Η περιπέτεια ληστείας του Γκάρι Ρος με τις Σάντρα Μπούλοκ, Κέιτ Μπλάνσετ, Ριάνα, Αν Χάθαγουεϊ είναι η απόλυτη σινέ ψυχαγωγία για το καλοκαίρι
Ηρθε η ώρα για τη «Συμμορία των 8» («Oceans’s 8», ΗΠΑ, 2018), μια από τις πιο ευχάριστες περιπέτειες του καλοκαιριού που με τον τρόπο της επανέρχεται σε έναν αρκετά γνωστό μύθο, του οποίου η επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα δύο συνέχειες. Ο μύθος της «Συμμορίας των 11» βέβαια, των ευφάνταστων παλικαράδων που μέσα στη δεκαετία του 2000 οργάνωσαν μερικές από τις πιο επιτυχημένες ληστείες του (κινηματογραφικού) κόσμου υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Στίβεν Σόντερμπεργκ και την ηγεσία του Τζορτζ Κλούνεϊ (θυμίζω φυσικά ότι όλα ξεκινούν στη δεκαετία του 1960, όταν η πρώτη ταινία «Συμμορία των 11» γυρίστηκε με τους Φρανκ Σινάτρα, Ντιν Μάρτιν κ.ά.)
Εφόσον όμως ο Ντάνι Οσιαν του Κλούνεϊ έχει πια πεθάνει – αν έχει πεθάνει βέβαια, διότι κανείς δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος -, τη σκυτάλη παίρνει η αδελφή του Ντέμπι (Σάντρα Μπούλοκ), η οποία με το που βγαίνει από τη φυλακή (υποδυόμενη άψογα τη μετανιωμένη) αποφασίζει να οργανώσει την κλοπή ενός πανάκριβου κοσμήματος της Cartier στήνοντας τη δική της, γοητευτική συμμορία.
Ολες γυναίκες βέβαια, με το δικό της στυλ η καθεμία. Ανάμεσά τους η Κέιτ Μπλάνσετ, κατάξανθη και super cool με τη μοτοσικλέτα της (μια καλή θηλυκή απάντηση στον Μπραντ Πιτ), η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ, όπως πάντα στον κόσμο της (μία η σχεδιάστρια μόδας που προσθέτει τη δική της πινελιά στην υπόθεση), και η Ριάνα, πιο σέξι από ποτέ, έτοιμη να εισβάλει στον διαδικτυακό κόσμο καθότι εξπέρ ως χάκερ. Θα βρούμε κάπου και την Αν Χάθαγουεϊ, «ψωνισμένη» μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, μα κατά βάθος πονηρή, σε έναν αβανταδόρικο, κωμικό ρόλο (τελικά η κωμωδία της ταιριάζει περισσότερο από το δράμα).
Πλημμυρισμένη από φώτα και γκλαμ, πανάκριβες τουαλέτες, γυναικεία πονηριά και ανδρική ηλιθιότητα, η ταινία, χωρίς ακριβώς να συναρπάζει, μπορεί πράγματι να γίνει το απόλυτο ψυχαγωγικό θέαμα της εποχής, ένα caper movie (ταινία ληστείας) της παλιάς κοπής που σε κερδίζει με τη ρετρό διάθεσή του, την αδιαφορία του προς την άνευ λόγου φασαρία, τη χορταστική μουσική του και την παρουσία των πρωταγωνιστριών του που ολοφάνερα δείχνουν να διασκεδάζουν με τη δουλειά τους. Βαθμολογία: 3
Κρυφή συνταγή» («The cakemaker», 2017)
