Η Αθήνα «μέσα» από τους κατακτητές της (Α΄)- Ο διωγμός των Αθηναίων από τον Ιουστινιανό

0

Το διαμέρισμα της κ. Σκουμπουρδή στην οδό Ασκληπιού είναι ασφυκτικά γεμάτο με βιβλία, κυρίως Ιστορίας, και όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι από φωτογραφίες, πίνακες και αναμνηστικά που της θυμίζουν όλη της τη ζωή. Η κ. Σκουμπουρδή είναι ιστορικός τέχνης και ξεναγός με εμπειρία χρόνων και πλούσιο έργο.

Συνέντευξη M. HULOT- πηγή: www.lifo.gr

Είναι εκείνη που το 1982 θέσπισε τον θεσμό των «Δωρεάν Ξεναγήσεων», μαζί με το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων και το Σωματείο Ξεναγών, και εξακολουθεί να ασχολείται με τις δωρεάν ξεναγήσεις με τον ίδιο ενθουσιασμό.

Συμμετέχετε στη κλήρωση του “forolineυζήν”

Πατήστε στην εικόνα και διαβάστε τους όρους συμμετοχής

Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι συγγραφέας με εξαιρετικές γνώσεις για την Αθήνα, με την οποία ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια. Η ιστορική και λαογραφική μελέτη της για την παλιά Αθήνα τής δίνει τη δυνατότητα να μιλάει γι’ αυτήν για ώρες, αφηγούμενη ιστορίες που ακούγονται απίστευτες και αγγίζουν τα όρια του εξωφρενικού, αλλά είναι όλες αληθινές, γιατί έχει αναφορές με αποδείξεις για όλα αυτά τα απίστευτα που μας αναφέρει.

Από τα δέκα βιβλία που έχει γράψει (όλα για την Αθήνα, μεταξύ άλλων για την ιστορία, τα καφενεία και τα θέατρά της) τα εννιά είναι εξαντλημένα, ενώ το πιο πρόσφατο, το βιβλίο της για το Μοναστηράκι και την Πλάκα (εκδόσεις Πατάκη), είναι μια εξαντλητική μελέτη για την αρχαιότερη περιοχή της Ευρώπης που κατοικείται χωρίς διακοπή εδώ και 4.500 χρόνια, γραμμένη με έναν τρόπο ιδιαίτερα συναρπαστικό, ακριβώς όπως είναι και ο προφορικός λόγος της.

Οι επιστήμονες, οι άνθρωποι που είχα την τιμή να το παρουσιάσουν, ο αείμνηστος Άγγελος Δεληβορριάς, ο Μανώλης Κορρές, η καθηγήτρια Λαογραφίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, Κατερίνα Κορρέ, και η διευθύντρια των Γενικών Αρχείων του Κράτους, η Μαριέττα Μινώτου, είπαν ότι πρέπει να διδαχτεί στα σχολεία, ότι είναι έργο αναφοράς» λέει περήφανα.

Το βιβλίο της Άρτεμις Σκουμπουρδή για το Μοναστηράκι και την Πλάκα έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία για ιστορικό βιβλίο και, εκτός από εκδοτική επιτυχία, είναι ένας θησαυρός γνώσεων για την πιο ιστορική περιοχή της Αθήνας. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

«Η Ιστορία πρέπει να είναι γραμμένη με απλά λόγια, κατανοητά και να έχει και λίγο “σάλτσα”, κανένα ανέκδοτο εποχής, καμιά ιστορία πιο ελαφριά, για να μην κουράζεις τον αναγνώστη με το ακαδημαϊκό μπλα μπλα. Ειδικά για τα νέα παιδιά, το βιβλίο πρέπει να είναι ευανάγνωστο για να τους τραβήξει το ενδιαφέρον, να μην απευθύνεται μόνο σε ιστορικούς και αρχαιολόγους, σε ειδήμονες, διότι αυτοί δεν το έχουν ανάγκη, έχουν τις δικές τους πηγές. Τα βιβλία μου θέλω να απευθύνονται στο ευρύ κοινό».

Το βιβλίο της για το Μοναστηράκι και την Πλάκα έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία για ιστορικό βιβλίο και, εκτός από εκδοτική επιτυχία, είναι ένας θησαυρός γνώσεων για την πιο ιστορική περιοχή της Αθήνας. Η κουβέντα μας ξεκίνησε από τις εμπειρίες της από τις ξεναγήσεις και κατέληξε να γίνει μια καθηλωτική εξιστόρηση της επί 2000 και πλέον χρόνια καταδυνάστευσης της Αθήνας από κατακτητές, που ξεκινάει το 146 π.Χ. και καταλήγει στην Αθήνα-πρωτεύουσα του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους το 1834.

 — Γιατί ονομάστηκε Πλάκα η συγκεκριμένη περιοχή;

Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πρόκειται για μια αρβανίτικη λέξη που βγαίνει από το «πλιάκου», το οποίο σημαίνει «παλιός, γηραιός» − στο τέλος του 16ου αιώνα ήρθαν και κατοίκησαν στην περιοχή γύρω από την πλατεία Λυσικράτους προς του Μακρυγιάννη και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός κάποιες οικογένειες Αρβανιτών, διωγμένες από τους Τούρκους της Αργοναυπλίας.

Η περιοχή αυτή είχε αδειάσει από τα μέσα του 12ου αι. και παρέμεινε άδεια επί σειρά αιώνων. Έτσι, οι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στα παλιά σπίτια που υπήρχαν και ονόμασαν το κομμάτι «Πλιάκου Αθήνα», «παλιά Αθήνα». Σιγά-σιγά, ελληνοποιήθηκε η λέξη «πλιάκου», έγινε «πλιάκα» και επί το ελληνικότερον «πλάκα». Η ονομασία αυτή παρέμεινε για το κομμάτι που ξεκινά γύρω από την πλατεία Λυσικράτους, που είναι η κατεξοχήν Πλάκα, η καρδιά της, και επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή της παλιάς Αθήνας.

Βεβαίως, ο Καμπούρογλου, ο μέγιστος των αθηναιογράφων, θέλησε να δώσει μια ελληνοπρεπέστερη εκδοχή για την προέλευση της ονομασίας, ότι υπήρχε μια μεγάλων διαστάσεων μαρμάρινη πλάκα στη συμβολή των οδών Αδριανού, Κυδαθηναίων και Θέσπιδος, αλλά εκείνη την εποχή υπήρχαν πάμπολες μαρμάρινες πλάκες πεταμένες δεξιά-αριστερά από τα μνημεία που είχαν διαλυθεί και, κυρίως, από τους αρχαιοκάπηλους, επομένως δεν ήταν δυνατό μια πλάκα να δώσει την ονομασία της σε μια ολόκληρη γειτονιά.



Είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι η Πλάκα είναι η αρχαιότερη γειτονιά του δυτικού πολιτισμού −εντοπίζουμε νεολιθικά ευρήματα, ενδείξεις κατοικιών και τάφων, τουλάχιστον το 4500 π.Χ.−, η οποία παρουσιάζει μια συνέχεια ζωής και λειτουργίας από τα νεολιθικά χρόνια έως τις μέρες μας.

