Στη Λιοσίων, δεν θα έλεγε κανείς ότι μπορεί να χαρεί έναν περίπατο, αλλά αυτά που είδα και κυρίως αυτά που ένιωσα ήταν αρκετά για να μου δώσουν απόλαυση.
του Νίκου Βατόπουλου
Από τον σταθμό των Κάτω Πατησίων προς τη Λιοσίων, η διαδρομή μοιάζει σαν να είναι η έξοδος στη μεγάλη λεωφόρο. Καιρό είχα να περπατήσω αυτά τα μικρά δρομάκια, κάτω από την Αχαρνών, εντόπισα μερικά σημεία στα οποία θα επανέλθω, αλλά ο μαγνήτης της Λιοσίων παρέμενε ισχυρός.
Επιζεί μία αίσθηση τραχιάς ελληνικότητας έτσι όπως την έβλεπα ανάγλυφη σε μονώροφα του 1900 μασκαρεμένα σε βουλκανιζατέρ και συνεργεία, σε μάντρες με αγριεμένα ξερόχορτα, σε επιγραφές με κόκκινα γράμματα σε κίτρινο φόντο, σε ξεχασμένες ταμπέλες, στραβές πια, ξεκαρφωμένες σε θαμπά τζάμια, σε σκόρπια μπαλκόνια με πυκνά φυλλώματα ή σε άνυδρα πανωσηκώματα και παράταιρες νησίδες ερήμωσης.
Αυτή η θεατρικότητα της Λιοσίων μου έδινε καύσιμο όσο την περπατούσα και ρουφούσα άπληστα εικόνες που σκεφτόμουν ότι θα απολάμβανε και ο Γιώργος Ιωάννου.
Παρότι το αστικό τοπίο έμοιαζε βουλιαγμένο σε ένα τέλμα μιας ορισμένης ακινησίας, παρότι ένας οπαδός του αστικού «εξευγενισμού» θα κοιτούσε ολόγυρα με απογοήτευση, παρότι με δυσκολία θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει δύο-τρία «καλά» κτίρια, υπήρχε, ωστόσο, έντονη η επίδραση ενός πυκνού περιβάλλοντος.
Προσπαθώντας να βρω την πηγή όσων ενίσχυαν την πεποίθησή μου ότι περπατούσα σε ένα ορυχείο αστικής μνήμης, στεκόμουν άλλοτε στις σκιές των μαστόρων μέσα σε σκοτεινά, στενόμακρα συνεργεία αυτοκινήτων, και άλλοτε στα λείψανα κάποτε θαλερών μαγαζιών σε μονώροφα του 1910 ή του 1930. Επιζούσαν ανάμεσα σε διώροφα του ’50, σε πολυκατοικίες του ’60 και του ’70, που πύκνωναν και σκίαζαν και τα στενά, σε αφημένα στην τύχη τους μικρά νεοκλασικά κουκλόσπιτα ή εκείνα τα σπίτια – κύβους από το 1936 ή το 1948.
Ολα αυτά έφτιαχναν ένα χαρμάνι μνήμης, έβγαζαν ατμούς και φώτιζαν σκιερές σήραγγες που έβλεπα σαν πλακόστρωτες αυλές, γεμάτες ξεκοιλιασμένες καρέκλες και καμένα στρώματα, μέσα από τις σκουριασμένες αυλόπορτες, στεφανωμένες ενίοτε από άκαμπτες γιρλάντες σαν μαραμένα αγριολούλουδα.
Υπήρχε μία υπόγεια διασύνδεση όχι μόνο με το βλέμμα του Γιώργου Ιωάννου, αλλά και με τον Γιάννη Τσαρούχη ή ακόμη και τη Νίκη Καραγάτση. Με τον Γιάννη Μιγάδη, που θα του άρεσαν εκείνες οι φρίζες στα μονώροφα συνεργεία και θα έβαζε και γιρλάντες με σημαιάκια δίπλα στους μαστόρους που θα πάλευαν σε αυτοκίνητα με χυμένες τις μηχανές.
Θα μπορούσε κανείς να φέρει στη μνήμη ποιήματα του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου ή του Μανόλη Αναγνωστάκη, ιδίως σε εκείνα τα γκρίζα στενά που ανέβαιναν από τη Λιοσίων ή κατρακυλούσαν απέναντι με παράγωνα σπιτάκια γεμάτα πράσινες τούφες στα διαλυμένα κεραμίδια, σκούρα καφέ σαν αίμα ξεραμένο.
Δεν με αιφνιδίασε όταν μέσα σε αυτό το θεατρικό σκηνικό θαμπής μνήμης και αχνιστού παρόντος, είδα την παράταιρα πλουμιστή εξώθυρα στον αριθμό 250 της Λιοσίων. Είχε εκείνο το βαθύ μπλε χρώμα του Αιγαίου, όταν είσαι ανοικτά στο πέλαγος, και μου έφερε στα χείλη γεύση Αίγινας ή Ανδρου, παρότι ήμουν στη Λιοσίων, ένα καλοκαιρινό πρωινό.
Ηταν μια ψηλή πόρτα, σε καλή κατάσταση, σε ένα μεγάλο κτίριο, μονώροφο, κλειστό και έρημο. Θύμιζε παλιό καφενείο και είχε μια αύρα θαλασσινή πάνω στη σκληρή λεωφόρο. Γεμάτος έλικες και κάνιστρα, ο γύψινος διάκοσμος, σαν λοφίο έδινε ύψος στην πόρτα, της χάριζε ευρυχωρία και μια αταίριαστη, εκ πρώτης, όψεως επισημότητα.
Ξαναγύρισα στον ρυθμό της Λιοσίων, στις μεγάλες σκιές που χύνονταν από τα συνεργεία.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή