Να μού΄λειπε το Airbnb…

0

Γενικά είμαι από τους τυχερούς της ζωής. Εργασιομανή δεν με λες, έτσι, τώρα κάπου εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, κάνω διάφορες εργασίες ως μισθωτός, χωρίς να είμαι και ενθουσιασμένος, δεδομένου πως είτε αυτοί με θεωρούν «μη παραγωγικό», είτε ξεχνούν να με πληρώσουν, είτε ξεχνούν πως υπάρχει και ωράριο.

Γράφει ο Αιρετικός

Σε κάθε περίπτωση, τα ενδιάμεσα διαστήματα τα καλύπτει το ταμείο ανεργίας και συνεχίζω περιμένοντας την μεγάλη ευκαιρία. Τούτου δοθέντος και μη υφιστάμενων πλεονασμάτων σε χρηματικά διαθέσιμα, μένω μαζί με την μάνα μου, επειδή οι αδελφές μου έχουν παντρευτεί, ο δε πατέρας μου μας άφησε χρόνια, εδώ και χρόνια. Γενικά, δεν είμαι και για μεγάλα ζόρια.

Ο πατέρας μου ασχολιόταν με το εμπόριο, στις καλές εποχές είχε χρήμα και κάποτε αποφάσισε να σηκώσει εργολαβικά μια οικοδομή. Τελικά του μείνανε δυό δυάρια και δυό γκαρσονιέρες και ως καλός Έλληνας γονιός, έδωσε στα κορίτσια τα δυάρια και σε εμένα τις γκαρσονιέρες.




Οι γκαρσονιέρες βρίσκονται σε γνωστή φοιτητογειτονιά, συνεπώς υπάρχει ένα έξτρα εισόδημα, το οποίο μου δίνει τη δυνατότητα να την κάνω με «ελαφρά πηδηματάκια» μόλις καταλάβω πως ο καθένας που αυτοπροσδιορίζεται ως αφεντικό, ψάχνει για σκλάβους με ελάχιστες απαιτήσεις.

Φυσικά το ακίνητο έχει σκαμπανεβάσματα και υψηλή φορολογία. Έτσι, στις δύσκολες εποχές οι ενοικιαστές – φοιτητές αναχωρούσαν διαρκούντος του εκπαιδευτικού έτους, ξενοικιάζανε μόλις τέλειωνε η εξεταστική του Ιουνίου, φεύγανε για Erasmus στα καλά καθούμενα και γενικά, υπήρχαν μεγάλα κενά διαστήματα με συνέπεια τελικά και δεδομένου του φορολογικού συντελεστή και του ΕΝΦΙΑ, να μένουν κάτι ψιλά. Πότε μήλα – πότε φύλα, πάντως κάτι γινότανε.

Την ιδέα την έριξε ο Μήτσος. Κολλητός της ιδίας συνομοταξίας της ελάχιστης προσπάθειας, σε άθλια όμως οικονομική κατάσταση, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κανένα πρόσθετο εισόδημα. – Τέτοια studios ρε εσύ, γιατί δεν τα ανεβάζεις στην Airbnb; Μου έβαλε ιδέες. Άρχισα να το ψάχνω. Μέσο ημερήσιο ενοίκιο στην περιοχή, σαράντα ευρώ. Δηλαδή το μήνα χίλια διακόσια. Επί δύο ακίνητα, δύο τετρακόσια. Ρε μπας και είμαι πλούσιος και δεν το ξέρω;

Έριξα μια ματιά στο τι κυκλοφορούσε στην πλατφόρμα της Airbnb, στην Booking και σε κάποιες άλλες. Κατ΄ αρχήν ότι ακίνητο ήταν ανεβασμένο, ήταν επιπλωμένο. Τα δικά μου είχαν μόνο τα πλακάκια στο πάτωμα. Δεύτερον, ηλεκτρικά είδη. Κουζίνα, φουρνάκι μικροκυμάτων, ψυγείο, τηλεόραση επίπεδη, στερεοφωνικό και κλιματιστικά. Αντέδρασα για τα κλιματιστικά, αλλά ο Μήτσος αντέτεινε πως Δεκαπενταύγουστο στον πρώτο όροφο στο δρομάκι που είναι τα ακίνητα, χωρίς κλιματιστικό δεν ζεις. Συμφώνησα πως είχε δίκιο.

Έκανα λοιπόν όλους τους υπολογισμούς, φωνάξαμε και μια εξαδέλφη του Μήτσου που είχε κάνει interior design σε μια ιδιωτική σχολή, μας έκανε ωραία σχέδια, έβαλε πολλούς καθρέπτες για να φαίνονται οι τρύπες άνετα διαμερίσματα, επειδή μερικοί τοίχοι είχαν μια ελάχιστη αλλά εμφανέστατη υγρασία πρότεινε ταπετσαρία με ανθρωπάκια του Γαϊτη, μπόλικα Κινέζικα διακοσμητικά τύπου «το σπίτι έχει τη δική του ιστορία» και τελικά, μου πήρε και δυό κατοστάρικα. Χαλάλι της, αλλά από εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Μια μετρημένη ανακαίνιση και επίπλωση με το σύνολο του εξοπλισμού, μετρημένα – μετρημένα, έπιανε κάπου δεκαπέντε χιλιάρικα που φυσικά δεν υπήρχαν, επειδή αν υπήρχαν θα είχαν γίνει ήδη γκαζιάρικο αυτοκίνητο και όχι παμπάλαιος «Γιαπωνέζος», ελαχίστων κυβικών (αθάνατο το ρημάδι…).

Μάνα θα γίνω ξενοδόχος. Αυτή η μάνα μου δεν με είχε σε καθόλου υπόληψη. Ότι της έλεγα πως θα κάνω, θεωρούσε ότι ζημιά θα γινότανε. Η πρώτη απάντηση ήτανε –Να γίνεις γιατρός καλύτερα. Καταλαβαίνετε τι προσπάθεια ήθελε, ώστε να χρηματοδοτήσει το project

Δυο μήνες της έδειχνα τι νοικιαζόταν στην περιοχή και πόσο ζητούσανε. -Μάνα χάνουμε χρήματα, δεν βλέπεις; Στην διπλανή πολυκατοικία είναι. Εγώ παίρνω 250 ευρώ τον μήνα από την κάθε γκαρσονιέρα και ο άλλος βγάζει ένα πενηντάρικο τη μέρα από την μία. Μάνα είναι ευκαιρία.

Τελικά την έψησα και είπε το μεγάλο ναι. Έπεσε καλοκαίρι που οι γκαρσονιέρες ως συνήθως έμειναν χωρίς φοιτητές και η ανακαίνιση άρχισε. Η εξαδέλφη του Μήτσου έκανε καλή δουλειά και το κόστος ήταν όσο προσδιορίσαμε. Δεκαπέντε χιλιάδες. Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Το πρόβλημα στην Ελλάδα ξεκινάει από την ελλιπή πληροφόρηση. Ρώτησα λοιπόν τον Μήτσο που ρώτησε έναν γνωστό του που του είπε πως τα δεκαπέντε χιλιάρικα θα τα αφαιρέσουμε από τα ενοίκια.

Μάζεψα λοιπόν τα παραστατικά (αποδείξεις κλπ.) και τα πήγα στον λογιστή που μας κάνει ετησίως τη φορολογική δήλωση. –Τι να τα κάνω αυτά, με ρώτησε ο άνθρωπος. -Να τα αφαιρέσεις από τα ενοίκια. –Έκανες επιχείρηση, θα έχεις φορολογικά βιβλία; -Φυσικά και όχι. –Τότε κράτησέ τα για το αρχείο σου. Δεν αφαιρείται τίποτα από τα ενοίκια. Κρύος ιδρώτας με έλουσε. Βλαμμένε Μήτσο. Αλλά και αυτός, από αλλού πήρε τη «σίγουρη πληροφορία».

Ξαναπήγα στον λογιστή. Μου είπε ότι αυτό που θέλω να κάνω ονομάζεται «οικονομία του διαμοιρασμού», αναφέρεται στην «βραχυχρόνια μίσθωση», εγώ θα πρέπει να γίνω «Διαχειριστής Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης», να εγγραφώ στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής», να υποβάλλω συγκεντρωτική, ανά ακίνητο, «Δήλωση Βραχυχρόνιας Διαμονής», να πληρώνω προμήθεια στην πλατφόρμα χωρίς να μπορώ να εκπίπτω την δαπάνη και βασικά, να μην προσφέρω καμία άλλη υπηρεσία εκτός από ενοικίαση και αλλαγή σε σεντόνια και πετσέτες, αλλιώς θα θεωρηθεί πως ασκώ επιχειρηματική δραστηριότητα και πρέπει να κάνω έναρξη εργασιών. Ζαλίστηκα, αλλά είχα μπει πλέον στο λούκι…

