Ούτε μία οβίδα δεν είχε πέσει όλη μέρα, φαινόταν καθαρά πως και οι Γερμαναράδες είχαν ανάγκη από λίγη ηρεμία. Πάνω από τα παγωμένα έλη που χώριζαν τις γραμμές πλανιόταν μία αόρατη αίσθηση, σαν να λέγαμε όλοι στον εαυτό μας “Είναι η παραμονή Χριστουγέννων και για τα δύο στρατοπεδά μας, κάτι μας ενώνει!”
Κατά τις δέκα το βράδυ, βγήκα από το καταφύγιο που με είχαν προσκαλέσει για να επιστρέψω στο δικό μου. Φτάνοντας στον τομέα μου, βρήκα τους περισσότερους άντρες όρθιους, συγκεντρωμένους στο χαράκωμα και χαρούμενους. Τραγουδούσαν, έλεγαν ιστορίες και αστειεύονταν επειδή αυτή η παραμονή ήταν τόσο διαφορετική σε σχέση με τις άλλες βραδιές. ‘Ενας από τους στρατιώτες μου με πλησίασε και μου είπε : “Μπορείτε, κύριε, να τους ακούσετε καθαρά ; – Να ακούσω τί ; – Τους Γερμανούς, κύριε, εκεί πέρα, ακούστε τους που τραγουδούν χτυπώντας πάνω σε μεταλλικά αντικείμενα.
Προσπάθησα ν’ άκούσω. Στην άλλη άκρη της νεκρής ζώνης, μπορούσα ν’ ακούω μέσα στον παγωμένο αέρα φωνές που ψιθύριζαν και κάποιες σύντομες γερμανικές μελωδίες που αγνοούσα.
Ξαναμπήκα στην “τρύπα” μου για να βρω τον διμοιρίτη μας. – “Τους ακούτε τους Γερμαναράδες που κάνουν όλη αυτή τη φασαρία ;” – “Ναι, εδώ κι αρκετή ώρα”. – “Ελάτε, πάμε στην άκρη του χαρακώματος, θα ήμαστε πιο κοντά”.
Με μεγάλη δυσκολία διασχίζουμε τη σκληρή και παγωμένη στοά. Σιωπούμε και οι δύο και ακούμε. Μιά ομάδα Γερμανών τραγουδούσε το “Deutschland über alles”. Ως απάντηση, κάποιοι από τους καλούς μας μουσικούς έπαιξαν στη φυσαρμόνικα μερικές ζωηρές γερμανικές μελωδίες. Ξαφνικά, ακούσαμε μπερδεμένες φωνές, κι έπειτα γέλια. Μέσα στη νύχτα ακούστηκε μία φωνή να λέει στα αγγλικά με φρικτή γερμανική προφορά:
– “Ελάτε από δω !”
Αμέσως, ένα κύμα χαράς απλώθηκε πάνω από τα χαρακώματα, απ’ όπου ξεπήδησαν γέλια και μελωδίες στη φυσαρμόνικα. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης ανάπαυλας, ένας από τους λοχίες μας επανέλαβε την πρόσκληση : – “Ελάτε εσείς από δω !” – “Εσείς να διανύσετε το μισό δρόμο, κι εγώ τον άλλο μισό” απάντησε κάποιος. – “Προχωρήστε τότε”, ανταπάντησε ο λοχίας. – “‘Ερχομαι κι εγώ”. – “Α, είστε δύο τώρα”, είπε ο λοχίας.
Μετά από λίγο, όταν σταμάτησαν τα αστεία από τις δυο μεριές, και ξεπεράστηκε η δυσπιστία, ο λοχίας μας προχώρησε ανάμεσα στις δύο γραμμές. Τον χάσαμε γρήγορα από τα μάτια μας, αλλά, μέσα σ’ αυτήν τη βαριά σιωπή, μπορέσαμε ν’ ακούσουμε την αρχή μιας διστακτικής συνομιλίας. Λίγη ώρα μετά, ο λοχίας επέστρεφε κρατώντας μερικά γερμανικά πούρα και τσιγάρα που είχε ανταλλάξει με λίγη σούπα Maconochie και μία κονσέρβα “Capstan”.
Η συνάντηση ήταν σύντομη, αλλά έφερε μία νότα απαραίτητη σ ‘ αυτήν την παραμονή Χριστουγέννων, λίγη ανθρωπιά στη συνηθισμένη καθημερινοτητά μας.
Τη μέρα των Χριστουγέννων σηκώθηκα πρωί πρωί και βγήκα από το καταφυγιό μου. Θα έκανε ωραία μέρα. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος και ανέφελος. Καθώς έκανα βόλτες στα χαρακώματα συζητώντας για τη συνάντηση της προηγούμενης νύχτας, φάνηκε ξαφνικά ότι μπορούσαμε νά αντικρύσουμε καθαρά στο βάθος μία ομάδα Γερμανών, με τα κεφάλια τους να ξεπροβάλλουν χωρίς καμία προστασία και τα μαλλιά τους να ανεμίζουν στον αέρα. Σε λίγο, μία ολόκληρη σιλουέτα Γερμανού ορθώθηκε για να κοιτάξει γύρω. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολλή ώρα για να δούμε τη σιλουέτα και του “δικού μας” Bert να διαγράφεται στον ορίζοντα. Αυτή η τόλμη έγινε μεταδωτική. Ακολούθησαν αμέσως μερικοί Γερμανοί. Τους μιμήθηκαν τότε και οι δικοί μας Alf και Bil, και σε λίγα δευτερόλεπτα γύρω στους δέκα στρατιώτες από τις αντιμαχόμενες πλευρές προχωρούσαν για να συναντηθούν στη μέση της νεκρής ζώνης. Απίθανο ! Απίστευτο !”
(Aναμνήσεις ενός βρετανού αξιωματικού από τη χριστουγεννιάτικη εκεχειρία).
πηγή: www.lifo.gr