Φθίνει το καθεστώς του τραπεζικού απορρήτου στην Ελβετία, μια πρακτική που καθιερώθηκε στο γαλλόφωνο τμήμα της χώρας τον 18ο αιώνα, για να εξελιχθεί σε ακρογωνιαίο λίθο του χρηματοπιστωτικού κλάδου.
Η Ομοσπονδιακή Φορολογική Διοίκηση (Federal Tax Administration, FTA) ανακοίνωσε χθες ότι στα τέλη Σεπτεμβρίου αντάλλαξε για πρώτη φορά τραπεζικά στοιχεία με τις χώρες που πληρούν τα κριτήρια για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών που εισήγαγε ο ΟΟΣΑ στα πρότυπα της αμερικανικής FATCA.
Περίπου 7.000 τράπεζες, καταπιστεύματα, ασφαλιστικές εταιρείες και άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα στην Ελβετία συμμετείχαν στη διαδικασία και απέστειλαν τα στοιχεία από εκατομμύρια λογαριασμούς στις φορολογικές αρχές της χώρας, δηλαδή τη FTA. Με τη σειρά της, η FTA έστειλε πληροφορίες για περίπου 2 εκατ. λογαριασμούς σε κράτη που πληρούν τις προϋποθέσεις για την αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών.
Oπως είχαν γράψει η Τζένη Πάνου και ο Γιώργος Σαμοθράκης στην «Κ», ως αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών νοούμε την περιοδική, συστηματική και μαζική διαβίβαση στοιχείων φορολογουμένων από τη χώρα προέλευσης εισοδήματος στη χώρα φορολογικής κατοικίας για ορισμένες κατηγορίες εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων.
Πιο απλά, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι το όνομα του δικαιούχου λογαριασμού, η τράπεζα, η χώρα διαμονής, ο αριθμός φορολογικού μητρώου, το υπόλοιπο του λογαριασμού και τα εισοδήματα κεφαλαίου.
Την άνοιξη του 2013, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και τη συνακόλουθη κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες του G20 συμφώνησαν στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Μέχρι τότε, οι κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες του ανεπτυγμένου κόσμου είχαν διοχετεύσει δισεκατομμύρια σε τραπεζικές διασώσεις. Είχε διαμορφωθεί, επίσης, ένα αρνητικό κλίμα στην κοινή γνώμη για τον ρόλο του τραπεζικού κλάδου στη διάρκεια των δύο κρίσεων. Οπότε οι κυβερνήσεις έπρεπε να αντλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πόρους υπό συνθήκες ύφεσης, έχοντας δαπανήσει πολλά για τη στήριξη των χρηματοπιστωτικών τους συστημάτων. Το έδαφος ήταν πρόσφορο για να καθιερωθεί ένα διεθνές πρότυπο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με την ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών.
Η Ελβετία μαζί με τη Σιγκαπούρη, την Αυστραλία, το Ισραήλ και άλλες χώρες συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ που είχαν δεσμευθεί να εφαρμόσουν αυτό το πρότυπο σύστημα συνεργασίας των φορολογικών αρχών από το 2018.
Κάποιες από τις χώρες, όμως, δεν ήταν καταλλήλως προετοιμασμένες για να προχωρήσουν σε αυτήν την ανταλλαγή πληροφοριών, ανακοίνωσε η ελβετική FTA. Αναλυτικότερα, η μεταβίβαση στοιχείων στην Αυστραλία και τη Γαλλία καθυστέρησε, «καθώς αυτά τα κράτη δεν μπορούσαν να παραδώσουν αντίστοιχα στοιχεία για τεχνικούς λόγους», αναφέρεται στην ανακοίνωση της FTA. Ανάλογα προβλήματα ανέκυψαν στις περιπτώσεις της Κροατίας, της Εσθονίας και της Πολωνίας. Εως τα τέλη του 2019 θα έχουν προσχωρήσει περίπου 80 χώρες στην αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιούν τα κριτήρια εμπιστευτικότητας και διαφύλαξης δεδομένων.
Μολονότι η εποχή του καθεστώτος τραπεζικού απορρήτου πλησιάζει στο τέλος της, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας. Σήμερα δραστηριοποιούνται περίπου 261 τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες στην Ελβετία, με συνολικό ενεργητικό της τάξεως των 3 τρισ. ελβετικών φράγκων.
Στις 18 Φεβρουαρίου 2009, η UBS συμφώνησε να πληρώσει πρόστιμο 780 εκατ. δολαρίων στις ΗΠΑ διότι διευκόλυνε Αμερικανούς πελάτες της να φοροδιαφύγουν. Παρέδωσε, επίσης, στις Αρχές τα ονόματα 52.000 Αμερικανών πελατών της που ήταν ύποπτοι για φοροδιαφυγή.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή