- Μεταξουργείο
Ήδη από την πρώτη δεκαετία μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το Δημόσιο έδωσε κίνητρα σε ιδιώτες για να αναπτύξουν τη σηροτροφία (καλλιέργεια μεταξοσκώληκα). Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησε ο επιχειρηματίας Μιχάλης Ιατρός ή Ιατρού ιδρύοντας δυο εργοστάσια κατεργασίας μεταξιού στη Λακωνία και στη Μεσσηνία. Όμως οι επιχειρηματικές του δραστηριότητες απέτυχαν.
Το 1850 μαζί με το γαμπρό του Αθανάσιο Δουρούτη (γιο του εγκατεστημένου στην Αγκώνα της Ιταλίας Ηπειρώτη μεγαλέμπορου Γεωργίου Δουρούτη) συνέστησαν στην Αθήνα την εμπορική εταιρεία «Μ. Ιατρός και Α. Δουρούτης». Το 1854 πεθερός και γαμπρός συμμετείχαν στην ίδρυση της ετερόρρυθμης εταιρείας «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος», η οποία αγόρασε το εν Αθήναις μεταξουργείο της αγγλικής εταιρείας A. Wrampe and Co., όταν αυτή πτώχευσε πριν προλάβει να τεθεί σε λειτουργία το εργοστάσιό της.
Το μεταξουργείο μαζί με τους βοηθητικούς χώρους και το περιβόλι του καταλάμβανε όλη την περιοχή που ορίζεται σήμερα από τις οδούς Κολοκυνθούς, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Θερμοπυλών και Λεωνίδου, γνωστή τότε ως Χεζολίθαρο ή Χεσμένη Πέτρα ή Χρυσή Πέτρα και από το 1855 ως Μεταξουργείο. Η A. Wrampe and Co. είχε αγοράσει την έκταση αυτή από το Γεώργιο Κατακουζηνό, ο οποίος το 1833, όταν συζητιόταν η ανέγερση των Ανακτόρων στην περιοχή της Ομόνοιας, είχε σκεφτεί να κατοικήσει εκεί.
Μετά από δέκα χρόνια «η Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος» διαλύθηκε και το κτιριακό συγκρότημα περιήλθε στην αποκλειστική κυριότητα του Α. Δουρούτη. Υπό τη νέα διεύθυνσή του το εργοστάσιο λειτούργησε μέχρι το 1875. Τότε, λόγω της επιδείνωσης της ασθένειας των κουκουλιών και κυρίως εξαιτίας της υπερφορολόγησης από το ελληνικό δημόσιο και της πτώσης των διεθνών τιμών του μεταξιού, το μεταξουργείο διέκοψε τη λειτουργία του.
Ακολούθως κατεδαφίστηκαν οι εγκαταστάσεις του, οικοπεδοποιήθηκε η έκτασή του και έγινε η ρυμοτόμηση της περιοχής με τη χάραξη των οδών Μαραθώνος, Γιατράκου, Γερμανικού και την προέκταση της Λεωνίδου. Το μόνο που απέμεινε για να θυμίζει το εργοστάσιο είναι το όνομα της συνοικίας.
*Πηγή για τη σύνθεση του κειμένου ήταν το έργο του Κ. Κ. Σπηλιωτάκη «Το Αρχείον Μιχαήλ Ιατρού (1802 – 1893), Κέντρον Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τετράδια εργασίας 6).
2. Μετς
Κατά το 19ο αιώνα μια συνοικία της Αθήνας ήταν τα «Παντρεμενάδικα». Εκτεινόταν από το λόφο του Αρδηττού ως το ναό της Αγίας Φωτεινής (στην αρχή της σημερινής λεωφόρου Βουλιαγμένης). Εκεί στις όχθες του Ιλισού, που έρρεε μπροστά από το Παναθηναϊκό στάδιο, κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα ο βαυαρικής καταγωγής βιομήχανος Κάρολος Φιξ άνοιξε το ζυθοπωλείο «Μετς», για να προωθήσει τη μπίρα που παρήγε.
Του έδωσε αυτό το όνομα σε ανάμνηση της νίκης που πέτυχαν οι ομοεθνείς του Γερμανοί στη γαλλική πόλη Μετς κατά το Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – 1871.
Το παλιό τοπωνύμιο («Παντρεμενάδικα») διατηρήθηκε περίπου ως το 1930. Απαντά σε πολλά δημοσιεύματα εφημερίδων (εφημερίδες ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 16ης Μαρτίου 1929, ΕΜΠΡΟΣ, φύλλα της 8ης Σεπτεμβρίου 1903 , της 21ης Απριλίου 1906, της 27ης Ιουνίου 1907, της 4ης Απριλίου 1911 και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 24ης Μαΐου 1959). Όμως από το 1906 άρχισε να χρησιμοποιείται και το νέο όνομα («Μετς») της συνοικίας (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 27ης Ιουνίου 1906), το οποίο σταδιακά επικράτησε.
