«Δεν μπορεί να είναι δική μου αυτή η εκκαθάριση φόρου. Μάλλον με μπέρδεψαν με τον Μαρινάκη.»

0

Μια και με γράψανε φονιά / πήρα τον κόσμο παγανιά / και την ζωή σεργιάνι / κακό να κάνω στους κακούς / που εσύ μονάχα τους ακούς / μα ο νους σου δεν τους πιάνει.

Γράφει ο Αιρετικός

Είναι το σύνδρομο της υποβολής των φορολογικών δηλώσεων στην Ελλάδα, μιας και νιώθω ένοχος συμπληρώνοντας τους κωδικούς, μη καταφέρνοντας να ξεκλέψω κάτι από το απευκταίο και τελικά φθάνει η στιγμή της προσωρινής εκκαθάρισης.

Δεν μπορεί να είναι δική μου αυτή, μάλλον με μπέρδεψαν με τον Μαρινάκη.

Δεν οριστικοποιώ και το πιάνω πάλι από την αρχή. Ένας μισθός, ενοίκιο και ένα αυτοκίνητο εννέα ετών και 1.200 κυβικών. Είναι και δύο χιλιάρικα αποδείξεις για αγαθά που έχουν αγορασθεί και η εξόφληση έγινε μέσω του τραπεζικού συστήματος, ή αλλιώς με προπληρωμένη κάρτα, επειδή η μεν πιστωτική σε κάνει να νιώθεις ότι έχεις χρήματα και ξεχνάς το 22% επιτόκιο, η δε χρεωστική «ενέχει κινδύνους σε περίπτωση απώλειας». Τι να δεις;




Όσες φορές και να την κοιτάξω, πάλι το ίδιο αποτέλεσμα βγάζει. Κάτι άλλο που με πείραξε επίσης φέτος ήταν ο χρόνος διεκπεραίωσης της διαδικασίας. Ετοιμαζόμουν ψυχολογικά κανένα μήνα και τελικά η δήλωση ολοκληρώθηκε σε ένα πεντάλεπτο και πολύ λέω.

Από που προήλθε το χιλιάρικο ως φόρος; Ο λογιστής σίγουρα παρακρατούσε λιγότερα για να νομίζω ότι είχα αυξημένο μισθό. Δεν εξηγείται αλλιώς. Την τύφλα μου.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον ευαίσθητο ληστή του Χατζιδάκι και του Γκάτσου; Επειδή κάπως έτσι αισθάνομαι. Δουλεύω και μου παίρνουν τουλάχιστον το ένα τρίτο. Και να ήταν κάτι σημαντικό το υπόλοιπο. Το νοίκι, λελογισμένα προσωπικά έξοδα, μιζέρια. Κάθε φορά λέω ότι πρέπει να φύγω αλλά φοβάμαι. Δεν ξεχειλίζω και από προσόντα, τα Αγγλικά μου είναι εξαιρετικά για καμάκι αλλά μάλλον όχι για δουλειά και τελικά φοβάμαι να χάσω και αυτό το τίποτα που έχω, συντηρώντας την κακομοιριά μου.

Μέσα μου έχω ένα θυμό / Σαν αλυσίδα στον λαιμό με θέλει σκλάβο / Μέσα μου έχω ένα θυμό / Θα με οδηγήσει σε γκρεμό δεν θα νικήσω. Γιώργος Θεοφάνους με τη φωνή της Πάολας.

Ήρθε καλοκαίρι και ψάχνω που θα φορτωθώ, επειδή το χιλιάρικο θα πάει υπέρ του ελληνικού δημοσίου και τα εναπομένοντα είναι ελάχιστα.

Νοιώθω μπερδεμένος, εδώ και χρόνια σε μια μπερδεμένη χώρα. Εδώ και δέκα χρόνια ακούω ότι τα καταφέραμε και εγώ πάω όλο και χειρότερα. Και δίπλα μου δεν βλέπω ρυάκια με μέλι να τρέχουν. Και λέω γιατί, κάποιοι γιατί τα κατάφεραν; Πιο πολύ όμως με ενοχλεί που υποτιμούν το μυαλό μου. Δεν είμαι και διάνοια, αλλά ούτε και ηλίθιος. Κουράστηκα και βαρέθηκα με τα χρόνια να περνούν και τίποτε να μην διορθώνεται.

