Ξεφεύγοντας από τη «στεγνή» βιογραφική ταινία, ο Τζούλιαν Σνάμπελ «Στην πύλη της αιωνιότητας» μπαίνει στην ψυχή και στο σώμα του ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ αξιοποιώντας τον Γουίλεμ Νταφόε σε μια αξέχαστη ερμηνεία
Στην πύλη της αιωνιότητας»
(«At eternity’s gate», ΗΠΑ, 2018)
Το ενδιαφέρον με την ταινία «Στην πύλη της αιωνιότητας» («At eternity’s gate», ΗΠΑ, 2018) είναι ότι ενώ ολοφάνερα έχει γίνει τεράστια έρευνα για τη ζωή του ζωγράφου Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890) η εικόνα της δεν είναι ποτέ εκείνη της ξεκάθαρης βιογραφίας. Eικαστικός ο ίδιος, o σκηνοθέτης Τζούλιαν Σνάμπελ («Μπασκιά», «Το σκάφανδρο και η πεταλούδα») νιώθεις ότι αφού «καταβρόχθισε» τα πάντα για τη ζωή και το έργο του Βαν Γκογκ, στη συνέχεια χάρισε στον εαυτό του την απόλυτη ελευθερία να δώσει τη δική του άποψη για αυτόν.
Με στόχο του την αποκωδικοποίηση της ψυχής του καλλιτέχνη και με «οδηγό» έναν θαυμάσιο Γουίλεμ Νταφόε στον ρόλο του Βαν Γκογκ, ο σκηνοθέτης αναζητεί να βρει τι ήταν εκείνο που τον έκανε αυτό που ο Βαν Γκογκ ήταν και στη διαδικασία τολμά αυθαιρεσίες που διόλου δεν ενοχλούν. Αφήνει υπόνοιες ότι ο Βαν Γκογκ ίσως να βίασε μια γυναίκα, ακόμα και ο θάνατός του δεν οφείλεται σε αυτοκτονία. Με άλλα λόγια, ο Σνάμπελ φτιάχνει ένα εντελώς δικό του «ταξίδι Βαν Γκογκ» με διάφορους σταθμούς, από την Αρλ στον γαλλικό Νότο, όπου ο Βαν Γκογκ πέρασε σημαντικό μέρος της ζωής του ζωγραφίζοντας, μέχρι τη φυλακή, το ψυχιατρείο και την τρομερή σκηνή με τον ιερέα. Ακούμε τον Βαν Γκογκ να λέει «θέλω να είμαι σαν όλους τους άλλους», τον βλέπουμε να διαβάζει Σαίξπηρ γιατί έχει μυστήριο και το μυστήριο του αρέσει, ακούμε τις συνομιλίες του με τον Πολ Γκογκέν (Oσκαρ Αϊζακ), με τον οποίο σύμφωνα με την ταινία ο Βαν Γκογκ είχε εξάρτηση, και, κυρίως, τον βλέπουμε να ζωγραφίζει.
Η διαδικασία της δημιουργίας είναι εντελώς σωματική, ο Βαν Γκογκ διασχίζει βουνά και λιβάδια μέσα στο κρύο ή κάτω από τον αγαπημένο του ήλιο, μασουλάει χώμα, θέλει να μοιραστεί με τους ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπει ο ίδιος. Με έναν απλώς θαυμάσιο Γουίλεμ Νταφόε στον ρόλο του ζωγράφου (ρόλος που θα τον οδηγήσει και πάλι στα Οσκαρ), ο Σνάμπελ έκανε μια ταινία τέχνης για την ίδια την τέχνη.Βαθμολογία: 3 ½
«Glass» (ΗΠΑ, 2019)
Από την εποχή της «Εκτης αίσθησης» (1999) ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν παλεύει να βρει μια έκπληξη ισάξια με το αλησμόνητο ξάφνιασμα εκείνης της ταινίας, αλλά η αλήθεια είναι ότι με κάποιες εξαιρέσεις, όπως το «Σκοτεινό χωριό», δεν τα καταφέρνει πάντα. Σίγουρα κάτι τέτοιο δεν συνέβη στο «Glass» (ΗΠΑ, 2019), μια ταινία με την οποία ο Σιάμαλαν υποτίθεται ότι κλείνει την άτυπη «τριλογία» του που άρχισε με τον «Αφθαρτο» (2000) και συνεχίστηκε με το «Split» (2016).
