όμως, είχε ήδη μετακινηθεί και γαντζωνόταν με τρυφερή απληστία στις βαθιές ώχρες της παλιάς πολυκατοικίας, με εκείνο το χρώμα μιας σκούρας άμμου Σαχάρας, ή ας πούμε ενός καπνισμένου καμηλό, με τους ρόδακες σαν ρώγες ζωής στον λείο σοβά. Ηξερα καλά αυτήν την πολυκατοικία, στο 19 της Ασκληπιού, σε μια σειρά μεσοπολεμικών προσόψεων, χωνεμένες και ριζωμένες, κορμοί μιας Αθήνας πολυκαιρισμένης. Θυμόμουν το ιατρείο του προσφιλούς οφθαλμιάτρου στο ισόγειο, σχεδόν πάντα σκοτεινό, με βαριές κουρτίνες και τη μυρωδιά από μαόνι και δερμάτινες πολυθρόνες.
Σκοτεινή, όμως, έμοιαζε και τώρα η είσοδος αυτής της πολυκατοικίας που είχε σχεδιάσει ο Κωνσταντίνος Κυριακίδης. Λίγοι είχαν την εκλεπτυσμένη αισθητική αυτού του Κωνσταντινουπολίτη, που είχε χτίσει αρ νουβό μέγαρα στην Πόλη, και ήρθε στην Αθήνα και άφησε κομψά κτίρια, στην Αμαλίας, στην Υψηλάντου, στην Οθωνος, στη Σκουφά, στην Ασκληπιού… Σήκωσα το βλέμμα να περιεργαστώ την όψη, που είχε τη σφραγίδα της ψυχικής καλλιέργειας του Κυριακίδη. Είδα την εξώθυρα με τα αρ ντεκό σχέδια και πάλι ανοικτή (όπως είναι συνήθως) και τόλμησα να μπω μέσα στο κτίριο.
Ηθελα να εισπνεύσω εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα μιας πολυκατοικίας 80 και πλέον ετών. Η μελέτη είχε γίνει το 1934 και η ταράτσα είχε στέμμα μια πέργκολα, εσχάτως αποκαθηλωμένη. Αλλά στο εσωτερικό, με τις σκιές και τους ψιθύρους ενεργούς, με τις φευγαλέες ρίψεις φωτός από φεγγίτες και σχισμές, ένιωσα αρχαιοκάπηλος που έπεσε σε ήδη συλημένο τάφο. Κινήθηκα αθόρυβα και στάθηκα μόνο λίγα λεπτά παραπάνω για να περιεργαστώ το ασανσέρ Schindler στον αρχικό κλωβό του.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή