Καταιγισμός νέων ταινιών και αυτή την Πέμπτη. Και ενώ το Παγκόσμιο Κύπελλο είναι το γεγονός των ημερών, η ποιότητα των ταινιών είναι χαμηλωμένη. Ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό;
Τέσσερις προχωρημένης ηλικίας ηθοποιοί κάνουν μάλλον το κέφι τους παίζοντας στο «Bookclub» (ΗΠΑ, 2018) του Μπιλ Χόλντερμαν, όπου μιλούν για σεξ, διαβάζουν για σεξ (βίβλος τους οι «50 αποχρώσεις του γκρι» που δόξα τω Θεώ είναι τριλογία!) και – ενίοτε – κάνουν σεξ. Γιατί διάολε, μέχρι τελικά να σταματήσει, η ζωή ποτέ δεν… σταματά· δεν μένει λοιπόν παρά να τη χαρούμε, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς ενοχές, χωρίς μυστικά και χωρίς τις κόρες μας να μας ζαλίζουν τον αδόξαστο με τον συντηρητισμό τους όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Νταϊάν Κίτον
Τόσο σαν φιγούρα και στυλ όσο και σαν νοοτροπία, η ηρωίδα της Κίτον είναι η πιο «κοντινή» στην εποχή μας, ίσως και η πιο προσγειωμένη. Η Τζέιν Φόντα με σώμα-λαμπάδα και πρόσωπο-αβγό είναι όπως πάντα εντυπωσιακή, η Μέρι Στινμπέργκεν έχει και πάλι αυτό το αφηρημένο που δεν ξέρεις αν πατά στη γη ή πετά στα σύννεφα, και μια πραγματικά αγνώριστη Κάντις Μπέργκεν, που υποδύεται μια δικαστή, προκαλεί μάλλον θλίψη διότι εμφανώς δεν έχει προσέξει όπως θα όφειλε τον εαυτό της και μεταμορφώθηκε σε «φάλαινα», σε σημείο που χρειάστηκε να ρωτήσω αν είναι αυτή γιατί αρχικώς δεν την αναγνώρισα…
Ανάμεσα στις γυναίκες αυτές περιφέρονται και κάποιοι άνδρες, βέβαια, κωμικοτραγικές παππουδοφιγούρες σε γυναικεία αρένα: ο Ντον Τζόνσον φλερτάρει την κατά 12 χρόνια μεγαλύτερή του Φόντα (παρεμπιπτόντως να θυμίσω ότι η κόρη του, Ντακότα Τζόνσον, ήταν η πρωταγωνίστρια στην τριλογία του «Γκρι»), ο Αντι Γκαρσία την κατά 10 χρόνια μεγαλύτερή του Κίτον και ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους τη συνομήλική του Μπέργκεν. Η Στινμπέργκεν είναι η μόνη παντρεμένη (με τον Κρεγκ Τ. Νέλσον που δείχνει να υποφέρει αλλά και να του αρέσει) και το έχει ρίξει στον χορό.
Το καλό με αυτή την ταινία είναι η ειλικρίνειά της, το ότι τίποτε δεν γίνεται εξεζητημένα και το ότι βγάζει μια αίσθηση χαλαρότητας, αυτό που λέμε «ε, και τι έγινε;». Μια πραγματικά αισιόδοξη κομεντί για την τρίτη ηλικία, από την οποία δεν λείπει το καλογραμμένο, έξυπνο, ποτέ αγοραίο χιούμορ. Βαθμολογία: 2½
«Hotel Artemis» (ΗΠΑ, 2018)
Μια ακόμα χυδαία εικονογράφηση βίας που δεν δείχνει να οδηγεί πουθενά είναι το διακριτικό της φουτουριστικής περιπέτειας «Hotel Artemis» (ΗΠΑ, 2018), πρώτης μεγάλου μήκους του Σκωτσέζου Ντρου Πιρς, συν-σεναριογράφου στο «Iron man 3».