Ημερολόγιο καταστρώματος ή αλλιώς το χρονικό της λειτουργίας στην οικονομία του διαμοιρασμού:

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για τον νότο, που θα έλεγε και ο Καββαδίας… Πρώτοι έκαναν την εμφάνισή τους ένα ζευγάρι Ιταλών μέσης ηλικίας. Θέλανε το σπίτι για πέντε ημέρες και κλείσαμε στα διακόσια πενήντα ευρώ. Θα ερχόταν στις επτά το απόγευμα, μια χαρά βόλευε, ήταν στην ώρα τους, τους έδωσα τα κλειδιά και ενθυλάκωσα τα δυόμισι κατοστάρικα, σε πέντε ημέρες τους ξαναείδα και με ευχαριστήσανε για το πόσο καλά περάσανε στο όμορφο και ζεστό αυτό σπίτι και φύγανε. Έδωσα στην κυρία Μαρία ένα εικοσάρικο για να καθαρίσει και να αλλάξει σεντόνια και όλα καλά. Ξέχασα να σας πω, πως η κυρία Μαρία ερχόταν και βοηθούσε τη μάνα μου κάθε δεκαπέντε στο καθάρισμα του σπιτιού, οπότε προσελήφθη στην μικρή και πανέμορφη μονάδα της οικονομίας του διαμοιρασμού, δικής μου ιδιοκτησίας, ατύπως βέβαια, επειδή το εικοσάρικο ήταν «μαύρο».

Αμέσως μετά ακολούθησαν κάτι Κινέζοι. Το αεροπλάνο τους θα ερχόταν στις 12:00 τα μεσάνυχτα, σπίτι θα έφθαναν κατά την μία, οπότε πήρα τον Μήτσο, πήγαμε στην γκαρσονιέρα και περιμέναμε…., περιμέναμε, περιμέναμε… Το αεροπλάνο είχε καθυστέρηση, οι Κινέζοι εμφανίστηκαν γύρω στις πέντε το πρωί, ο Μήτσος κοιμήθηκε στον καναπέ και ροχάλιζε, εγώ έμεινα ξύπνιος να περιμένω τους ανθρώπους, την άλλη ημέρα κοιμόμουνα στην δουλειά και έφθασα στα πρόθυρα της απόλυσης… Αυτά έχει ο ξενοδοχειακός κλάδος.

Δυό κοπελιές από την Φινλανδία, θελήσανε να γνωρίσουν τη χώρα μας και διαλέξανε ένα από τα δικά μου ακίνητα. Με τα πολλά, γίναμε και φίλοι στο Facebook, είδα φωτογραφίες και τρελάθηκα. Τις έδειξα στο Μήτσο και έπαθε κάτι. Ρωτήσανε αν ξέρω πως μπορούνε να έρθουνε στο σπίτι, πόσο κοστίζει το transfer και φυσικά απάντησα ότι μέσα στις παροχές, υπήρχε σε κάποιες περιπτώσεις και η μεταφορά. Δύο η ώρα μετά τα μεσάνυχτα και στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου, εγώ και ο Μήτσος ως κλαρινογαμπροί με βερμούδες, ήμασταν στημένοι. Ο Μήτσος έφερε και μια ταμπλέτα όπου είχε γράψει κάτι ακαταλαβίστικα τα οποία ήταν το επώνυμο της μιας κοπέλας. Ξαφνικά, δυό ξανθιές «Θεές» μας πλησίασαν. Ήταν πολύ καλύτερες από τις φωτογραφίες.

Τις πήγαμε στην «επιχείρηση» και ρωτήσαμε αν θέλανε μία μικρή νυχτερινή ξενάγηση στην πόλη. Θέλανε. Οι επόμενες πέντε ημέρες ήταν πανέμορφες. Πήρα άδεια από την δουλειά (ο Μήτσος ήταν και πάλι άνεργος) και ξεκινούσαμε γύρω στις εννιά το πρωί με τέσσερις μερίδες μπουγάτσα από το γνωστό μπουγατσατζίδικο της γειτονιάς «ο Σερραίος» (απορία: Γιατί τα μισά μπουγατσατζίδικα τα έχουν Σερραίοι και γιατί όλα λέγονται ο Σερραίος;). Συνεχίζαμε με εκδρομές σε beach bar με τον «Γιαπωνέζο», φαγητό σε ταβέρνα της περιοχής και το βράδυ αχαλίνωτη μπαρότσαρκα. Κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουνε, τις πήγαμε στο αεροδρόμιο, φιληθήκαμε και είπαμε πως θα ξαναβρεθούμε σύντομα, φυσικά ως γνήσιος Έλληνας δεν δέχθηκα καταβολή ενοικίου και τελικά η ιστορία, αν υπολογίσουμε και το χαμένο ενοίκιο, μου βγήκε επτά κατοστάρικα, με τον Μήτσο να αδυνατεί να συνεισφέρει στο ελάχιστο.