3.Νέα Ιωνία
Η Μικρασιατική καταστροφή σήμανε το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μ. Ασίας και της Α. Θράκης από τις πατρογονικές εστίες του. Συνέβαλε όμως – εκτός των άλλων – και στη βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας, κυρίως σε τομείς που ως το 1922 υπολειτουργούσαν. Για παράδειγμα, στην εριουργία, τη μεταξουργία και την ταπητουργία.
Ο βιομήχανος Νικόλαος Κυρκίνης είχε ιδρύσει στα Πατήσια την «Ελληνική Εριουργία». Τον Ιανουάριο του 1923, όταν τα κύματα των προσφύγων είχαν κατακλύσει τη χώρα, σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την τεχνογνωσία τους και να επεκτείνει την επιχείρησή του. Προσέλαβε, λοιπόν, ως εργατικό δυναμικό πολλούς πρόσφυγες καταγόμενους από τη Σπάρτη της Πισιδίας, οι οποίοι στην πατρίδα τους ήταν άριστοι ταπητουργοί. Έτσι στην περιοχή των Ποδαράδων (= τη σημερινή Νέα Ιωνία) εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την προαναφερθείσα περιοχή της Μ. Ασίας. Η επαγγελματική τους αποκατάσταση ώθησε και άλλους συμπατριώτες τους να συγκεντρωθούν στους Ποδαράδες. Επειδή προέκυψε στεγαστικό πρόβλημα, ο Υπουργός Προνοίας Απόστολος Δοξιάδης και ο διευθυντής του Ταμείου Περιθάλψεως Προσφύγων Επαμεινώνδας Χαρίλαος σκέφθηκαν να δημιουργήσουν προσφυγικό συνοικισμό στην περιοχή.
Το κτήμα των Ποδαράδων ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου. Απαλλοτριώθηκε λοιπόν και από τα συνολικά 1502 στρέμματα χρησιμοποιήθηκαν τα 1230 για την ανέγερση του συνοικισμού. Το γεγονός αναγγέλθηκε στον Τύπο στις 12 Απριλίου 1923: «Από της προσεχούς εβδομάδος αρχίζουν αι εργασίαι ανεγέρσεως μονίμου προσφυγικού συνοικισμού παρά την θέσιν Ποδαράδες. Εις τον συνοικισμόν τούτον πρόκειται να εγκατασταθούν 500 περίπου οικογένειαι προσφύγων ταπητουργών, ούτως ώστε να καταστεί δυνατόν εντός ολίγου χρονικού διαστήματος να μεταβληθεί ούτος εις κέντρον ταπητουργίας».
Τα εγκαίνια του συνοικισμού έγιναν στις 27 Ιουνίου 1923. Στην τελετή παραβρέθηκαν ο Νικόλαος Πλαστήρας (διευκρίνιση: από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1922 είχε γίνει στη χώρα στρατιωτικό κίνημα και την εξουσία την είχαν αναλάβει στρατιωτικοί), ο πρωθυπουργός Στυλιανός Γονατάς, οι υπουργοί Δοξιάδης και Σιδέρης και ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Χένρυ Μοργκεντάου.
Κατά την προσφώνηση των επισήμων ο παπά – Ιωακείμ Πεσματζόγλου, ο κληρικός που είχε οδηγήσει τους συντοπίτες του από τη Μικρά Ασία στους Ποδαράδες, πρότεινε να ονομαστεί ο συνοικισμός «Νέα Σπάρτη», με την αιτιολογία ότι τα χαλιά των Σπαρταλήδων της Μ. Ασίας ήταν πασίγνωστα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Τελικά του δόθηκε το όνομα «Νέα Πισιδία» από το σύνολο των Πισιδών προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Το τοπωνύμιο αυτό δεν «ευδοκίμησε» και αργότερα αντικαταστάθηκε από το «Νέα Ιωνία», γιατί στο συνοικισμό εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες από τη Σαφράμπολη, την Καππαδοκία, την Αττάλεια, τη Σμύρνη και τα περίχωρά της, τα Βουρλά και από άλλες περιοχές της Ιωνίας.
(Πηγή: Όλγας Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία – Παράμετρος εγκατάστασης», στο συλλογικό τόμο «Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα», σ.σ.147 – 156)