Πνιγμένη στο σκοτάδι, στο αίμα, στα αποκρουστικά τατουάζ και στις άναρθρες κραυγές απειλής ή απελπισίας, η ταινία έχει ως κεντρικό πρόσωπο μια προχωρημένης ηλικίας γυναίκα με τραυματισμένο παρελθόν (Τζόντι Φόστερ) που διευθύνει ένα ξενοδοχείο-κατάλυμα των κακοποιών που βρίσκονται σε δύσκολη θέση και μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μόνον αν είναι «συνδρομητές» του».
Οταν η γυναίκα σε μια έκρηξη ανθρωπιάς αποφασίζει να παραβεί έναν κανόνα που ακολουθούσε επί 22 χρόνια, θα ανοίξει την πόρτα του ξενοδοχείο στο χάος ενός Λος Αντζελες που μοιάζει σε εμπόλεμη κατάσταση (η ιστορία εκτυλίσσεται στο 2028). Και αυτό το χάος από κάποια στιγμή και μετά γίνεται εξαντλητικό, χωρίς καμία γοητεία, άχαρο και κουραστικό.
Η ελκυστική φωτογραφία του Τσανγκ Χουν Τσανγκ, διευθυντή φωτογραφίας στο «Old Boy» του Παρκ Τσαν Γουκ, δεν αρκεί από μόνη της να σώσει την κατάσταση (συμπρωταγωνιστούν οι Σοφία Μπουτέλα, Τσάρλι Ντέι, Στέρλινγκ Κ. Μπράουν, Μπράιαν Ταϊρί Χένρι, Τζεφ Γκόλντμπλαμ). Βαθμολογία: 1
«Διαδοχή» («Hereditary», HΠΑ, 2018)
Στη «Διαδοχή» («Hereditary», HΠΑ, 2018), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αρι Αστερ, όλα ξεκινούν από τον θάνατο ενός παράξενου κοριτσιού (Μίλι Σαπίρο) σε ατύχημα(;) για το οποίο ευθύνεται ο διαρκώς μαστουρωμένος μεγάλος αδελφός της (Αλεξ Γουλφ). Πεπεισμένη ότι μπορεί να συναντηθεί πνευματικά με το χαμένο παιδί της, η μάνα (Τόνι Κολέτ) παρασύρει σε μια τρέλα τον πατέρα (Γκάμπριελ Μπάιρν) που προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Εν τω μεταξύ ο γιος εξακολουθεί να μαστουρώνεται…
>Δαιμονολογία, κατάρες, εφιαλτικά οράματα, κλειστοφοβικός τρόμος (σπίτι), κελάρια με μυστικά, πνευματιστικές συνεδριάσεις, αποκεφαλισμοί ανθρώπων και πουλιών· η «Διαδοχή» τα έχει πραγματικά όλα. Σίγουρα η ατμόσφαιρά της, που οφείλει πολλά στη φωτογραφία του Πάβελ Πογκορζέλσκι, γοητεύει. Η πλανοθεσία της ταινίας συχνά μου έδινε την εντύπωση ότι περιφέρομαι μέσα σε έναν από τους κινηματογραφικούς εφιάλτες του παλιού καλού Ντέιβιντ Λιντς. Και είναι τελικά κρίμα που όλο αυτό το ταλέντο χαραμίζεται σε μια ιστορία που σεναριακά μοιάζει να έχει βουτήξει τσαπατσούλικα όποια ιδέα θρίλερ μπόρεσε να βρει, από το «Μετά τα μεσάνυχτα» του Νίκολας Ρεγκ μέχρι την «Προφητεία» του Ρίτσαρντ Λέστερ ή τον «Εξορκιστή» του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Το μπέρδεμα είναι τέτοιο που τελικά σε φέρνει στο σημείο να αδιαφορήσεις για την κατάληξη της ιστορίας.Βαθμολογία: 2
«Πού θα κοιμηθείς απόψε;» («Garde alternée», Γαλλία, 2017)
Τι θα μπορούσε να κάνει μια γυναίκα στα 47 της (Βαλερί Μπονετόν) προκειμένου να σώσει τον βαλτωμένο γάμο της; Η ιδέα στο «Πού θα κοιμηθείς απόψε;» («Garde alternée», Γαλλία, 2017) της Αλεξαντρά Λεκλέρ είναι να μοιραστεί τον άνδρα της με την ερωμένη του (Ιζαμπέλ Καρέ), η οποία μάλιστα δεν είναι καν νεότερη. Μία εβδομάδα στη μια, μία εβδομάδα στην άλλη, ο λεγάμενος (Ντιντιέ Μπουρντόν) δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα κουραστεί και θα πρέπει να αποφασίσει. Ιδίως αν είναι ένας σχετικά κουρασμένος καθηγητής που πλησιάζει τα 60, που έχει κοιλίτσα και ύφος ταλαίπωρου, για να μην αναφερθώ και στα δύο παιδιά του που μοιάζουν να έχουν χάσει τον μπούσουλα.
Το θέμα δίνει έδαφος για κάποιες στιγμές γέλιου, κυρίως από πλευράς Μπονετόν, η οποία είναι εξαιρετική κωμικός, με βαθιά αίσθηση αυτοσαρκασμού. Οι σκηνές που παριστάνει τη σούπερ σέξι γκόμενα στέλνοντας πρόστυχες φωτογραφίες στο κινητό του συζύγου ενώ εκείνος διδάσκει ξεχωρίζουν σε μια κατά τα άλλα συμβατική γαλλική «γυναικεία» κομεντί, μια ακόμα από τις δεκάδες που έχουμε δει τους τελευταίους μήνες, κάτι που μας έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι το υπαρξιακό αδιέξοδο γυναικών κοντά στα 50 είναι το μόνο θέμα που πλέον απασχολεί τον μαζικής κατανάλωσης γαλλικό κινηματογράφο. Βαθμολογία: 1
«Μαμά από το πουθενά» («Momo, Γαλλία, 2017)
Εδώ και μερικά χρόνια, ο Κριστιάν Κλαβιέ (που όσο μεγαλώνει τόσο μου θυμίζει τον Σπύρο Καλογήρου) μας έχει συνηθίσει παίζοντας κυρίους ανάμεσα στα 55 με 60 που δεν μπορούν να βρουν την ησυχία τους από τις αναποδιές που τους καταδιώκουν με πείσμα. Θυμηθείτε τον πατέρα που πρέπει να παντρέψει τέσσερις κορασίδες στο «Θεέ μου, τι σου κάναμε;» ή τον συλλέκτη βινυλίων που προσπαθεί να ακούσει έναν δίσκο και είναι αδύνατον στο «Μην ενοχλείτε παρακαλώ!» του Πατρίς Λεκόντ. Στη «Μαμά από το πουθενά» («Momo, Γαλλία, 2017) η ήρεμη ζωή του διαταράσσεται από την εμφάνιση ενός ενοχλητικού ζιζανίου (Σεμπαστιάν Τιερί που είναι συν-σκηνοθέτης με την Πασκάλ Αρμπιγιό) που ισχυρίζεται ότι είναι παιδί του Κλαβιέ και της γυναίκας του (Κατρίν Φρο). Αλήθεια; Ψέμα; Φαντασίωση; Ποιος ξέρει;
Προβλέψιμα και όχι πάντοτε αστεία, η αρνητική στάση του Κλαβιέ σιγά-σιγά αλλάζει και η ταινία αποκτά ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, αφού η Φρο φαίνεται να μην ενδιαφέρεται αν ο επισκέπτης είναι όντως γιος της· απλώς τον βλέπει και τον θέλει σαν γιο της. Σίγουρα η ταινία έχει κάποιες ευαισθησίες και ακόμα πιο σίγουρα αυτές οι ευαισθησίες ακυρώνονται από τις ασταμάτητες μούτες του Τιερί (που συν τοις άλλοις θέλει να παρουσιάσει στους «γονείς» του και τη μέλλουσα γυναίκα του – Πασκάλ Αρμπιγιό), το αντίστοιχο του οποίου στα ελληνικά δεδομένα θα ήταν, υποψιάζομαι, ο Μάρκος Σεφερλής. Βαθμολογία: 1½
«10 μέρες χωρίς τη μαμά» («Mama Se Fue De Viaje», Αργεντινή, 2017)