Ουσιαστικά, είναι η αρχαιότερη γειτονιά της Ευρώπης και η οδός Τριπόδων, που διέσχιζε την Πλάκα και έκανε μια μεγάλη ημιπεριφέρεια 850-900 μέτρων από την πάροδο του μουσικού θεάτρου μέχρι το Ελευσίνιο της Αρχαίας Αγοράς, που ήταν ο πιο στολισμένος δρόμος λόγω των χορηγικών μνημείων, ήταν η αρχαιότερη οδός της Ευρώπης, με συνεχή χρήση όμως εδώ και 6.500 χρόνια. Αυτό και μόνο είναι συγκλονιστικό και ενδιαφέρον για έναν μελετητή και περιπατητή

— Είναι κάπως σαν την Αγορά της Ρώμης, όπου βλέπεις στρώματα πολιτισμού αιώνων…  

Ακριβώς, μόνο που είναι πολύ μεταγενέστερες η Ρώμη και η Αγορά της. Η Πλάκα δεν είναι αρχαιολογικό μνημείο, είναι ζωντανή, είναι Ιστορία, λαογραφία, και δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει, ακόμα και τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα, όταν μετά τα σκληρά μέτρα που πήρε ο Ιουστινιανός κατά του ελληνισμού ο πληθυσμός είχε πλέον συρρικνωθεί και οι λιγοστοί άνθρωποι που είχαν απομείνει στο άλλοτε ένδοξο άστυ είχαν περιοριστεί μέσα στο ρωμαϊκό τείχος. Ακόμα και τότε στην οδό Τριπόδων δεν σταμάτησε να υπάρχει ζωή.

— Είναι ελάχιστα πράγματα γνωστά για τον Μεσαίωνα στην Αθήνα.

Ναι, είναι μια θλιβερή εποχή. Η Αθήνα παρουσιάζει μια εικόνα παρακμής και διάλυσης γιατί εθεωρείτο η κατείδωλη πολις που ήταν καταδικαστέα, μια πόλη απαγορευμένη, με κακούς κατοίκους, που είχαν προκαλέσει την μήνιν των φιλορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι είχαν μια πολύ κακή θεώρηση των πραγμάτων.

Και είναι περίεργο, γιατί οι εθνικοί στην Ελλάδα ποτέ δεν κυνήγησαν τους χριστιανούς. Η αρχαία ελληνική θρησκεία δίδασκε ανεξιθρησκία και ανεκτικότητα υπό τον όρο ότι κάθε Έλληνας πολίτης θα σέβεται την παραδοσιακή λατρεία των Ελλήνων. Καθένας μπορούσε να πιστεύει και σε όποιον άλλο θεό ήθελε, και να τον διδάσκει ακόμα, φτάνει να μην ερχόταν σε ρήξη με την παραδοσιακή λατρεία των Ελλήνων.

Επομένως δεν είχαν κόντρες, και ακόμα και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο «αποστάτης», όπως τον ονόμασε η Εκκλησία, δεν κυνήγησε τους χριστιανούς. Έβλεπε ότι παράλληλα με τη μικρή κοινότητα των χριστιανών υπήρχε η μεγάλη κοινότητα των εθνικών και προσπάθησε να ξαναδώσει την οικονομική ευρωστία στα αρχαία ελληνικά ιερά και να δυναμώσει πάλι την αρχαία ελληνική παιδεία και τη θρησκεία.

Δεν κυνήγησε ποτέ Έλληνας εθνικός κάποιον χριστιανό. Τους διωγμούς τούς έκαναν οι Ρωμαίοι. Οι Έλληνες που δεν ήταν χριστιανοί, όμως, κυνηγήθηκαν, ήταν απίστευτη η κατάσταση τότε με τον Ιουστινιανό κι αυτό είναι κάτι που δεν το μαθαίνουμε στα σχολεία.

Έχω υποστεί επιθέσεις από ανθρώπους που θίγονται όταν μιλάω στις ξεναγήσεις μου για τον Ιουστινιανό και όταν αναφέρομαι σε τέτοιου είδους θέματα, αλλά είμαι πολύ καλά προετοιμασμένη, διαβασμένη, δεν κάνω τυχαία ξεναγήσεις, απαντάω με χωρία και με στοιχεία.