Κάτι παραπάνω από ευχάριστη έκπληξη ετούτη εδώ η γερμανοεβραϊκή συμπαραγωγή, η «Κρυφή συνταγή» («The cakemaker», 2017), που μάλιστα είναι το ντεμπούτο στη μεγάλου μήκους ταινία του ισραηλινού σκηνοθέτη Οφίρ Ραούλ Γκρέιζερ. Καθαρόαιμο ψυχόδραμα από τη μια πλευρά, όμως όσο πρέπει βαρύ, όσο χρειάζεται ελαφρύ, αρχίζει σαν «gay movie» αλλά εκτυλίσσεται σε κάτι πολύ πιο σύνθετο, σε μια βαθιά ψυχαναλυτική «έρευνα» των συνεπειών που έχει ο θάνατος σε όσους μένουν πίσω και θυμούνται εκείνον που έφυγε. Εν προκειμένω, ο πεθαμένος είναι ένας εβραίος bisexual πολιτικός μηχανικός (Ρόι Μίλερ) και αυτοί που έχουν μείνει πίσω ο εραστής του στη Γερμανία, ένας φιλήσυχος, ογκώδης βαυαρός μάγειρας (Τιμ Κάλκοφ), και η γυναίκα του νεκρού (Σάρα Αντλερ), η οποία έχει μεγαλώνει μόνη το παιδί της στην Ιερουσαλήμ συντηρώντας ένα μικρό καφέ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Γκρέιζερ χτίζει μια ήσυχη και πολύ ουσιαστική ιστορία, με τον μάγειρα να ταξιδεύει στο Ισραήλ και να πιάνει δουλειά στο καφέ της χήρας μόνο και μόνο για να βρίσκεται κοντά στο πνεύμα του ανθρώπου που ερωτεύθηκε. Η ευγένεια που εκπέμπει ο γερμανός μάγειρας, που κοπιάζει μέσα του ώστε το μυστικό του να μη μαθευτεί, αντανακλάται σε όλη την ταινία που μοιάζει κυριευμένη από μια αγάπη αληθινή, ακέραια, άτρωτη. Βεβαίως υπάρχουν και άλλες παράμετροι που γαρνίρουν με ενδιαφέρον την ιστορία: το ασφυκτικά θρησκευόμενο περιβάλλον της χήρας που δεν δέχεται τον «επισκέπτη», όπως και το γεγονός ότι βλέπουμε έναν Γερμανό όχι μόνο να πιάνει δουλειά στο Ισραήλ, αλλά με τη δουλειά του, τα εύγευστα μπισκότα του, να δίνει ανάσα σε μια βαλτωμένη επιχείρηση.< Ολα αυτά ο Γκρέιζερ τα χειρίζεται με σχολαστική προσοχή, σαν ένας καλός αλλά άπειρος σεφ που έχει μπροστά του μια πολύ δύσκολη συνταγή και είναι αποφασισμένος να μην του ξεφύγει κάτι και χαλάσει. Και πράγματι, αυτό συμβαίνει. Βαθμολογία: 3
Αγαπώντας τον Πάμπλο< Αν και εν μέρει καταλαβαίνω γιατί ο κολομβιανός βασιλιάς των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ είναι τόσο δημοφιλής και ελκυστικός στον χώρο του σινεμά και της τηλεόρασης, την ίδια ώρα βρίσκω κάπως υπερβολική την προσήλωση στα «κατορθώματά» του. Μια ακόμα βιογραφική ταινία για ένα ανθρωπόμορφο κτήνος που δεν είχε κανένα φραγμό σε ό,τι έκανε σε μένα δεν έχει απολύτως τίποτε παραπάνω να πει, έστω και αν στην προκειμένη περίπτωση το «Αγαπώντας τον Πάμπλο» («Loving Pablo», ΗΠΑ / Ισπανία, 2017) ο Φερνάντο Λεόν Ντε Αρανόα τροφοδοτεί το σενάριο μέσα από τη σχέση του Εσκομπάρ με τη Βιρτζίνια Βαγέχο (Πενέλοπε Κρουθ). Η λαοφιλής δημοσιογράφος της κολομβιανής τηλεόρασης που γοητεύτηκε από τη χλιδή του Εσκομπάρ και κατέστρεψε τη ζωή της. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από δεκάδες φόνους και επεισόδια από τα κατορθώματα του Εσκομπάρ, αλλά κάτι κυρίως ξεχωρίζει: αυτό είναι τα στρέμματα λίπους του Χαβιέρ Μπαρδέμ που μπήκε στα κιλά του Εσκομπάρ για να δώσει μια ικανοποιητική ερμηνεία σε μια αχρείαστη ταινία. Βαθμολογία: 2
