Το ότι η Ελλάδα ήταν προγραμματισμένος στόχος της Ιταλίας, το γνώριζε από τον Απρίλιο του 1939, όταν οι Ιταλοί κατέλαβαν την Αλβανία. Kι από τις 10 Ιουνίου του 1940, η Ελλάδα περίμενε τη σειρά της.
Τη μέρα εκείνη, η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία και στην Αγγλία, ελπίζοντας σε κάποια εδαφικά κέρδη στις Άλπεις. Δεν τα πήρε αλλά ο Μουσολίνι, στον πανηγυρικό της ημέρας, μιλώντας στους Ιταλούς για τον πόλεμο με τη Γαλλία,αφιέρωσε και μια παράγραφο στους άλλους υποψήφιους.
Είχε πει:
«Ήδη, αφότου ο κύβος ερρίφθη και η θέλησή μας έκαψε τις γέφυρες, πίσω μας, δηλώνω κατηγορηματικά ότι η Ιταλία δεν σκοπεύει να παρασύρει στη σύρραξη άλλους λαούς που συνορεύουν με αυτήν από ξηρά ή θάλασσα. Η Ελβετία, η Γιουγκοσλαβία, η Τουρκία, η Ελλάδα και η Αίγυπτος ας σημειώσουν αυτά τα λόγια. Εξαρτάται από αυτές και μόνον αυτές το αν θα πραγματοποιηθούν ή όχι».
Όποιος ξέρει να διαβάζει μέσα από τις γραμμές, τι εννοείται και όχι τι λέγεται, εύκολα καταλάβαινε το νόημα. Ο Μουσολίνι έδινε στον εαυτό του το δικαίωμα να κρίνει αν τα όμορα κράτη τηρούν ή όχι την πρέπουσα στάση.
Ο Έλληνας πρεσβευτής στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης, από τις 15 Μαιου, ειδοποίησε την Αθήνα να περιμένει αιφνιδιασμό.
Στις 18 Ιουνίου, όταν πια ο Μουσολίνι ήξερε πως δεν του λάχαινε ούτε τετραγωνικό μέτρο από τα γαλλικά εδάφη, οι Ιταλοί πέρασαν στα έργα: Μια μονάδα του ελληνικού στόλου δέχτηκε απροειδοποίητα αεροπορική επίθεση. Άλλη αεροπορική επίθεση έγινε κατά του αντιτορπιλικού «Ύδρα». Και άλλη σε ελληνικά πλοία, στον Κορινθιακό. Ακόμα μία, στη Ναύπακτο. Κι άλλη στο θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα. Καμιά δε βρήκε το στόχο της.
Στις 10 Αυγούστου, ήρθε η ανακοίνωση για τη δολοφονία του Νταούτ Χότζα. Στις 11 Αυγούστου, σύσσωμος ο ιταλικός Τύπος έγραφε: «Ο μεγάλος Αλβανός πατριώτης, Νταούτ Χότζα, δολοφονήθηκε από Έλληνες πράκτορες, στην ελληνοαλβανική μεθόριο».
Ο Νταούτ Χότζα ήταν επικηρυγμένος ληστής, καταζητούμενος στην Ελλάδα και στην Αλβανία από είκοσι χρόνια πριν για φόνους και ένοπλες ληστείες. Τον είχαν σκοτώσει δυο Αλβανοί πάνω σε καυγά. Οι δολοφόνοι είχαν, ήδη, συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές και η Ιταλία το ήξερε, έχοντας επίσημα ειδοποιηθεί. Και όλα αυτά είχαν γίνει πριν από δυο μήνες. Στις 14 Αυγούστου, το Αθηναϊκό Πρακτορείο μετέδιδε το μακροσκελές ποινικό μητρώο του Αλβανού πατριώτη. Την ίδια μέρα, ο Ιωάννης Πολίτης ειδοποιούσε από τη Ρώμη πως το φερέφωνο των φασιστών, ο δημοσιογράφος Γκάιντα, με άρθρο του ξεκινούσε γενική επίθεση κατά της Ελλάδας. Τα πράγματα είχαν αγριέψει.
Ξημέρωνε Δεκαπενταύγουστο, όταν το παλιό κι ένδοξο καταδρομικό «Έλλη» έπιασε στην Τήνο σημαιοστολισμένο, επίσημη κρατική συμμετοχή στη γιορτή της Παναγιάς. Προσκυνητές πλημμύριζαν το νησί. Στις 8.30’ το πρωί, τρεις τορπίλες κατευθύνονταν προς τον όρμο. Η πρώτη βρήκε μια ξέρα κι έσκάσε κοντά στον φάρο. Η δεύτερη έπεσε στον κυματοθραύστη. Η τρίτη χτύπησε την «Έλλη» στα ύφαλα. Ο πάταγος ξεσήκωσε το νησί. Η «Έλλη» έγειρε λαβωμένη. Μάταια προσπάθησαν να τη ρυμουλκήσουν. Στις 9.45’ βυθίστηκε. Στις 6 το απόγευμα της ίδιας μέρας, ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το ατμόπλοιο «Φρίντομ» στα Μάλια της Κρήτης. Δεν κατάφεραν να το χτυπήσουν.
Τα θραύσματα από τις τορπίλες αποκάλυπταν την ταυτότητα του αθέατου δολοφόνου: ιταλικός αριθμός μητρώου, ιταλικά στοιχεία. Η κυβέρνηση έκανε την ανήξερη: «Άγνωστης εθνικότητας», το υποβρύχιο που χτύπησε την «Έλλη».
Όμως, ούτε ο ελληνικός λαός ούτε ο ξένος Τύπος ξεγελάστηκαν: Σηκώθηκε παγκόσμιος σάλος από το έγκλημα. Οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να αναδιπλωθούν. Σκαρφίστηκαν εγγλέζικη προβοκάτσια για να παρασυρθεί η Ελλάδα στον πόλεμο. Στο ημερολόγιό του, ο Τσιάνο αναζητούσε την υστεροφημία: «Αυτός ο μέθυσος Ντε Βέκι φταίει», έγραψε. Και Ντε Βέκι είναι το όνομα του Ιταλού τότε διοικητή των Δωδεκανήσων».
πηγή: http://historyreport.gr/