Το «ημερολόγιο καταστρώματος», δίνει την εντύπωση της συνεχούς ροής ενοίκων, μόνο που δεν ήταν έτσι. Το καλοκαίρι πήγαινε σχετικά καλά, μέχρι και είκοσι ημέρες τον μήνα ήταν νοικιασμένες οι γκαρσονιέρες. Τον χειμώνα, κάνανε και είκοσι ημέρες να δούνε άνθρωπο.

Το τελικό χτύπημα ήρθε από τους Ρώσους. Ως γνωστόν, οι Ρώσοι μέσης ηλικίας, μιλάνε μόνο Ρώσικα. Δυό φιλικά λοιπόν ζευγάρια, νοικιάσανε για δύο ημέρες τις δύο γκαρσονιέρες. Αφού υπήρξε λοιπόν η γνωστή πεντάωρη αναμονή επειδή η «Ρώσικη αρκούδα» είχε καθυστέρηση, εμφανίστηκαν τα ζευγάρια. Τρόπος του λέει, γιατί οι κυρίες σέρνανε δύο μεθυσμένους Ρώσους. Σε κάθε περίπτωση, πήρα τα δύο κατοστάρικα και αναχώρησα.

Στις τρεις το πρωί με πήρε τηλέφωνο ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Οι Ρώσοι συνέχισαν να πίνουν, είχαν ανοιχτές τις πόρτες και αλλάζανε διαμερίσματα, ούρλιαζαν δε το γνωστό ρωσικό άσμα «Γκαλίνκα» ή κάπως έτσι. Πήγα να τους παρακαλέσω να ησυχάσουν, αλλά μάταια η προσπάθεια, μιλούσα Ελληνικά, δοκίμασα σε ολίγα Αγγλικά, αλλά μιλούσανε Ρωσικά, γελούσανε τραγουδώντας «Γκαλίνκα» και βρωμούσαν βότκα. Η ιστορία συνεχίστηκε και το επόμενο βράδυ, ο διαχειριστής είπε πως θα μου κάνει μήνυση επειδή ο κανονισμός της πολυκατοικίας απαγορεύει την επιχειρηματική δραστηριότητα στα σπίτια και κάποια στιγμή φύγανε.

Η κυρία Μαρία μου ζήτησε να πάω αμέσως στο σπίτι. Έτρεξα. Αν είχε πέσει βόμβα θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Όλο το σπίτι ήταν γεμάτο από πίτσα. Στο πάτωμα σε πατημένη μορφή, στον καναπέ σε τεράστιους λεκέδες, στο κρεβάτι με τα κουτιά από την «peperone» να ξαπλώνουν ανάσκελα. Τα δυό κατοστάρικα του ενοικίου δεν έφθασαν ούτε για τα ελάχιστα…

Τελικά η τύχη βοηθάει τους υποψιασμένους. Με την οικονομία του διαμοιρασμού, τα ακίνητα προς ενοικίαση εξαφανίστηκαν από την περιοχή. Τα νέα μισθώματα, άνετα άγγιζαν τα τετρακόσια ευρώ. Πλήρωνες φόρο και ΕΝΦΙΑ και τέλος. Ούτε ηλεκτρικό, ύδρευση, κοινόχρηστα, καθαριότητα, ζημιές, μεγάλα κενά διαστήματα. Ούτε η όλη χαρτούρα της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Αν ήσουν τυχερός και τύχαινες σε πρωτοετή της ιατρικής, του πολυτεχνείου κλπ., για πέντε χρόνια εισέπραττες ενοίκια, χωρίς να κάνεις τίποτα και κυρίως, χωρίς επιπλέον κόστη. Καλά μου έλεγε η μάνα μου να γίνω καλύτερα γιατρός…

πηγή: www.e-forolgia.gr



Leave A Reply

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.