«Ενα αξέχαστο καλοκαίρι» («Estiu 1993», Ισπανία, 2017)
Η απώλεια είναι εν μέρει το θέμα και στην ισπανική ταινία «Ενα αξέχαστο καλοκαίρι» («Estiu 1993», Ισπανία, 2017) της Κάρλα Σιμόν, μόνο που εδώ αυτός που έχει μείνει πίσω είναι η Φρίντα (Λάια Αρτίγας), ένα κοριτσάκι που μόλις έχασε τη μητέρα του και στέλνεται στην επαρχία για να ζήσει με ένα συγγενικό ζευγάρι. Εκεί βλέπουμε τη Φρίντα να εξοικειώνεται σιγά- σιγά με το περιβάλλον, να γνωρίζει ανθρώπους, να παίζει με άλλα παιδιά, θα κάνει συντροφιά στα ζώα. Αυτό το σκληρό καλοκαίρι, το πρώτο χωρίς τη μητέρα του κοριτσιού, θα είναι το πρώτο από τα λιθάρια που θα συνθέσουν το μονοπάτι του μέλλοντός του
Η ζωή της Φρίντα στην επαρχία δίνει εφόδια στη σκηνοθέτρια για να φτιάξει ένα ευαίσθητο, λυρικό φιλμ που είναι μάλιστα παρμένο από προσωπικές εμπειρίες της. Πολλά πράγματα δεν εξηγούνται εύκολα στον θεατή, όμως αυτό δεν έχει τελικά και τόση σημασία. Η αίσθηση για τα όσα πιθανόν συμβαίνουν στην ψυχούλα της μικρής είναι πιο σημαντικά από την ίδια την ιστορία· αυτά είναι η ιστορία. Το «Αξέχαστο καλοκαίρι» άρεσε στην πρώτη προβολή του στο Φεστιβάλ Βερολίνου και μετά τον μικρό του θρίαμβο στα βραβεία Γκόγια της ισπανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ήταν η επίσημη πρόταση της Ισπανίας για το εφετινό Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.Βαθμολογία: 2 ½
«Ιστορίες αγάπης που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο» («Amori che non sanno stare al mondo», Ιταλία, 2017)
Με τις ορμόνες της να έχουν χτυπήσει κόκκινο, πολύ έντονο κόκκινο, η ζωή της Κλάουντια (Λουκία Μασίνο) δείχνει κυριολεκτικά αφόρητη. Η μορφωμένη και όμορφη αυτή πενηντάρα, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, βγαίνει τόσο συχνά εκτός εαυτού, που η σχέση της με έναν συνάδελφό της καθηγητή (Τόμας Τραμπάκι) έχει διαλυθεί με τον πιο άδικο τρόπο. Τι τα προκάλεσε όλα αυτά; Ποιος φταίει, αν φταίει; Και υπάρχει σωτηρία; Τέτοιου τύπου ερωτήματα πέφτουν βροχή κατά τη διάρκεια της ταινίας «Ιστορίες αγάπης που δεν ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο» («Amori che non sanno stare al mondo», Ιταλία, 2017) στην οποία η σκηνοθέτρια Φραντσέσκα Κομεντσίνι μελετά επίμονα αυτή τη γυναίκα, με περιέργεια αλλά και ειλικρινές ενδιαφέρον. Χοροπηδώντας στον χρόνο, βάζει μία-μία τις ψηφίδες προβλημάτων, συναισθημάτων, αντιδράσεων και σχέσεων στη ζωή της Κλάουντια για να καταλήξει σε ένα αξιοπερίεργο σχόλιο για την κρίση στη μέση ηλικία, στο οποίο η Λουκία Μασίνο εμφανώς ξεχωρίζει, ένα ηφαίστειο που δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις πότε θα «ξυπνήσει» και τι θα προκαλέσει.Βαθμολογία: 2
Βαθμολογία
5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