Κάποτε έκαναν επιστολή στον δήμο ένας καθηγητής Θεολογίας και δύο κυρίες ζητώντας να με διώξουν από τον θεσμό –εμένα, που τον είχα ιδρύσει!− αλλά, φυσικά, ο δήμαρχος δεν έκανε καμία τέτοια κίνηση.

— Πείτε μου για τον Ιουστινιανό.

Ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά το χειρότερο μέτρο που έλαβε ήταν η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας. Αυτό σημαίνει ότι από το 527 μ.Χ. έως το 1830 θεωρητικά, οπότε ελευθερωνόμαστε, δεν υπάρχουν συστηματικά σχολεία και για δεκατρείς αιώνες είμαστε αναλφάβητοι και απληροφόρητοι.

Δεν περάσαμε ποτέ Διαφωτισμό, Αναγέννηση, τίποτε απολύτως. Μόνο επί Τουρκοκρατίας είχαν λειτουργήσει ελάχιστα σχολεία από κάποιους φωτισμένους δασκάλους πλούσιους, γιατί μόνο πλούσιες οικογένειες μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό να σπουδάσουν και όταν επέστρεφαν έστηναν περιστασιακά σχολειά και μάθαιναν γράμματα τα αθηναιόπουλα.

Άλλο αισχρό μέτρο του Ιουστινιανού ήταν η απαγόρευση της χρήσης των ονομασιών «Ελλάς» και «Έλλην». Η Ελλάς λεγόταν «Ρωμανία», αποτελούσε ένα μικρό τμήμα, ελαχιστότατο, της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων που λεγόταν Ρωμανία και μας ονόμασε όλους τους Έλληνες Ρωμιούς. Το «Ρωμιός» ήταν ένας προσδιορισμός υποτιμητικός και υποδεέστερος του Ρωμαίου πολίτου. Δεν ήμασταν καν Ρωμαίοι πολίτες, ήμασταν Ρωμιοί.

Επίσης, απαγόρευσε τη χρήση του ελληνορωμαϊκού χιτώνα και υποχρέωσε τους Έλληνες, μετά από 2.500 χρόνια ελληνοπρεπούς ντυσίματος, το οποίο είχαν υιοθετήσει και οι Ρωμαίοι και όλοι οι ελληνίζοντες, να ντυθούν σύμφωνα με τους άλλους λαούς των Βαλκανίων. Έτσι, μας προέκυψε η φουστανέλα, που είναι βαλκανική, συγκεκριμένα αλβανική.




Το πιο δύσκολο μέτρο, όμως, ήταν το ότι σε τρεις μήνες Έλληνες και ελληνίζοντες έπρεπε να βαπτιστούν χριστιανοί. Όταν είσαι οπαδός μιας θρησκείας επί 2.500 χρόνια και ξαφνικά πρέπει να δεχτείς μια δογματική μονοθεϊστική θρησκεία με απαγορεύσεις, φόβο προς τον Θεό −τον οποίο δεν είχαν ποτέ οι αρχαίοι Έλληνες−, που ουσιαστικά βασίζεται σε ιουδαϊκές, εβραϊκές αρχές, δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα.

Είμαι χριστιανή ορθόδοξη, αλλά δεν μπορεί να τα βλέπεις αυτά και να μη θυμώνεις. Γιατί έπρεπε επί δεκατρείς αιώνες να είμαστε ηλίθιοι αγράμματοι; Μας ήθελαν αγράμματους προφανώς για να γινόμαστε βορά κάθε επίδοξου κατακτητή. Και τώρα ηλίθιους θέλουν, για να μην ξέρουν τι ψηφίζουν, να μην ξερουν τι υποστηρίζουν, και να μας έχουν παίγνια. Αυτό με θυμώνει πάρα πολύ ως Ελληνίδα.