Ο μισθός μου έχει καρφωθεί στα ίδια χαμηλά επίπεδα εδώ και χρόνια. Μετά βίας συντηρώ τον εαυτό μου και εκεί κοντά στα σαράντα, όσο και αν ντρέπομαι, πάντα παίρνω αυτά που με δίνουν οι δικοί μου. Όχι ότι αυτούς τους περισσεύουν, αλλά καταλαβαίνουν την κατάσταση. Και η μάνα μου που συνέχεια ρωτάει πότε θα δει εγγονάκι. Με τι ρε μάνα, με επτά κατοστάρικα;

Έχω κάτι συγγενείς στην Αυστραλία που κάθε τόσο μου στέλνουν φωτογραφίες στο Facebook. Εργάτες είναι και έχουν σπίτια με πισίνα. Τι στο διάολο γίνεται σε αυτή τη χώρα; Γιατί ποτέ δεν τα καταφέραμε και τι δεν έκανα καλά εγώ; Γιατί πρέπει να πνίγομαι συνέχεια σαν το θυμό της Πάολας, γιατί να νοιώθω συνέχεια αυτόν τον καταραμένο κόμπο στο λαιμό θέλοντας να εκραγώ αλλά γνωρίζοντας ότι αυτό θα μου κοστίσει ίσως και τα ελάχιστα που τώρα κερδίζω, γιατί δυσκολεύομαι να αναπνεύσω;

Πριν από μερικά χρόνια πήγα διακοπές για λίγες μέρες σε ένα νησί, προσκεκλημένος από έναν φίλο από τον στρατό. Θάλασσα βαθιά, στα πέντε μέτρα δεν φαινόταν ο βυθός. Βούτηξα και προσπάθησα να κατέβω με μια αναπνοή. Μετά από μισό λεπτό ένοιωθα το σκοτεινό κενό να μην τελειώνει, γύρισα να ανέβω και το φως φαινόταν αχνό ψηλά, τα έχασα και φοβήθηκα, άρχισα να ανεβαίνω πλάγια και η ανάσα μου στέρευε και ευτυχώς την τελευταία στιγμή ανάσανα τον καθαρό αέρα. Βγήκα γρήγορα στη στεριά και δεν βούτηξα ξανά. Άλλα νερά εκεί, πού η παιδική χαρά του χωριού μου, πας εκατό μέτρα και ακόμα μέχρι το γόνατο είσαι.

Κάπως έτσι νοιώθω εδώ και χρόνια. Χαμένος μέσα σε ένα υγρό σκοτεινό χώρο, με την ανάσα να στερεύει και την έξοδο να μην φαίνεται. Και είναι ο φόβος που με παραλύει και δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά και μένω πάλι στα ίδια, επειδή φοβάμαι τα χειρότερα. Ίσως ποτέ δεν θα μάθω αν αυτά ήταν τα χειρότερα.

Αισθάνομαι συνέχεια ένοχος, χωρίς να ξέρω το γιατί. Ποτέ δεν κατάλαβα που έφταιξα και πάντα με λένε ότι πρέπει να πληρώσω επειδή κάτι έκανα. Δεν έχει σημασία τι, γεννήθηκα ένοχος συνεπώς οφείλω ποινή. Την μεγαλύτερη γιατί το μεγαλύτερο έγκλημα είναι αυτό που δεν ξέρεις ότι το έκανες, αλλά οι άλλοι σου λένε ότι σίγουρα το έκανες. Τελικά πείθεσαι και εσύ ότι είσαι ένοχος, έχεις κάνει το έγκλημα και ήρθε η ώρα που:

«Μα τώρα που έφτασε η στιγμή / να κλείσουν οι λογαριασμοί / ποιος τάχα θα μπορέσει / να δει πως είχα μια καρδιά / σαν της αγάπης τα παιδιά / και να με συγχωρέσει».

Το κουμπί το πάτησα και έκανα υποβολή, ο ευαίσθητος φορολογούμενος «ληστής» για άλλη μια χρονιά πλήρωσε όπως μάλλον θα εξακολουθήσει να κάνει για πολλά – πολλά ακόμα χρόνια και η χώρα που έτυχε να ζει να τον τιμωρεί με μια διαρκή μιζέρια. Δεν είναι τρέλα ούτε μανία / δεν είναι παραλογισμός / ο φόβος βγήκε αληθινός / ότι έχει μείνει από αυτή τη χώρα / είναι ΘΥΜΟΣ.

πηγή: www.e-forologia.gr




Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.