Εδώ ο σκηνοθέτης φέρνει στην ίδια ιστορία δύο ήρωες από τον «Αφθαρτο» (Μπρους Γουίλις, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον) και έναν από το «Split» (Τζέιμς Μακαβόι) για να στήσει με το ζόρι ένα ψυχολογικό θρίλερ που τελικά βρίσκεται στον αέρα. Ο ένας (Γουίλις) είναι άφθαρτος και σωτήρας κατατρεγμένων, ο άλλος (Τζάκσον) ένας εύθραυστος παράλυτος με μυαλό διάνοιας και ο τρίτος (Μακαβόι) μια διχασμένη προσωπικότητα που μπορεί να γίνει θανάσιμη. Ολοι τους έχουν το σύνδρομο του σούπερ ήρωα, λόγος για τον οποίο κλείνονται σε ένα ίδρυμα υπό την εποπτεία της Σάρα Πόλσον.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σεναριακό μπέρδεμα που μπορεί να γίνει κουραστικό, ένα καλογυρισμένο χάος που νιώθεις ότι αγκομαχά στην προσπάθειά του να βγάλει με κάθε τρόπο τρόμο ή συγκίνηση. Το μόνο που τελικά κατάφερε σ’ εμένα τουλάχιστον ήταν να με αφήσει αμήχανο. Βαθμολογία: 1 ½
«Κάτω από το δέντρο»
(«Undir trénu», Ισλανδία / Πολωνία / Δανία / Γερμανία / Γαλλία, 2017),
Με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθείς την ισλανδική ταινία του Χαφστέιν Γκούναρ Σιγκούρδσον «Κάτω από το δέντρο» («Undir trénu», Ισλανδία / Πολωνία / Δανία / Γερμανία / Γαλλία, 2017), μια ακτινογραφία της παράνοιας στην οποία πολύς κόσμος έχει οδηγηθεί εξαιτίας – ίσως – της πιεστικής καθημερινότητας των τελευταίων χρόνων. Ενα δέντρο στον κήπο ενός ηλικιωμένου ζευγαριού ενοχλεί το διπλανό ζευγάρι των γειτόνων, επίσης μεγάλων σε ηλικία ανθρώπων.
Αυτός είναι ο βασικός κορμός της ταινίας και τα κλαδιά της αυτοί αλλά και άλλοι άνθρωποι, με μεγάλα ή μικρά προβλήματα, που πνίγονται σε μια κουταλιά νερό και αρνούνται να τα αντιμετωπίσουν με την κοινή λογική και κατανόηση. Διαλυμένες οικογένειες που βράζουν μέσα στο ζουμί τους, τραγικές μνήμες που ανοίγουν την πόρτα της κακίας, του φθόνου και της ζήλιας, εκδηλώσεις μίσους απέναντι σε ζώα. Και όλα αυτά μέσα από μια σκηνοθετική ματιά η οποία διακρίνεται από μια καθαρότητα (παίζουν οι Eντα Μπιόργκβινσντοτιρ, Σιγκουρντούρ Σιγκούργιονσον, Στάινπορ Χρόαρ Στάινμπορσον κ.ά.) Βαθμολογία: 3
«Στους διαδρόμους»
(«In den Gangen», Γερμανία, 2018)
Πόσες πιθανότητες να προκαλέσει το ενδιαφέρον μπορεί να έχει μια ταινία γυρισμένη σχεδόν αποκλειστικά μέσα στους διαδρόμους ενός τεράστιου γερμανικού πολυκαταστήματος (τύπου ΙΚΕΑ) όπου παρακολουθούμε τις σχέσεις ανάμεσα σε υπαλλήλους; Και όμως, το «Στους διαδρόμους» («In den Gangen», Γερμανία, 2018) του Τόμας Στούμπερ σε κερδίζει. Κεντρικό πρόσωπο ένας μυστηριώδης αμίλητος νεαρός (Φραντς Ρογκόφσκι), με ύποπτο (μάλλον) παρελθόν, που προσπαθεί να ενσωματωθεί στο άγνωστό του περιβάλλον. Δύο συνάδελφοί του (Σάντρα Χούλερ, Πέτερ Κουρτ) θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του.