Μαμά στον τίτλο μιας ακόμη ταινίας αυτής της εβδομάδας, η οποία μάλιστα υπήρξε η μεγαλύτερη επιτυχία του 2017 στη χώρα προέλευσής της, την Αργεντινή. Στην ταινία των Χουάν και Μαριάνο Βέρα λοιπόν, το «10 μέρες χωρίς τη μαμά» («Mama Se Fue De Viaje», Αργεντινή, 2017) μια όμορφη γυναίκα (Κάρλα Πίτερσον), μητέρα τεσσάρων παιδιών, αποφασίζει να «απελευθερωθεί» παρατώντας τα στον μπαμπά (Ντιέγκο Περέτι). Εκείνη την περιμένουν οι διακοπές, η κόλαση περιμένει τον μπαμπά. Γιατί ηλικιακά μιλώντας έχει να κάνει με ηλικίες από 2 ως 14 ετών και είναι μόνος.
Το ερώτημα είναι πώς θα χειριστεί την κατάσταση και πότε, επιτέλους, θα σταματήσει η επανάσταση των διακοπών της μαμάς; Χιούμορ για όλη την οικογένεια λοιπόν, σε μια διασκεδαστική, καλοκαιρινή κομεντί που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει αμερικανικό ριμέικ γιατί τέτοιου είδους εύπεπτες κωμωδίες οι Αμερικανοί τις γυρίζουν για πλάκα στα διαλείμματα.Βαθμολογία: 2
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
«Οι απίθανοι 2» («The incredibles 2», ΗΠΑ, 2018)
Το κινούμενο σχέδιο «Οι απίθανοι» (2004) του Μπραντ Μπερντ ανήκει στις καλύτερες ταινίες κινουμένων σχεδίων των ιδιοφυών animators της Pixar, μια έκτακτη περιπετειώδης παρωδία των σούπερ ηρώων οι οποίοι εν προκειμένω είναι μια πενταμελής οικογένεια με καλή καρδιά και πολλά προβλήματα. Τα προβλήματα όπως και η περιπέτεια, συνεχίζονται στη συνέχειά τους, «Οι απίθανοι 2» («The incredibles 2», ΗΠΑ, 2018) του ιδίου σκηνοθέτη, μόνο που αυτή τη φορά η έκπληξη που αδιαμφισβήτητα ήταν το παράσημο της πρώτης ταινίας έχει δώσει τη θέση της στην επανάληψη και ελάχιστες σκηνές, όπως π.χ. αυτή με τη νυφίτσα και το μωρό, μπορούν να κερδίσουν μια θέση στη μνήμη (προβάλλεται κυρίως μεταγλωττισμένη αλλά και με υποτίτλους, δισδιάστατη αλλά και τρισδιάστατη, σε περισσότερες από 170 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα).
Βαθμολογία:2
Επανεκδόσεις
Ερωτικές ιστορίες καθηµερινής τρέλας («Storie di ordinaria follia» Ιταλία/ ΗΠΑ, 1981). Ερωτικό δράµα του Μάρκο Φερέρι, µε τους Μπεν Γκαζάρα (ως συγγραφέας Τσαρλς Μπουκόφσκι), Ορνέλα Μούτι.Βαθµολογία: 3
Τα χιόνια του Κιλιµάντζαρο (The Snows of Kilimanjaro, ΗΠΑ, 1952). Εξωτική περιπέτεια του Χένρι Κινγκ, µε τους Γκρέγκορι Πεκ, Αβα Γκάρντνερ, Σούζαν Χέιγουορθ.Βαθµολογία:3
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