Ο εσωτερικός τουρισμός στην Αθήνα απαιτεί ενθουσιασμό, και δεδομένης της έκτασης της πρωτεύουσας, είναι μια υπόθεση χρονοβόρα και απαιτητική. Στην Ακαδημία Πλάτωνος υπάρχει το εκεί θαυμάσιο πάρκο, που τουλάχιστον τον χειμώνα με τη φρέσκια χλόη από τις βροχές το χαίρεσαι σαν ένα φυσικό τοπίο. Με χώμα και χορτάρι και λάκκους με βρόχινο νερό. Ηθελα να περπατήσω ολόγυρα, σε κοντινή ακτίνα στο πάρκο και να χαθώ στα στενά πίσω από την οδό Πλάτωνος.
του Νίκου Βατόπουλου
Πριν καλά-καλά ξεκινήσω, όμως, μια συστάδα χαμηλών σπιτιών στην αφετηρία μου, στην ίδια την Πλάτωνος δηλαδή, απλωμένα με ελκυστική ανομοιογένεια, στους αριθμούς 154 και 156, μου τράβηξε την προσοχή. Ηταν ένα θραύσμα από την εικόνα της παλιάς Ακαδημίας Πλάτωνος, με σπίτια χαμηλά ως επί το πλείστον, σπίτια απλά, ορισμένα σχεδόν χωριάτικα, δίπλα σε άλλα, με περισσότερο αστικό χαρακτήρα. Γεννούσαν μια συμβίωση που θα έβλεπα σε πολλά σημεία λίγο αργότερα, ανάμεσα στις ψηλές πολυκατοικίες και στα κενά οικόπεδα από τις αθρόες κατεδαφίσεις.
Στην Πλάτωνος 156 είχα ακριβώς απέναντί μου, λουσμένο στο φως και στεφανωμένο από άγρια χλόη σε ένα ξεδοντιασμένο πήλινο στηθαίο, ένα παράθυρο με αψιδωτό λοφίο: κλειστό και ερειπωμένο, με τα γκρίζα, λίγο κουφωτά, παντζούρια του θηκωμένα μέσα σε κορνίζα με εκείνο το αιμάτινο χρώμα της παλιάς τερακότας. Είχε μια συγκινητική επισημότητα μέσα στην εγκατάλειψη μιας σειράς απλών σπιτιών. Οσο περπατούσα τα στενά και τους μεγαλύτερους δρόμους, την Αίμονος και την Αλαμάνας, τη Βασιλικών και την Κορίνθου, τη Δημοσθένους και την Ευθυδήμου, σκεφτόμουν τι καλά θα ήταν αν είχα κάνει την ίδια διαδρομή μερικά χρόνια πίσω, όταν δηλαδή σωζόταν μια μεγάλη τυπολογία παλιών σπιτιών πριν χτιστούν οι θηριώδεις πολυκατοικίες της εποχής της ευημερίας μετά το 1990.
Υπήρχε μια αίσθηση γλυκιάς απλότητας σε πολλά από τα σπίτια που συνάντησα, απέριττα με σοφή οικονομία, όπως το λευκό σπιτάκι στην οδό Μοναστηρίου 110, ή σπίτια που είχαν αφήσει το αποτύπωμά τους, μετά την κατεδάφισή τους, σαν ένα ξεθωριασμένο ρόδινο κουκλόσπιτο, όπως στη γωνία Αλεξανδρείας και Αλαμάνας. Οσο προχωρούσα με τύλιγε η ποίηση της Ακαδημίας Πλάτωνος, με κατακτούσε και με οδηγούσε σε στενά και ξέφωτα. Στην οδό Βασιλικών, ένα παλιό σπίτι είχε γίνει αποθήκη για παλιά σίδερα, αλλά ακριβώς δίπλα είδα ένα ζευγάρι παραθυρόφυλλα, με μεγάλα σιδερένια μάνταλα, που πρέπει να ήταν το πιο παλιό ίχνος της γειτονιάς.
Εστεκαν το ένα δίπλα στο άλλο, και θύμιζαν τα γερμανικά παντζούρια του 19ου αιώνα.
Πιο πάνω, στην οδό Κορίνθου 10, μεταξύ Αστρους και Αλαμάνας, είδα το καστανό σπίτι, μονώροφο, τυλιγμένο με χορτάρια και βρύα, σαν ένα σπίτι ενός βυθού, με εξώθυρα που επέτρεπε λαθραίες ματιές στο εσωτερικό: πόρτες τζαμωτές, πόρτες μισάνοιχτες και σφαλιστές, ένα μπουρί σόμπας, σπασμένα πλακίδια, τρίμματα στο δάπεδο… Είχα στον νου μου ακόμη τα σκόρπια σπίτια που είχα δει ολόγυρα, που έμοιαζαν αποκομμένα από την πραγματικότητα. Στην οδό Πλάτωνος, πάλι, στους αριθμούς 109 και 111, υπάρχει ένα δίδυμο ποίησης.
Είναι δύο χαμηλά σπίτια, το ένα πιο απλό, και το άλλο πιο αστικό, αλλά και τα δύο γνήσια, αληθινά και ευγενή στη σοφία της αυθυπαρξίας τους. Τα κοιτούσα ως ευρήματα της λαϊκής καλαισθησίας, και το ένα έτσι όπως ήταν πρόσφατα βαμμένο με εκείνο το παχύ γαλάζιο και το χοντροπράσινο θύμιζε χειμωνιάτικες εκλάμψεις σε οποιοδήποτε μέρος της Ελλάδας. Δίπλα, στον αριθμό 111, το παλιό σπίτι, μανταλωμένο, διατηρούσε εκείνη τη μονοχρωματική σέπια αρμονία, εκείνη που υποχωρεί και που όταν τη βρει κανείς την αποθησαυρίζει με το βλέμμα.
πηγή: Έντυπη Καθημερινή