Με το ζωγραφισμένο από τατουάζ σώμα του, το συνεσταλμένο βλέμμα, το αγέλαστο πρόσωπο και τη σιωπή του, ο νεαρός θα γίνει η ψυχή και ο παλμός αυτής της παράξενης ταινίας που μοιάζει με σπουδή πάνω στη μοναξιά και διακρίνεται από μια τρυφερότητα που σήμερα σπανίζει στο σινεμά. Δεν συμβαίνουν και τόσα στην ταινία και παρά το γεγονός ότι οι χώροι παραμένουν μονίμως οι ίδιοι και η διάρκεια είναι πολύ μεγάλη (δύο ώρες και πέντε λεπτά) το «Στους διαδρόμους» δεν γίνεται ποτέ κουραστική. Αντιθέτως, κεντρίζει την περιέργεια και ενίοτε αγγίζει την ποίηση (προσέξτε τη σκηνή με τα ψάρια). Βαθμολογία: 3
«Περιμένοντας τη Νονά» (Ελλάδα, 2019
Στη χαριτωμένη ελληνική κωμωδία του Νίκου Ζαπατίνα «Περιμένοντας τη Νονά» (Ελλάδα, 2019), o Θανάσης Τσαλταμπάσης και ο Λευτέρης Ελευθερίου υποδύονται δύο ρέμπελους κολλητούς που περιφέρονται στο νησί της Νάξου κάνοντας όποια δουλειά τους «κάτσει» προκειμένου να μαζέψουν τα χρήματα που θα τους επιτρέψουν να ανοίξουν μια δική τους επιχείρηση.
Ο Ελευθερίου έχει το σαράκι της κόρης που δεν του επιτρέπεται να δει (Demy), η οποία όμως βρίσκεται στο ίδιο νησί με τον γερμανό φίλο της (Τζόελ Σέντερμπεργκ). Ο Ζαπατίνας αισθάνεται ασφάλεια όταν κινηματογραφεί ντουέτα («Ενας κι ένας», «Μια φορά κι ένα μωρό»), αλλά οι εύκολες συμπτώσεις και οι αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός μάλλον πρόχειρου σεναρίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν περιέχει κάποιες διασκεδαστικές στιγμές (ιδίως με τον νεαρό Γερμανό). Βαθμολογία: 2
Τo Μυστικό του Μαγικού Ζωμού»
(«Astérix: Le secret de la potion magique», Γαλλία, 2018)
Με τα κινούμενα σχέδια «Αστερίξ: Τo Μυστικό του Μαγικού Ζωμού» («Astérix: Le secret de la potion magique», Γαλλία, 2018) οι σκηνοθέτες / σεναριογράφοι Αλεξάντρ Αστιέρ και Λουί Κλισί πετυχαίνουν μια έξυπνη ανανέωση του μύθου που έπλασαν οι Ουντερζό – Γκοσινί. Η βασική ιδέα βρίσκεται στην αρχαία ρήση «Φοβού το γήρας! Ου γαρ έρχεται μόνον», κατάσταση την οποία θα συνειδητοποιήσει ο σοφός δρυΐδης Πανοραμίξ, ο δημιουργός του μαγικού φίλτρου χάρη στο οποίο οι γαλάτες κάτοικοι του χωριού του αντιμετωπίζουν με επιτυχία τους Ρωμαίους. Μήπως όμως τώρα που τα χρόνια έχουν περάσει ήρθε η ώρα για να βρεθεί ο αντικαταστάτης του; Μαζί με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ, ο Πανοραμίξ θα αρχίσει την έρευνα που θα τον φέρει αντιμέτωπο με έναν παλιό του αντίπαλο δρυΐδη, τον Διαβολίξ, που συνωμοτεί με τους Ρωμαίους, αλλά η απάντηση στην αναζήτηση ίσως τελικά να είναι γένους θηλυκού. Βαθμολογία: 3
Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και με υπότιτλους σε περισσότερες από 110 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα.
-Προβάλλεται επίσης το κυπριακό φιλμ του Πανίκκου Χρυσάνθου «Η ιστορία της Πράσινης Γραμμής» που αναφέρεται στη σχέση ενός ελληνοκύπριου και ενός τούρκου στρατιώτη που υπηρετούν στην περιοχή της Πράσινης Γραμμής της Λευκωσίας. Παίζουν: Μιχάλης Σοφοκλέους, Τζιχάν Ταριμάν κ.ά.
Βαθµολογία. 5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: µέτρια, 0: απαράδεκτη
*Ο Γιάννης Ζουμπουλάκης είναι κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα
το ΒΗΜΑ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