Κλείνοντας για τον Ιουστινιανό, να πω ότι ήταν ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο, Σλάβος της νότιας Γιουγκοσλαβίας, και ίσως από τότε να υπήρχε κόντρα μεταξύ Σλάβων και Ελλήνων. Αυτός ο άνθρωπος απ’ τη μια βασιζόταν σε εθνικούς, σε Έλληνες, για να στήσει τα δύο σπουδαία έργα για τα οποία είναι γνωστός, την Αγία Σοφία (ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος που την έφτιαξαν ήταν Έλληνες εθνικοί) και τις Νεαρές, την περίφημη νομοθεσία που βασίζεται στην αρχαία ελληνική (οι νομικοί του ήταν επίσης Έλληνες εθνικοί), και από την άλλη βάλλει με μίσος κατά των Ελλήνων και των ελληνιζόντων.

Μάλιστα, γύρω στο 570-580 μ.Χ. έχουμε και επιδρομές Αβαροσλάβων, επομένως οι λιγοστοί άνθρωποι της Αθήνας κλείνονται μέσα στο ρωμαϊκό τείχος και θα κάνουν πολλούς αιώνες να ξαναβγούν από κει.

Μια μικρή ανάκαμψη είχαμε όταν ο Κώνστας, ο αυτοκράτορας, πορευόμενος προς Ιταλία, πέρασε από δω και επειδή διαχείμασε στην Αθήνα με στρατό μισθοφόρων που είχαν χρήματα, από το φθινόπωρο του 662 ως την άνοιξη του 663 κινήθηκε λίγο χρήμα − μετά οι άνθρωποι ξανακλείστηκαν στα τείχη.

Η επόμενη ανάκαμψη ήταν στα 1018 μ.Χ., όταν ο Βασίλειος Β’ ο Μακεδών που η Ιστορία επονομάζει Βουλγαροκτόνο, έρχεται στην Αθήνα για να τη βγάλει από το σκοτάδι του Μεσαίωνα και να γιορτάσει τα επινίκιά του από τις μάχες κατά των Βουλγάρων. Μαζί του κουβαλάει χρυσά αφιερώματα στην Παναγιά την Αθηνιώτισσα, που είναι ο Παρθενώνας.

Τα χρόνια εκείνα ανακάμπτει η Αθήνα, αλλά ανακάμπτει και όλη η αυτοκρατορία γιατί ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ήταν πολύ σπουδαίος αυτοκράτορας. Θεωρείται από τους καλύτερους που πέρασαν, αν όχι ο καλύτερος. Επί των ημερών του αυξήθηκε σε έκταση η αυτοκρατορία και έφτασε στη μεγίστη έκταση που είχε ποτέ αυτοκρατορία: προς Βορρά ως τον Δούναβη, προς Ανατολάς ως τη Μεσοποταμία, προς Νότο όλη η Βόρεια Αίγυπτος.

Υπάρχει μια εικόνα ανάκαμψης γιατί ασφαλίζονται τα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και για πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια του 11ου αι. δεν τολμά κανείς να σηκώσει κεφάλι και να τα απειλήσει. Καθώς οι άνθρωποι της Αθήνας νιώθουν ασφαλέστεροι, βγαίνουν δειλά-δειλά έξω από τα τείχη για πρώτη φορά και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τα βυζαντινά εκκλησάκια του 11ου αι. που έχουμε στην Αθήνα και στην ευρύτερη αττική ύπαιθρο συμπίπτουν με τα χρόνια κατά τα οποία διοικεί ο Βασίλειος Β’.

Όμως, περί τα μέσα του 12ου αι. αρχίζουν πάλι οι πειρατικές επιδρομές και ξανακλείνονται οι άνθρωποι μέσα στο τείχος. Δεν θα βγουν πια ως την ώριμη οθωμανική κατάκτηση. Θα μεσολαβήσουν δύσκολα χρόνια, περίπου δυόμισι αιώνες φραγκοκρατίας στην Αθήνα, και στη συνέχεια θα έρθουν οι Τούρκοι, στις 4 Ιουνίου 1456.



Comments are closed.